Πηγή: Οι κυνηγοί των Ναζί: Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, Andrew Nagorski, εκδόσεις Μεταίχμιο
Στις 29 Απριλίου 1945 η 42η Μεραρχία Πεζικού των Αμερικανών, γνωστή και ως Μεραρχία του Ουράνιου Τόξου (Rainbow Division) επειδή αρχικά απαρτιζόταν από μονάδες της Εθνοφρουράς είκοσι έξι πολιτειών και της Ουάσιγκτον, μπήκε στο Νταχάου και απελευθέρωσε περίπου 32.000 επιζήσαντες στο κυρίως στρατόπεδο.
“Τυπικά το Νταχάου δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης και το ένα κρεματόριο που διέθετε δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ, αλλά στο κυρίως στρατόπεδο και σε ένα δίκτυο από υποστρατόπεδα βρήκαν τον θάνατο χιλιάδες φυλακισμένοι από την καταναγκαστική εργασία, τα βασανιστήρια και την πείνα.
Βάσει του σχεδιασμού του, ήταν το πρώτο πλήρες στρατόπεδο συγκέντρωσης της ναζιστικής εποχής και έφερναν εκεί κυρίως εκείνους που θεωρούνταν πολιτικοί κρατούμενοι αν και το ποσοστό των Εβραίων αυξήθηκε στα χρόνια του πολέμου. Τα αμερικανικά στρατεύματα αντίκρισαν σκηνές φρίκης που δεν τις χωρούσε η φαντασία. Ο ταξίαρχος Χένινγκ Λίντερν, υποδιοικητής της μεραρχίας, περιέγραψε τις πρώτες εικόνες από το Νταχάου:
“Κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που διέτρεχε τη βόρεια πλευρά του στρατοπέδου βρήκα ένα τρένο με 30-50 βαγόνια -επιβατικά, πλατφόρμες, κοντέινερ – όλα γεμάτα με νεκρούς κρατούμενους, 20-30 ανά βαγόνι. Μερικά πτώματα ήταν επίσης πεταμένα στο έδαφος δίπλα στο τρένο. Από όσο μπορούσα να δω, τα περισσότερα έφεραν σημάδια ξυλοδαρμού ή ασιτίας ή τραύματα από σφαίρες ή και από τα τρία.”
Σε μια επιστολή προς τους γονείς του, ο υπολοχαγός Γουίλιαμ Τζ. Κόουλινγκ, ο υπασπιστής του Λίντεν, περιέγραψε όσα είδε με πιο εκφραστική γλώσσα: “Τα βαγόνια ήταν φορτωμένα με πτώματα. Τα περισσότερα ήταν γυμνά και όλα ήταν πετσί και κόκαλο. Ειλικρινά, τα χέρια και τα πόδια τους είχαν διάμετρο μερικών εκατοστών μόνο και δεν είχαν καθόλου γλουτούς. Πολλά από τα πτώματα είχαν τρύπες από σφαίρες στο πίσω μέρος του κρανίου. Αρρωστήσαμε με το θέαμα και θυμώσαμε τόσο πολύ, που το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να σφίγγουμε τις γροθιές μα. Δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω”.
Όταν έφτασε στο στρατόπεδο ο Λίντεν, βγήκε να τον προϋπαντήσει ένας αξιωματικός των Ες Ες με λευκή σημαία, μαζί με έναν εκπρόσωπο του ελβετικού Ερυθρού Σταυρού. Καθώς του εξηγούσαν ότι ήθελαν να παραδώσουν το στρατόπεδο και τους φύλακες που ήταν μέλη των Ες Ες, οι Αμερικανοί άκουσαν πυροβολισμούς μέσα από το στρατόπεδο. Ο Λίντεν έστειλε τον Κόουλινγκ να δει τι συμβαίνει. Αυτός, καθισμένος στο μπροστινό κάθισμα ενός τζιπ μετέφερε αμερικανούς δημοσιογράφους, πέρασε στην πύλη του στρατοπέδου και έφτασε σε μια τσιμεντένια πλατεία που έδειχνε έρημη.
“Ξαφνικά εμφανίστηκαν από όλες τις κατευθύνσεις άνθρωποι (αν και δύσκολα θα μπορούσε να τους αποκαλέσεις έτσι)”, συνεχίζει ο Κόουλινγκ στο γράμμα στους γονείς του. “Ήταν βρόμικοι, λιπόσαρκοι σκελετοί με σκισμένα, κουρελιασμένα ρούχα κι ούρλιαξαν και φώναξαν και έκλαιγαν Όρμησαν και μας άρπαξαν. Άρπαξαν εμένα και τους δημοσιογράφους και φιλούσαν τα χέρια μας, τα πόδια μας και προσπαθούσα όλοι να μας αγγίξουν. Μας έπιαναν και μας πετούσαν στον αέρα ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη”.
Όταν έφτασαν στο σημείο ο Λίντεν και μερικοί ακόμα Αμερικανοί ακολούθησε μια νέα τραγωδία. Καθώς οι φυλακισμένοι όρμησαν να τους αγκαλιάσουν, μερικοί έπεσαν πάνω στο ηλεκτροφόρο αγκαθωτοί συρματόπλεγμα και σκοτώθηκαν ακαριαία.
Καθώς οι Αμερικανοί προχωρούσαν μέσα στο στρατόπεδο, εξετάζοντας νέες μακράβρες στοίβες από γυμνά πτώματα, καθώς και στους αποστεωμένους επιζήσαντες πολλοί από τους οποίους υπέφεραν από τύφο,μερικοί φύλακες των Ες Ες παραδόθηκαν πρόθυμα, κάποιοι άλλοι όμως άνοιξαν πυρ κατά των φυλακισμένων που προσπαθούσαν να περάσουν από τον φράχτη- ορισμένοι μάλιστα έφτασαν σε σημείο να επιχειρήσουν να σταματήσουν τους αμερικανούς στρατιώτες που έμπαιναν. Σ εαυτές τις περιπτώσεις, η απάντηση ήταν άμεση.
“Οι άντρες των Ες Ες αποπειράθηκαν να στρέψουν τα πολυβόλα τους εναντίον μας” ανέφερε ο υπολοχαγός Γουόλτερ Τζ. Φέλενζ, “αλλά τους σκοτώναμε άμεσα κάθε φορά που δοκίμαζαν να πυροβολήσουν. Σκοτώσαμε και τους δεκαεπτά άντρες των Ες Ες”.
Άλλοι στρατιώτες ανέφεραν ότι είδαν κρατούμενους να κυνηγούν φύλακες- και δεν είχαν καμία διάθεση να επέμβουν. Ο δεκανέας Ρόμπερτ Γ. Φλόρα θυμάται ότι οι φύλακες τους οποίους αιχμαλώτισαν οι Αμερικανοί ήταν τυχεροί: “Οι απελευθερωμένοι κρατούμενοι άρχισαν να κυνηγούν όσους δεν είχαμε σκοτώσει ή αιχμαλωτίσει και να τους ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου. Είδα έναν φυλακισμένο να τσαλαπατά το πρόσωπο ενός άντρα των Ες ες. Ήταν σχεδόν διαλυμένο”.
Η μαρτυρία του υποόχαγού Τζορτζ Α. Τζακσον
Ένας άλλος Αμερικανός, ο υπολοχαγός Τζορτζ Α. Τζάκσον, συνάντησε μια ομάδα διακοσίων περίπου φυλακισμένων που είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από έναν γερμανό στρατιώτη που προσπάθησε να ξεφύγει. Ο Γερμανός φορούσε πλήρη εξάρτυση μάχης και κρατούσε όπλο αλλά δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν τίποτα καθώς δύο αποσκελετωμένοι κρατούμενοι προσπαθούσαν να τον πιάσουν. “Επικρατούσε απόλυτη σιωπή” λέει ο Τζάκσον.
“Θα έλεγες ότι ήταν μια τελετουργία, και ουσιαστικά ήταν”. Τελικά, ένας από τους τους κρατούμενους, που ο Τζάκσον υπολόγιζε ότι δεν μπορεί να ζύγιζε πάνω από τριάντα κιλά άρπαξε τον Γερμανό από το σακάκι από πίσω. Ο άλλος του άρπαξε το τυφέκιο και άρχισε να τον χτυπά στο κεφάλι. “Σε εκείνο το σημείο κατάλαβα ότι αν επενέβαινα, όπως είχαν ίσως καθήκον, το περιστατικό θα είχε άσχημη εξέλιξη”, θυμάται ο Τζάκσον. Έτσι, γύρισε και απομακρύνθηκε, φεύγοντας από την περιοχή για δεκαπέντε λεπτά περίπου. “Όταν γύρισαν το κεφάλι του Γερμανού ήταν σπασμένο”, γράφει. Οι κρατούμενοι είχαν εξαφανιστεί. Μόνο το πτώμα έδειχνε το δράμα που μόλις είχε εκτυλιχτεί εκεί.
όσο για τον υπολοχαγό Κόουλινγκ, η συμμετοχή του στην απελευθέρωση του Νταχάου τον έκανε να επανεξετάσει την πρακτική του, καθώς μέχρι τότε αιχμαλώτιζε Γερμανούς, αποφασίζοντας να αλλάξει συμπεριφορά. “Δεν θα ξαναπιάσω γερμανό αιχμάλωτο, ούτε οπλισμένο ούτε άοπλο”, γράφε στους γονείς του δύο μέρες μετά από αυτή την τρομερή εμπειρία.
Πηγή: Οι κυνηγοί των Ναζί: Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, Andrew Nagorski, εκδόσεις Μεταίχμιο
Η αρχική φωτογραφία του αμερικανικού στρατού έχει επιχρωματιστεί από τον Rui Candeias. Ελήφθη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ (Buchenwald) κατά την απελευθέρωση των κρατουμένων στις 14 Απριλίου 1945. Η λεζάντα αναφέρει ότι ένας φυλακισμένος (σοβιετικός) υποδεικνύει τον γερμανό δεσμοφύλακα ως βασανιστή του. Βασικός στόχος του Στρατοπέδου ήταν η εξόντωση των κρατουμένων μέσω της καταναγκαστικής εργασίας. Υπολογίζεται ότι 56.000 κρατούμενοι πέθαναν από τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, την έλλειψη τροφής και τις συνθήκες υγιεινής.
Διαβάστε επίσης:
Ειδήσεις σήμερα:
- «Κίνημα Δημοκρατίας», το όνομα του νέου κόμματος Κασσελάκη. Live η ιδρυτική διακήρυξη
- Λίβανος. Η στιγμή που ισοπεδώνεται με πέντε πυραύλους μια οκταώροφη πολυκατοικία. Τέσσερις νεκροί (βίντεο)
- Απαγορευτικό απόπλου λόγω ισχυρών ανέμων.Τα δρομολόγια που δεν εκτελούνται. Πτώσεις δέντρων και στα Τρίκαλα
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr