Λίγα μέτρα πριν από το χείλος του γκρεμού, στη χαράδρα του Ενιπέα στον Όλυμπο στέκει ένα μαρμάρινο εικονοστάσι. Σκαλισμένο πάνω του, το όνομα της γυναίκας και μάνας δύο παιδιών, που δολοφονήθηκε σε αυτό το σημείο πριν από 30 χρόνια.
Ανεγέρθηκε στη μνήμη της 32χρονης που έπεσε θύμα των “σατανικών εραστών”, όπως τους χαρακτήρισε ο τύπος της εποχής. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο σύζυγός της την οδήγησε στην ορεινή περιοχή πάνω από το Λιτόχωρο και την έσπρωξε στο κενό από ύψος 1300 μέτρων. Η άτυχη γυναίκα βρέθηκε μετά από δώδεκα ημέρες τυχαία από ορειβάτες που πεζοπορούσαν στη χαράδρα του Ενιπέα. Το πτώμα ήταν σε κατάσταση αποσύνθεσης.
Πώς οδήγησαν το ανυποψίαστο θύμα στο γκρεμό
Από τον Μάρτιο του 1989 ο Δημήτρης Παλιμάρκος με την ερωμένη του Κ.Α σχεδίαζε πως θα καταφέρει να ξεφορτωθεί την ανεπιθύμητη σύζυγο του. Λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Ιουλίου, οι δύο εραστές έθεσαν το πλάνο τους σε εφαρμογή. Διάλεξαν ως χώρο τέλεσης του εγκλήματος ένα οικείο τους σημείο, όπου συχνά κατέφευγαν κρυφά. Στόχος τους ήταν να οδηγήσουν το ανυποψίαστο θύμα στην άκρη του γκρεμού και να την “εξαφανίσουν”.
Ο Παλιμάρκος δραστηριοποιούταν στις αγοραπωλησίες εικόνων. Έπεισε τηλεφωνικά τη σύζυγο του να μεταβεί στο χωριό Αγκαθιά της Ημαθίας για μια υπόθεση αγοραπωλησίας βυζαντινών εικόνων από ένα ιερέα της περιοχής. Της εξήγησε ότι μαζί θα έρεθι μια ακόμα γυναίκα που θα βοηθούσε στην διαπραγμάτευση. Το ραντεβού κλείστηκε και ξεκίνησαν για το σημείο. Στον δρόμο τους περίμενε ο Παλιμάρκος. Με πρόσχημα ένα χρυσό αγαλματίδιο που είχε κρύψει στη χαράδρα του Ενιπέα, οδήγησε τη γυναίκα του εκεί όπου θα γραφόταν το τέλος της.
Την έριξαν στο γκρεμό και δήλωσαν την εξαφάνιση της
Αρχικά οι δύο εραστές αφαίρεσαν τη βέρα του θύματος, προκειμένου να εξαφανίσουν τα πειστήρια της ταυτότητας της σε περίπτωση που κάποιος εντόπιζε το πτώμα της. Έριξαν το θύμα από το υψόμετρο των 1.300 μέτρων και αμέσως επέστρεψαν σπίτια τους. Θεωρούσαν ότι είχαν διαπράξει το “τέλειο έγκλημα”. Παρόλα αυτά λίγα μέτρα πριν από το γκρεμό, στο παγκάκι που συχνά κατέφευγε το παράνομο ζευγάρι, είχαν χαράξει τα ονόματα τους.
Ο Παλιμάρκος μετά τη δολοφονία πήγε στο σπίτι της πεθεράς του και της παρέδωσε τη βέρα της συζύγου του. Φώναζε ότι η γυναίκα του τον εγκατέλειψε με ένα φίλο της και φεύγοντας του άφησε το δαχτυλίδι της. Μάλιστα λίγο αργότερα, κατευθύνθηκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και δήλωσε την εξαφάνιση της. Όλα κυλούσαν όπως τα είχε σχεδιάσει, αλλά 12 μέρες μετά τη δολοφονία, το πτώμα της Παλιμάρκου εντοπίστηκε από ορειβάτες. Το παράνομο ζευγάρι συνελήφθη και μετά την ανάκριση κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση, από κοινού.
Οι αλληλοκατηγορίες και η καταγγελία για αρχαιοκαπηλία
Αρχικά και οι δύο αρνήθηκαν ότι έριξαν την Παλιμάρκου στον γκρεμό, φορτώνοντας τη δολοφονία ο ένας στον άλλον. Ο άνδρας στις ανακρίσεις πρόβαλε το άλλοθι ότι την ώρα του εγκλήματος τον είδαν μάρτυρες σε διάφορα σημεία της Βέροιας. Στην αναπαράσταση του εγκλήματος ο Παλιμάρκος εμφανίστηκε ψύχραιμος και ανέκφραστος, ενώ το ρεπορτάζ του Τύπου της εποχής περιέγραφε ότι κινούταν στο χώρο σαν να βρισκόταν εκεί για πρώτη φορά. Η συγκατηγορούμενή του δεν άντεξε την πίεση και “έσπασε”. Ομολόγησε ότι πήγε μαζί του στον Όλυμπο, αλλά μόνος του έριξε την Ευθυμία στο γκρεμό. Υποστήριξε ότι αυτή παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο σε μικρή απόσταση από το σημείο, χωρίς να βλέπει τίποτα. Κατήγγειλε μάλιστα ότι ένας φίλος του ζευγαριού γνώριζε το έγκλημα και μέχρι ένα σημείο συμμετείχε και αυτός, καθώς τους ακολούθησε με το αυτοκίνητο του μέχρι τον Όλυμπο.
Οι δύο “σατανικοί εραστές” οδηγήθηκαν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο το 1991. Η υπεράσπιση του Παλιμάρκου αν και ισχυρίστηκε την αθωότητα του, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ η φίλη του αθωώθηκε παμψηφεί. Ενώ αρχικά τα κίνητρα της δολοφονίας θεωρήθηκαν ερωτικά, η κατηγορούμενη υποστήριξε ότι ο Παλιμάρκος έσπρωξε τη σύζυγο του στο γκρεμό για να μην αποκαλύψει τις παράνομες δραστηριότητες του σε υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής, υπήρξαν μαρτυρίες ότι οι δυο εραστές ήταν μέλη σπείρας αρχαιοκάπηλων που έκαναν παράνομες ανασκαφές και αγοροπωλησίες πολύτιμων εικόνων στη Βόρεια Ελλάδα.
“Περνάω από την κόλαση στον παράδεισο”
Η γυναίκα αμέσως μετά τη αθώωση της έφυγε στη Γερμανία, εργάστηκε καθαρίστρια σε υποκατάστημα τράπεζας, παντρεύτηκε και έγινε μητέρα. Ωστόσο λίγες ημέρες μετά την δικαστική απόφαση ασκήθηκε αναίρεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Έτσι κλήθηκε να δικαστεί ξανά το 1993 ως συνεργός στο φόνο. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 1993. Αθωώθηκε για δεύτερη φορά με οριακή διαφορά 4-3 λόγω αμφιβολιών. Ούτε αυτή τη φορά όμως η δικαστική διαμάχη έληξε οριστικά. Εκλήθη σε νέα δίκη για τρίτη φορά.
Από το 1989 η ζωή μου έγινε μαρτύριο και περνάω από την κόλαση στον παράδεισο. Κατηγορήθηκα για ένα φόνο που δεν έκανα ποτέ, κλείστηκα στις φυλακές 18 ολόκληρους μήνες, αθωώθηκα δύο φορές από τα δικαστήρια, αλλά όπως έμαθα θέλουν και πάλι να με δικάσουν για τρίτη φορά
Η Εισαγγελία Εφετών άσκησε έφεση κατά της απόφασης και έτσι η γυναίκα δικάστηκε τον Ιανουάριο του 1996. Το τρίτο δικαστήριο δεν διαφοροποιήθηκε από τα προηγούμενα, καθώς η κατηγορούμενη αθωώθηκε για μία ακόμη φορά. Η υπόθεση έκλεισε.
Διαβάστε ακόμη στη “ΜτΧ”: Οι «διαβολικοί εραστές» που άλειψαν με σαπούνι ένα σκοινί για να στραγγαλίσουν ευκολότερα το θύμα. Η προσπάθεια να δημιουργήσουν άλλοθι και η μπλόφα της αστυνομίας που τους αποκάλυψε. Έγινε ταινία από τον Θ. Αγγελόπουλο
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr