του συνεργάτη ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού
Οι «Κολοσσοί του Μέμνωνα» είναι δύο τεράστια πέτρινα αγάλματα στη νεκρόπολη των Θηβών της Αιγύπτου που χρονολογούνται γύρω στο 1350 π.Χ.
Ήταν πολύ γνωστά στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, καθώς και στους πρώτους σύγχρονους περιηγητές και αιγυπτιολόγους. Αυτοί τα θεωρούσαν λανθασμένα ως αγάλματα του μυθικού βασιλιά Μέμνωνα.
Στην αρχαιότητα ένα απ’ αυτά έβγαζε την αυγή ένα παράξενο ήχο. Το αποτέλεσμα ήταν να λειτουργήσει για δύο αιώνες ως μαντείο και να γίνει πόλος έλξης για πολλούς επισκέπτες.
Ποιος ήταν ο Φαραώ Αμενχότεπ Γ΄
Τα δίδυμα αγάλματα απεικονίζουν τον Αμενχοτέπ Γ΄ (1388-1350 π. Χ.) να κάθεται σε θρόνο με τα χέρια του να ακουμπούν στα γόνατά του και να κοιτάζει ανατολικά στο Νείλο.
Δύο μικρότερες φιγούρες, της μητέρας και της γυναίκας του φαραώ, είναι σκαλισμένες στον μπροστινό θρόνο δίπλα στα πόδια του. Στην πλαϊνή πλευρά των θρόνων απεικονίζεται ο Χάπι, θεός του Νείλου.
Οι κολοσσοί έχουν ύψος 18 μέτρα και ζυγίζουν περίπου 720 τόνους ο καθένας. Απέχουν μεταξύ τους περίπου 15 μέτρα.
Είναι κατασκευασμένοι από ογκόλιθους ψαμμίτη χαλαζίτη που εξορύχθηκε κοντά στο σημερινό Κάιρο. Οι ογκόλιθοι μεταφέρθηκαν 675 χλμ νότια μέχρι τις Θήβες, όπου κατασκευάστηκαν τα δύο αγάλματα.
Ο ρόλος των αγαλμάτων
Οι δύο κολοσσοί είχαν τοποθετηθεί ως φρουροί κοντά στην είσοδο του ναού του Αμενχοτέπ Γ΄. Πρόκειται για μια τεράστια κατασκευή, εφάμιλλη των κολοσσών, που χτίστηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του φαραώ. Εκεί λατρευόταν ως θεός πριν και μετά το θάνατό του.
Στην εποχή του Αμενχοτέπ Γ, αυτό το συγκρότημα ναών ήταν το μεγαλύτερο και πιο πολυτελές στην αρχαία Αίγυπτο, καλύπτοντας συνολική έκταση 86 στρεμμάτων.
Ενάμιση αιώνα μετά το θάνατό του φαραώ, γύρω στο 1200 π. Χ., ένας μεγάλος σεισμός γκρέμισε το ναό του. Έτσι σήμερα υπάρχουν ελάχιστα κατάλοιπα. Τα αγάλματα, αν και υπέστησαν ζημιές, συνέχισαν να στέκουν στη θέση τους.
Μέμνων αντί Αμενχοτέπ
Όταν το 30 π. Χ. η Αίγυπτος κατελήφθη από τους Ρωμαίους, οι κολοσσοί του Αμενχοτέπ Γ΄ ήταν γνωστοί τόσο στους ίδιους, όσο και στους Έλληνες που κατείχαν τη χώρα κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής.
Όμως, αντί για τον Αμενχότεπ, πίστευαν ότι οι κολοσσοί είχαν ανεγερθεί από τον Μέμνωνα, μυθικό βασιλιά της Αιγύπτου. Μάλιστα, υπάρχουν πολλές επίσημες επιγραφές και πρόχειρα γκράφιτι της ρωμαϊκής εποχής, σε ελληνικά και λατινικά, σ’ ένα από τα δύο αγάλματα που αναφέρουν τον Μέμνωνα.
Η καταστροφή του 27 π. Χ.
Η φήμη των δύο κολοσσών εκτοξεύθηκε το 27 π. Χ. εξαιτίας ενός τυχαίου και δυσάρεστου συμβάντος. Εκείνη την χρονιά, ένας μεγάλος σεισμός χτύπησε τα αγάλματα. Μεγαλύτερη καταστροφή υπέστη ο βόρειος κολοσσός. Κατέρρευσε από τη μέση και πάνω. Το κάτω μέρος έμεινε στη θέση του αλλά γέμισε μεγάλες ρωγμές.
Οι Ρωμαίοι που είχαν καταλάβει την Αίγυπτο μόλις τρία χρόνια πριν, ενδιαφέρθηκαν να αποκαταστήσουν τα αγάλματα. Όμως πολλά χρόνια αργότερα αποκατέστησαν μόνο εν μέρει και πρόχειρα τις ζημιές.
Το «μελωδικό» άγαλμα
Μετά την καταστροφή του πάνω τμήματος του βορείου κολοσσού του «Μέμνωνα» στο σεισμό του 27 π. Χ., άρχισε να παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο.
Για μία ή δύο ώρες από την ανατολή του ήλιου, συνήθως την αυγή, έβγαινε από το άγαλμα ένας περίεργος ήχος. Στην αρχή ακουγόταν δυνατά και σιγά σιγά έσβηνε.
Η παλαιότερη αναφορά σ’ αυτό το φαινόμενο είναι του αρχαίου γεωγράφου Στράβωνα. Επισκέφθηκε τον κολοσσό το 20 π. Χ. όταν ήταν ήδη γνωστό ότι «τραγουδούσε».
Ο Στράβων ισχυρίζεται ότι άκουσε τον ήχο από κάποια απόσταση από το άγαλμα, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν προερχόταν από το βάθρο, από το κατεστραμμένο πάνω μέρος ή τους ανθρώπους γύρω από τη βάση. Πάντως, του φάνηκε ότι ο ήχος ήταν «σαν χτύπημα».
Ένα αιώνα αργότερα, ο περιηγητής Παυσανίας συνέκρινε τον ήχο με το σπάσιμο «της χορδής της λύρας». Άλλοι συγγραφείς της αρχαιότητας τον περιγράφουν ως χτύπημα σε ορείχαλκο ή σαν σφύριγμα.
Στον «μελωδικό» Μέμνωνα αναφέρονται κάποιες από τις σημαντικότερες φιλολογικές πηγές της ρωμαϊκής εποχής, όπως ο Πλίνιος, ο Τάκιτος, ο Φιλόστρατος, ο Γιουβενάλης, και άλλοι.
«Μαντείο του Μέμνωνα»
Το φαινόμενο έκανε τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι μέσω τους αγάλματός του, ο Μέμνωνας έδινε χρησμούς. Έτσι, εκτός από αξιοθέατο, στις αρχές του 1ου αιώνα μ. Χ. το άγαλμα είχε γίνει και προσκύνημα.
Πολλοί το επισκέπτονταν για να ακούσουν τον περίεργο ήχο που έβγαζε με την ελπίδα ότι θα έπαιρναν κάποιο χρησμό. Ανάμεσά τους ήταν ακόμη και Ρωμαίοι αυτοκράτορες και άλλοι επίσημοι.
Είναι ενδιαφέρον ότι από τα 107 ελληνικά και λατινικά γκράφιτι και επιγραφές που υπάρχουν στη βάση και το κάτω μέρος του αγάλματος, τα 90 κάνουν αναφορά στον ήχο που έβγαζε.
Έχουν τα ονόματα των επισκεπτών-προσκυνητών που κάνουν επίκληση στον Μέμνωνα και αναφέρουν αν άκουσαν ή όχι τον ήχο του. Οι καταγραφές αυτές χρονολογούνται από το 20 μ. Χ. περίπου μέχρι και το 196 μ. Χ. Είναι η περίοδος που το άγαλμα λειτουργούσε ως μαντείο.
Η ποιήτρια Ιουλία Μπαλμπίλα
Εκτός από πρόχειρα γκράφιτι υπάρχουν και επίσημες επιγραφές πάνω στον “μελωδικό” κολοσσό του Μέμνωνα. Έτσι για παράδειγμα, η επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού εκεί απαθανατίστηκε με επιγράμματα στα ελληνικά που έγραψε μία από τις ελάχιστες γνωστές Ρωμαίες ποιήτριες, η Ιουλία Μπαλμπίλα.
Αυτή συνόδευε τον Αδριανό και τη γυναίκα του Σαβίνα στο μνημείο μεταξύ 19 και 21 Νοεμβρίου 130 μ. Χ. Η Μπαλμπίλα εντυπωσιάστηκε από την αυτοκρατορική επίσκεψη στον “μελωδικό” κολοσσό του Μέμνωνα που συνέθεσε τρία επιγράμματα για το γεγονός.
Στο πρώτο απ’ αυτά, αναφέρει ότι την πρώτη μέρα ο Αδριανός επισκέφθηκε μόνος του τον κολοσσό και άκουσε τρεις φορές τον ήχο που έβγαζε.
Την επόμενη μέρα, 20 Νοεμβρίου, η Ιουλία Μπαλμπίλα μαζί με την αυτοκράτειρα Σαβίνα επισκέφθηκαν το μνημείο. Δεν άκουσαν κάποιο ήχο. Όμως, όταν πήγαν την επόμενη μέρα, άκουσαν το άγαλμα να «τραγουδά».
Οι στίχοι των τριών επιγραμμάτων της Μπαλμπίλας χαράχτηκαν σ’ ένα από τα πόδια του αγάλματος από επαγγελματία επιγραφοποιό και όχι ως γκράφιτι. Η Ιουλία Μπαλμπίλα ήταν αδελφή του Γάιου Ιούλιου Αντίοχου Επιφανή Φιλοπάππου.
Όταν αυτός πέθανε στην Αθήνα, η Μπαλμπίλα ανέγειρε το μνημείο του στο λόφο του Φιλοπάππου. Τότε λεγόταν Λόφος των Μουσών
Αργότερα παντρεύτηκε ένα Αθηναίο αριστοκράτη και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η Ιουλία Μπαλμπίλα είχε καταγωγή από τη Συρία, και ήταν απόγονος του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγήνης. Όπως όλα τα μέλη της οικογένειάς της, είχε εξαιρετική ελληνική παιδεία και έτσι έγραφε τα ποιήματά της στα ελληνικά.
Ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος
Η τελευταία καταγεγραμμένη αξιόπιστη αναφορά στον ήχο του κολοσσού του Μέμνωνα χρονολογείται το 196 μ. Χ.
Τότε περίπου τον επισκέφθηκε ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος. Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι αυτός ήταν και υπεύθυνος για την πρόχειρη αποκατάσταση του πάνω μέρους του. Σύμφωνα με μία αρχαία πηγή, ο αυτοκράτορας δεν άκουσε κανένα ήχο από το άγαλμα. Ίσως γι΄ αυτό το λόγο να το επισκεύασε.
Μετά την επισκευή αυτή, ο κολοσσός σταμάτησε να εκπέμπει ήχους. Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστούν κατά πολύ οι επισκέψεις στο μνημείο και να ανασταλεί η λειτουργία του μαντείου του. Τα επόμενα γκράφιτι πάνω στο άγαλμα έγιναν 1500 χρόνια αργότερα, τον 18ο και 19ο αιώνα από περιηγητές της νεότερης εποχής.
Επιστημονική εξήγηση
Στα νεότερα χρόνια δημοσιεύθηκαν διάφορες θεωρίες για τον ήχο που έβγαζε το άγαλμα του Μέμνωνα.
Πρόσφατα μία επιστημονική έρευνα έλυσε το μυστήριο. Σύμφωνα με το πόρισμά της, το άγαλμα «τραγουδούσε» εξαιτίας της εξάτμισης της υγρασίας που στη διάρκεια της νύχτας είχε παγιδευτεί μέσα στις ρωγμές του.
Αυτό γινόταν νωρίς το πρωί εξαιτίας της απότομης ανόδου της θερμοκρασίας. Η γρήγορη εξάτμιση της παγιδευμένης υγρασίας προκαλούσε ακουστικές δονήσεις που αντηχούσαν στον αέρα της ερήμου της Αιγύπτου.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr