Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, αστυνομικά καθήκοντα εκτελούσαν οι δημογέροντες των Αθηνών. Ο θεσμός της Δημοτικής Αστυνομίας γεννήθηκε επισήμως μαζί με τους Δήμους κατά την περίοδο Αντιβασιλείας του Όθωνα, με νομοθέτημα του 1836.
Χωρίς ιδιαίτερη στολή στην αρχή, οι πρώτοι δημοτικοί αστυνομικοί φορούσαν φουστανέλες ή νησιώτικες βράκες και κρατούσαν βούρδουλα στο δεξί χέρι.
Ο θεσμός αυτός, αν και αρκετά παραλλαγμένος, επιβίωσε μέχρι το 1890, όταν τα αστυνομικά καθήκοντα ανατέθηκαν στη Στρατιωτική Αστυνομία, της οποίας χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος ήταν ο περίφημος Μπαϊρακτάρης. Από τότε μέχρι την αναβίωση του θεσμού πέρασαν περίπου 100 χρόνια.
Το Ιδρυτικό Διάταγμα της Δημοτικής Αστυνομίας του 1836 ανέφερε:
“η αστυνομία θέλει ενεργείται παρά των δήμων δι’ιδιαιτέρων οργάνων, εν ονόματι, κατ’επιταγήν και υπό την επιτήρησην της κυβερνήσεως κατά τους επί τούτω ενεστώτας νόμους”.
Μάλιστα προβλεπόταν η διαίρεση της Δημοτικής Αστυνομίας σε διοικητική και δικαστική και απαρτιζόταν από τους δημάρχους, τους ιδιαίτερους διευθυντές της Αστυνομίας και τους “υπηρέτες”. Το Ιδρυτικό Διάταγμα ήταν ελλιπής μετάφραση του “Περί Αστυνομίας” Νόμου των Βαυαρών.
Ο νέος θεσμός των Αθηνών, μεταξύ πολλών άλλων, είχε την υποχρέωση να διαχειρίζεται τη διασφάλιση της κοινής ασφάλειας και της ησυχίας, ενώ οι δημοτικοί αστυφύλακες έπρεπε “να απομακρύνωσι πάσαν αιτίαν ήτις δυνατόν να διαταράξη την τάξιν“, να ενεργούν συχνές περιπολίες ενάντια στον “αργό όχλο“, να μην επιτρέπουν συμπλοκές και να “επαγρυπνώσιν ιδίως την άπορον τάξιν των κατοίκων“.
Οι αστυφύλακες με τις βράκες
Σε αντίθεση με την Χωροφυλακή, στην οποία το κράτος παρείχε μεγαλοπρεπή στολή, κρόσια και εξαρτήματα λευκά και κυανά στα επώμια, ζωστήρες και τελαμώνες για τα ξίφη, η εμφάνιση των δημοτικών αστυφυλάκων αφέθηκε στην δική τους ευθύνη.
Αυτό σήμαινε ότι για πολλά χρόνια οι άνδρες της Δημοτικής Αστυνομίας φορούσαν τα ιδιαίτερα ενδύματα της καταγωγής τους. Βράκες, φουστανέλες, πατατούκες, κοντοβράκια και τσαρούχια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Η εμφάνιση συμπληρωνόταν από την αστυνομική ράβδο μήκους 75 εκατοστών και πάχους 30 εκ. και πάνω της αναγραφόταν “η Ισχύς του Νόμου“.
Αντίστοιχη ήταν και η κατάσταση όσον αφορά τη στέγαση του συγκεκριμένου σώματος. Μέχρι το 1850 δεν υπήρχε ιδιαίτερο αστυνομικό τμήμα και η αστυνομική διεύθυνση στεγαζόταν στα ισόγεια δωμάτια του Δημαρχείου. Τότε, ο Δήμος Αθηναίων στεγαζόταν σε ενοικιασμένο κτήριο στην Παλαιά Αγορά, εκεί όπου σήμερα συμβάλλουν οι οδοί Αιόλου και Αδριανού.
Άλλωστε η μικρή έκταση της πόλης δεν δημιουργούσε την ανάγκη ανοικοδόμησης ξεχωριστών οικημάτων για της Αστυνομία. Το 1840 είχαν δημιουργηθεί αστυνομικοί σταθμοί που φιλοξενούνταν σε ξύλινες παράγκες. Εκείνη την περίοδο υπήρχαν τέσσερις τέτοιες παράγκες στην Ομόνοια, κοντά στην Πλατεία Συντάγματος, στην αρχή της οδού Αδριανού και εντός της κατοικημένης περιοχής της πόλης, δηλαδή στην Πλάκα.
Οι ανακρίσεις με αλμυρές σαρδέλες και αυγά στη μασχάλη
Η ημέρα των δημοτικών αστυφυλάκων ξεκινούσε με την καθημερινή παρουσία τους στη Δημαρχία όπου και έδιναν την ημερήσια αναφορά τους, ανάμεσα σε ναργιλέδες και καφέδες. Λέγεται ότι όταν προχωρούσαν στη σύλληψη κάποιου κακοποιού, αυτός με τη σειρά του ούρλιαζε προκαταβολικά για αυτά που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Η ανάκριση διεξαγόταν από τον ίδιο τον Διευθυντή και η διάθεσή του έπαιζε σημαντικό ρόλο στην απόφασή του.
Όποιος υποβαλλόταν σε διαδικασία ανάκρισης από τους δημοτικούς αστυνόμους έπρεπε οπωσδήποτε να μαρτυρήσει κάτι. Σε αντίθετη περίπτωση, τον τάιζαν άφθονες αλμυρές σαρδέλες και μόλις έφτανε να υποφέρει από υπερβολική δίψα του έδειχναν το άφθονο και διαυγές νερό, το οποίο θα του έδιναν μόλις μαρτυρούσε.
Άλλη ποινή ήταν να βάζουν βραστά αυγά κάτω από τις μασχάλες των συλληφθέντων ή να τους αλείφουν τους γλουτούς με καυτό λάδι. Προτεραιότητα στις βασανιστικές αυτές ποινές είχαν οι κακούργοι ή οι εχθροί του κάθε Δημάρχου.
Οι δύο διασημότερες επίσημες αστυνομικές ποινές που εφάρμοζε η Δημοτική Αστυνομία στα πρώτα χρόνια του Όθωνα ήταν η αποκοφίνωση και η διαπόμπευση.
Η πρώτη ήταν έθιμο αστυνομικής τιμωρίας με ρίζες στην αρχαία Αθήνα. Ο κατηγορούμενος, που καταδικαζόταν με συνοπτικές διαδικασίες, οδηγούταν στην αγορά και αναγκαζόταν να καθίσει οκλαδόν ή γονυπετής, κάτω από ένα κοφίνι. Τότε, οι άλλοι πολίτες που συγκεντρώνονταν γύρω του κάθονταν στο κοφίνι και τον χλεύαζαν. Στο κοφίνι είχε το δικαίωμα να καθίσει κάθε πολίτης που δεν είχε υποπέσει στο ίδιο αδίκημα στο παρελθόν.
Η διαπόμπευση αφορούσε μόνο γυναίκες που πρόδιδαν τη συζυγική πίστη ή “αμάρταναν σαρκικά”. Στην συγκεκριμένη ποινή, τοποθετούσαν τις γυναίκες πάνω σε έναν γάϊδαρο ανάποδα, δηλαδή με το πρόσωπο να κοιτάει στην ουρά, την οδηγούσαν στους δρόμους και οι περαστικοί τη χλεύαζαν.
Ο τελάλης
Οι ανακοινώσεις των αστυνομικών διατάξεων γίνονταν μέσω του “τελάλη”. Η Αστυνομία δεν κατέφευγε στον Τύπο ούτε στις τοιχοκολλήσεις εντύπων, αφενός γιατί ο Τύπος δεν ήταν ημερήσιος και αφετέροι διότι τα επίπεδα αναλφαβητισμού ήταν υψηλά. Ο “τελάλης”, λοιπόν, αναλάμβανε να ενημερώσει τους Αθηναίους πολίτες για τα νέα και τις διαταγές.
Το συγκεκριμένο επάγγελμα απαιτούσε ισχυρή και ηχηρή φωνή και στην άσκηση της υπηρεσίας του ο τελάλης συνοδευόταν από έναν τυμπανοκρούστη και έναν ή δύο κλητήρες. Ο θόρυβος του τυμπάνου τραβούσε την προσοχή των πολιτών και όταν συγκεντρώνονταν αρκετοί, ο τελάλης από μια καρέκλα ή ένα τραπέζι γνωστοποιούσε τη διαταγή ή την ανακοίνωση.
Η περίφημη γκάφα
Το 1848 στην Αθήνα συνέβη ένα κωμικοτραγικό περιστατικό που προκάλεσε την αναστάτωση της πόλης. Όλα ξεκίνησαν όταν μία μέρα διετάχθη η Αστυνομίας της πόλης να συλλάβει και να απελάσει στις πατρίδες τους “όλους τους αλήτες και τους αγύρτες“.
Όμως, το επίπεδο αγραμματοσύνης του Αστυνομικού Διευθυντή των Αθηνών ήταν τόσο υψηλό, που επειδή δεν γνώριζε τη σημασία της λέξης “αγύρτες” (απατεώνες), την εξέλαβε ως Αργείτες μη γνωρίζοντας ότι έτσι προσδιορίζονται όσοι κατάγονται από το Άργος. Έτσι, διέταξε να συγκεντρωθούν στο χώρο της Αστυνομίας, στο κτήριο του Δημαρχείου, όλοι οι πολίτες με καταγωγή από το Άργος, στους οποίους και ανακοίνωσε την απέλασή τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Για καλή τους τύχη όμως, η παρεξήγηση έγινε γρήγορα αντιληπτή και οι Αργείοι ξεσηκώθηκαν, αντέδρασαν και ζήτησαν την παύση του αστυνόμου “λόγω βλακείας“.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από: Μικρός Ρωμυός
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: Από τα σκαρπίνια και τα λινά πουκάμισα, στους θώρακες, τα χημικά και την ειδική εκπαίδευση. Η ιστορία των ΜΑΤ, από την εποχή που οι οικοδόμοι έδερναν τους ανεκπαίδευτους αστυνομικούς, μέχρι σήμερα
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr