Άρθρο της Barbara Ehrenreich, Μετάφραση-Επιμέλεια Κειμένου: Μαρίνα Σίσκου
Τα χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα είναι σωματικά επαχθή, με απρόβλεπτα ωράρια και αμοιβές τόσο πενιχρές ώστε καθιστούν αδύνατη την εξοικονόμηση που μπορεί να οδηγήσει τους εργαζόμενους στην εξέλιξη.
H Μπενίτα Πράνταμ, είναι μία ανύπαντρη μητέρα, υπεύθυνη επιχείρησης τροφοδοσίας που μεγαλώνει τον τεσσάρων ετών γιο της (Σ.τ.Μ: το πρωτότυπο άρθρο γράφτηκε το 2014).
Πενήντα χρόνια πριν, ο Λύντον Τζόνσον, ο 36ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε προβεί σε μία άνευ προηγούμενης και μεταγενέστερης σημασίας ενέργεια:
εξήγγειλε πόλεμο κατά της φτώχειας με κυρίαρχα όπλα «καλύτερα σχολεία, καλύτερο σύστημα υγείας, καλύτερη στέγαση και κατάρτιση και καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες».
O Λύντον Τζόνσον
Αρχής γενομένης από το 1964, στην Αμερική και για περίπου μία δεκαετία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αξιοποιούσε μέρος των πόρων της προς την κατεύθυνση την οποία αυτοί όφειλαν ανέκαθεν να διοχετεύονται: προς όσους δηλαδή βρίσκονταν σε μεγαλύτερη ανάγκη. Ήταν η περίοδος της σύστασης μακροχρόνιων κοινωνικών προγραμμάτων όπως το Head Start, το Legal Services και το Job Corps. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Τζόνσον συστάθηκε το κρατικό πρόγραμμα για τη νοσηλεία και την περίθαλψη πολιτών με περιορισμένο εισόδημα, το Medicaid. Οι βελτιωτικές τομές στην κοινωνική ασφάλιση περιέστειλε σημαντικά τη φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων πολιτών.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Τζόνσον υπήρξε ο θεμελιωτής της αρχής που πρεσβεύει ότι καθήκον της κυβέρνησης είναι η παρέμβαση υπέρ των μη προνομιούχων και των απόρων. Τα χρήματα ωστόσο, ποτέ δεν επαρκούσαν για την καταπολέμηση της φτώχειας, ενώ ο πρόεδρος Τζόνσον συναντούσε διαρκείς περισπασμούς από έναν άλλον, ακόμη πιο ολέθριο πόλεμο-του Βιετνάμ.
Παρότι υποχρηματοδοτούμενος, ο πόλεμος κατά της φτώχειας κατάφερε επιπλέον να πυροδοτήσει την αντίδραση συντηρητικών διανοούμενων και πολιτικών.
Κατά την άποψη των τελευταίων, τα κυβερνητικά προγράμματα δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε ώστε να βοηθήσουν τους φτωχούς, καθώς η φτώχεια απορρέει από τη στρεβλή ψυχολογία των ίδιων των φτωχών. Έως την εποχή της προεδρίας του Ρέιγκαν (1981-1989), η παραπάνω αντίληψη είχε γίνει ο θεμέλιος λίθος της συντηρητικής ιδεολογίας: για τη φτώχεια δεν ευθύνονται οι χαμηλοί μισθοί, η ανεργία και η ελλιπής εκπαίδευση, αλλά η κακή συμπεριφορά και ο λανθασμένος τρόπος ζωής των φτωχών.
Απηχώντας την παραπάνω θεωρία, αυθεντίες και πολιτικοί θρηνολογούν για τις αδυναμίες του χαρακτήρα και τις κακές συνήθειες των φτωχών τουλάχιστον για τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Κατά τη γνώμη τους, οι φτωχοί είναι οκνηροί, ανεύθυνοι και επιρρεπείς στους εθισμούς. Γεννούν υπερβολικά πολλά παιδιά και κάνουν αποτυχημένους γάμους.
Έτσι, η ταλαιπωρία τους λόγω της σκληρής ένδειας, η οικονομική τους εξάντληση με αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμών, και το γεγονός ότι στο τραπέζι τους δεν υπάρχει πάντοτε φαγητό, δεν είναι φταίξιμο κανενός άλλου παρά μόνον δικό τους.
Τη δεκαετία του 1990, μαζί με μία δικομματική επίθεση ενάντια στην πρόνοια, αυτού του είδους η προκατάληψη απέναντι στη φτώχεια έλαβε μία δραστικά μισογυνιστική τροπή. Γυναίκες φτωχές και ανύπαντρες είχαν προσδιοριστεί ως ο βασικός κρίκος στον επονομαζόμενο «κύκλο της φτώχειας». Μένοντας στο σπίτι και συγκεντρώνοντας προνοιακά επιδόματα, οι γυναίκες αυτές αποτελούσαν τοξικό παράδειγμα για τα παιδιά τους, για τα οποία, όπως έφτασαν να πιστεύουν σημαντικοί ιθύνοντες πολιτικοί παράγοντες, θα μπορούσαν να φροντίζονται καλύτερα από επαγγελματίες της περίθαλψης και προστασίας του παιδιού, ή ακόμη, όπως είχε προτείνει ο Νιούτ Τζίνγκριτκ, από ορφανοτροφεία.
Η απάντηση στα παραπάνω ήταν η «μεταρρύθμιση» στην πρόνοια και δεν απέβλεπε απλώς στον τερματισμό της οικονομικής υποστήριξης των απροστάτευτων οικογενειών, αλλά και την αντιμετώπιση της αυτοπροκαλούμενης «κουλτούρας της φτώχειας», η οποία θεωρούταν πως φώλιαζε στη ρίζα της μιζέριας.
Το αρχικό μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο, ένα νομοσχέδιο που αξίζει ν’ αναφερθεί πως έφερε την υπογραφή του προέδρου Μπιλ Κλίντον, περιλάμβανε τη χρηματοδότηση ύψους εκατό εκατομμυρίων δολαρίων για την «εκπαίδευση αγνότητας» σε γυναίκες με χαμηλά εισοδήματα.
Η Μεγάλη Ύφεση θα έπρεπε να είχε διαψεύσει τη θεωρία της ενοχοποίησης των θυμάτων της φτώχειας. Σε διάστημα μόλις λίγων μηνών, εκατομμύρια άνθρωποι περιέπεσαν στις τάξεις των επίσημα φτωχών: Όχι μόνο οι απολυμένοι εργάτες, αλλά επιπλέον, πλεονάζοντες εργαζόμενοι στον τομέα της τεχνολογίας, διευθυντές, δικηγόροι και πάλαι ποτέ εύποροι επαγγελματίες.
Κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τους «νεόπτωχους» Αμερικανούς (“nouveaou poor”) για λάθος επιλογές ή αποτυχημένες αποφάσεις ζωής. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν μορφωμένοι, σκληρά εργαζόμενοι, οι οποίοι πλέον συμπλήρωναν αιτήσεις για δελτία σίτισης, κατέφευγαν σε ξενώνες, σχημάτιζαν ουρές για μία θέση ανειδίκευτου υπαλλήλου στις πωλήσεις.
Η στιγμή ήταν κατάλληλη προκειμένου οι αυθεντίες να παραδεχθούν επιτέλους την πραγματικότητα: η φτώχεια δεν είναι αποτυχία του χαρακτήρα ή απουσία κινήτρου.
Φτώχεια είναι η ανεπάρκεια χρημάτων.
Για τις περισσότερες γυναίκες στη φτώχεια, τόσο σε καλούς όσο και δύσκολους καιρούς, η έλλειψη χρημάτων προκύπτει κυρίως από ανεπαρκείς μισθούς. Η συγγραφέας του άρθρου και του βιβλίου “Nickel and Dimed: On (Not) Getting By in America” (απόδοση: «Απένταρος: η (μη) επιβίωση στην Αμερική»), Barbara Ehrenreich, κατέγραψε στο βιβλίο της τις προσπάθειές της να τα βγάλει πέρα ως εργαζόμενη, αμειβόμενη με τον κατώτατο μισθό σε τρεις πολιτείες της Αμερικής. Κατά τη συγγραφή του βιβλίου, εργάστηκε ως σερβιτόρα, φροντίστρια ηλικιωμένων, καμαριέρα, υπάλληλος ξενοδοχείου, αντιπρόσωπος της Wal-Mart (εταιρία λιανικής πώλησης μεγάλης γκάμας προϊόντων) καθώς και ως καθαρίστρια σε συνεργείο. Ο λόγος για τον οποίον επέλεξε τις συγκεκριμένες δουλειές δεν ήταν οι χαμηλές τους απολαβές: Τις επέλεξε, καθώς αυτές οι θέσεις ανειδίκευτης εργασίας ανατίθενται πιο εύκολα σε γυναίκες.
Η συγγραφέας ανακάλυψε ότι οι δουλειές αυτές αποτελούν με πολλούς τρόπους, παγίδα. Αμείβουν ελάχιστα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η αποταμίευση έστω και λίγων εκατοντάδων δολαρίων που θα βοηθήσουν κατά τη μετάβαση προς μία καλύτερα αμειβόμενη εργασία. Συχνά δεν προσφέρουν έλεγχο στο εργασιακό ωράριο, κάνοντας αδύνατη την εύρεση βοήθειας για τα παιδιά ή την απόκτηση μίας δεύτερης δουλειάς. Επίσης, σε πολλές από τις δουλειές αυτές, ακόμη και νέες γυναίκες αρχίζουν σύντομα να υφίστανται σωματική επιβάρυνση, ειδικά προβλήματα στα γόνατα και την πλάτη, δημιουργώντας έτσι την πιθανότητα ενός επώδυνου τερματισμού του εργασιακού τους βίου.
Προς απογοήτευσή της, η Ehrenreich ανακάλυψε ότι κατά ορισμένο τρόπο, στην πραγματικότητα, η φτώχεια κοστίζει περισσότερο σε σχέση με τη μη φτώχεια.
Αν κάποιος αδυνατεί να πληρώσει την εγγύηση και το ενοίκιο του πρώτου μήνα που είναι αναγκαία ώστε να νοικιάσει ένα διαμέρισμα, τότε ίσως αναγκαστεί να νοικιάσει ένα δωμάτιο σε κάποιο υπερτιμημένο συνοικιακό μοτέλ. Αν αυτό δεν διαθέτει κουζίνα, ψυγείο και φούρνο μικροκυμάτων, τότε θα διαπιστώσει ότι ξοδεύει περισσότερα χρήματα για εύκολο και γρήγορο φαγητό, το οποίο, πέρα από τις θρεπτικές του ελλείψεις, είναι αδικαιολόγητα υπερτιμημένο. Σε περίπτωση που κάποιος χρειαστεί να πάρει δάνειο, όπως τελικά χρειάζονται οι περισσότεροι φτωχοί, θα καταλήξει να πληρώνει πολύ υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με εκείνο που θα χρεωνόταν σε κάποιον ευκατάστατο δανειολήπτη. Το να είναι κάποιος φτωχός-και μάλιστα να έχει να στηρίξει και να φροντίσει παιδιά-είναι μία αέναη ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί.
Οι περισσότεροι εργοδότες στον ιδιωτικό τομέα δεν χορηγούν αναρρωτικές άδειες και πολλοί θ’ απολύσουν έναν εργαζόμενο που απουσιάζει μία μέρα, έστω προκειμένου αυτός να μείνει στο σπίτι με το άρρωστο παιδί του.
Ένα προβληματικό αυτοκίνητο ενδέχεται να συνεπάγεται ένα χαμένο ημερομίσθιο και απρόβλεπτα έξοδα. Ένας χαλασμένος προβολέας μπορεί να τιμωρηθεί με πρόστιμο, ένα πρόστιμο μάλιστα ακριβότερο από έναν καινούργιο προβολέα συν πιθανά δικαστικά έξοδα.
Σε περίπτωση που κάποιος πιστωτής αποφασίσει να γίνει κακός, τότε μπορεί να εκδοθεί δικαστική κλήτευση, οδηγώντας συχνά σε ένταλμα σύλληψης. Κανενός είδους χρηματοοικονομικές γνώσεις δεν είναι ικανές να προϊδεάσουν κάποιον γι’ αυτές τις επείγουσες ανάγκες ή ν’ αναπληρώσουν ένα εισόδημα τόσο χαμηλό που ν’ αποκλείει οποιοδήποτε ξεκίνημα στη ζωή. Η αμερικανική πολιτική κουλτούρα, αντί να συμπεριφέρεται στις χαμηλόμισθες μητέρες ως ηρωίδες που είναι, εξακολουθεί να τις θεωρεί εγκληματίες που διαιωνίζουν τον «κύκλο της φτώχειας».
Αν μη τι άλλο, από την περίοδο της οικονομικής κρίσης, η ενοχοποίηση της φτώχειας έχει αυξηθεί με ολοένα μεγαλύτερο αριθμό πολιτειών να υποβάλουν τους αιτούντες για προσωρινή βοήθεια σε τεστ ναρκωτικών, να επιβάλουν βαριά πρόστιμα για απουσία από το σχολείο και να φυλακίζουν ανθρώπους για χρέη.
Μέτρα της φύσης αυτής συνιστούν βάναυση παραβίαση της αρχής του Τζόνσον που πρέσβευε ότι είναι ευθύνη της κυβέρνησης να εκτείνει μία χείρα βοηθείας προς τους φτωχούς.
Αυτός είναι δυστυχώς ο τρόπος με τον οποίον η πλουσιότερη χώρα του κόσμου καταφέρνει να περισώσει την αυταρέσκειά της ενόψει των ανησυχητικά υψηλών δεικτών της φτώχειας: Εξακολουθώντας να κατηγορεί για τη φτώχεια, όχι την οικονομία, ούτε την ένδεια των κοινωνικών παροχών, αλλά τους ίδιους τους φτωχούς.
Είναι πλέον καιρός ν’ αναζωπυρωθεί η ιδέα περί συλλογικής εθνικής ευθύνης για τους φτωχότερους της κοινωνίας μας, το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων απαρτίζεται δυσανάλογα από γυναίκες και μάλιστα έγχρωμες. Έως ότου αυτό υλοποιηθεί, είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι οι κακοπληρωμένες γυναίκες που καθαρίζουν τα σπίτια και τα γραφεία μας, οι γυναίκες που ετοιμάζουν και σερβίρουν το φαγητό μας, εκείνες που φροντίζουν τους ηλικιωμένους μας, οι γυναίκες αυτές που αμείβονται με μισθούς που δεν επαρκούν για τη διαβίωση, είναι οι πραγματικοί φιλάνθρωποι της αμερικανικής κοινωνίας.
Πηγή: theatlantic.com/
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: pixabay
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ποια ήταν πολύτεκνη αγρότισσα μέσα στο αντίσκηνο που έγινε σύμβολο της φτώχειας στην Αμερική της ύφεσης. Ήταν μόλις 32 ετών, αλλά οι κακουχίες την είχαν λυγίσει
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr