Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει ήδη αποσταθεροποιήσει την ευρωπαϊκή ασφάλεια και την παγκόσμια αγορά ενέργειας. Η αγορά τροφίμων ίσως να είναι η επόμενη.
Δεκάδες χώρες στη Μέση Ανατολή, τη Νότια Ασία και τη Βόρεια Αφρική που ήδη υποφέρουν από επισιτιστική ανασφάλεια βασίζονται στις άφθονες προμήθειες της Ρωσίας και της Ουκρανίας σε σιτάρι, καλαμπόκι και φυτικό λάδι και οι ειδικοί λένε ότι η σύγκρουση θα μπορούσε να αυξήσει τις τιμές των τροφίμων και συνεπακόλουθα και την παγκόσμια πείνα.
«Τα ποσοστά πείνας αυξάνονται σημαντικά παγκοσμίως και ένας από τους μεγαλύτερους μοχλούς της πείνας είναι οι ανθρωπογενείς συγκρούσεις», δήλωσε στο Vox ο Steve Taravella, ανώτερος εκπρόσωπος στο Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) των Ηνωμένων Εθνών.
Ακόμη και πριν από τη σύγκρουση, οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων ήταν ήδη στο υψηλότερο σημείο τους από το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ιστορίας, χάρη στις ασταθείς κλιματικές συνθήκες όπως η ξηρασία και οι υπερβολικά έντονες βροχοπτώσεις, καθώς και την ευρεία διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας εξαιτίας της πανδημίας. Με 855 εκατομμύρια ανθρώπους να υποφέρουν ήδη από επισιτιστική ανασφάλεια, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έρχεται σε μια δύσκολη στιγμή για την παγκόσμια πείνα. Η διαταραχή στην παραγωγή τροφίμων θέτει επίσης τους Ουκρανούς -εκατοντάδες χιλιάδες εκ των οποίων έχουν ήδη εκτοπιστεί- σε υψηλότερο κίνδυνο πείνας, γεγονός που υπογραμμίζει την ισχυρή σύνδεση μεταξύ των συγκρούσεων και της επισιτιστικής ανασφάλειας.
Το τι θα συμβεί στη συνέχεια εξαρτάται από την πρόοδο του πολέμου και τις οικονομικές κυρώσεις που θα επιβληθούν κατά της Ρωσίας, και οι ειδικοί προειδοποιούν να μην προβαίνουμε σε προβλέψεις για το πώς ακριβώς η σύγκρουση θα επηρεάσει τις παγκόσμιες τιμές και προμήθειες τροφίμων. Όμως, δεδομένου του τεράστιου ρόλου της Ρωσίας και της Ουκρανίας στην παροχή τροφής στον κόσμο -ιδιαίτερα του σιταριού- η αστάθεια στην παραγωγή και τις εξαγωγές τροφίμων της περιοχής θα μπορούσε να έχει συνέπειες που δεν θα αφορούν αποκλειστικά τις εμπλεκόμενες στη σύγκρουση περιοχές.
Όταν τα αγροκτήματα γίνονται πεδίο μάχης
Για να κατανοήσουμε πόσο σημαντικοί είναι οι αγρότες της Ουκρανίας και της Ρωσίας για τον υπόλοιπο κόσμο, πρέπει να αποκτήσουμε μία αίσθηση του μεγέθους των εξαγωγών τους.
Ουκρανία και Ρωσία είναι οι κορυφαίοι εξαγωγείς σημαντικών δημητριακών και φυτικών ελαίων. Στις δύο χώρες μαζί αντιστοιχεί η πλειοψηφία των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιέλαιου, και πάνω από το ένα τέταρτο της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού, με τη Ρωσία να είναι η ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο.
Οι τιμές του σιταριού και του καλαμποκιού ήταν σε άνοδο και πριν από τον πόλεμο. Όμως στις 24 Φεβρουαρίου, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του σιταριού έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους από το 2008. (Έχουν πέσει από τότε – ένα μερικό σημάδι του πόση αστάθεια μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων)
Όπως βλέπουμε στο γράφημα, Ουκρανία και Ρωσία είναι οι κορυφαίοι εξαγωγείς σημαντικών δημητριακών και φυτικών ελαίων. Στις δύο χώρες μαζί αντιστοιχεί η πλειοψηφία των παγκόσμιων εξαγωγών ηλιέλαιου, και πάνω από το ένα τέταρτο της παγκόσμιας παραγωγής σιταριού, με τη Ρωσία να είναι η ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο.
Οι τιμές του σιταριού και του καλαμποκιού ήταν σε άνοδο και πριν από τον πόλεμο. Όμως στις 24 Φεβρουαρίου, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του σιταριού έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδό τους από το 2008. (Έχουν πέσει από τότε – ένα μερικό σημάδι του πόση αστάθεια μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων).
Οι περιοχές που αναμένεται να πληγούν περισσότερο
Η Ουκρανία και η Ρωσία είναι σημαντικοί προμηθευτές τροφίμων για χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, στις οποίες δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν ήδη επισιτιστική ανασφάλεια. Οι τιμές αυξάνονται περαιτέρω λόγω της σύγκρουσης και περισσότερες αυξήσεις καθώς συνεχίζεται ο πόλεμος θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγαλύτερη διατροφική αστάθεια και πείνα — όχι μόνο στην Ουκρανία, αλλά σε όλο τον κόσμο.
Η Αίγυπτος και η Τουρκία βασίζονται στις συνδυασμένες εισαγωγές Ρωσίας/Ουκρανίας για το 70% του σιταριού τους, ενώ το 95% των εξαγωγών σιταριού της Ουκρανίας κατευθυνόταν στην Ασία (συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής) ή στην Αφρική το 2020. Στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, η Υεμένη, η Λιβύη και ο Λίβανος βασίζονται στην Ουκρανία για ένα υψηλό ποσοστό της προμήθειας σιταριού τους, ενώ η Αίγυπτος εισάγει περισσότερο από το μισό σιτάρι της είτε από τη Ρωσία είτε από την Ουκρανία. Χώρες στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία, όπως η Ινδονησία και το Μπαγκλαντές, εξαρτώνται επίσης σε μεγάλο βαθμό από το σιτάρι της περιοχής. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ουκρανικού σίτου το 2020 ήταν η Αίγυπτος, η Τουρκία, το Μπαγκλαντές, η Ινδονησία και το Πακιστάν, ενώ η Ρωσία είναι η πηγή μεγάλου ποσοστού σίτου για πολλές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, συμπεριλαμβανομένης της Νιγηρίας και του Σουδάν.
Οι διαταραχές σε αυτές τις εξαγωγές πιθανότατα θα αυξήσουν την επισιτιστική ανασφάλεια που έχουν ήδη βιώσει αυτές οι χώρες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμο Τροφίμων, σχεδόν το ήμισυ των 30 εκατομμυρίων ανθρώπων της Υεμένης δεν έχουν επαρκή τροφή. Στο Μπαγκλαντές, 29 εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν ανεπαρκή τροφή και πάνω από το 30% των παιδιών κάτω των 5 ετών υποσιτίζονται χρόνια. Σε Ινδονησία και Αίγυπτο, σιτίζονται ανεπαρκώς 26 εκατομμύρια και 10 εκατομμύρια άνθρωποι αντίστοιχα, ενώ πάνω από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Νιγηρίας – 55 εκατομμύρια άνθρωποι, περισσότεροι από ολόκληρο τον πληθυσμό της Ουκρανίας – υποσιτίζονται.
Ο Λίβανος, του οποίου οι αποθήκες σιταριού καταστράφηκαν πριν από δύο χρόνια μετά την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, και που βασίζεται στην Ουκρανία για περισσότερο από το μισό σιτάρι του, αναζητά ήδη εναλλακτικές συμφωνίες εισαγωγής, αλλά η πείνα μπορεί να αυξηθεί οπουδήποτε μια κυβέρνηση δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά να υποκαταστήσει το σιτάρι που προμηθευόταν μέχρι τώρα από την Ουκρανία.
Ακριβότερα λιπάσματα, ακριβότερα τρόφιμα
Η Ρωσία είναι επίσης ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λιπασμάτων στον κόσμο και οι αυξήσεις των τιμών των λιπασμάτων πριν από τη σύγκρουση, σύμφωνα με τη Shirley Mustafa, οικονομολόγο στον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), έχουν ήδη συμβάλει στην άνοδο των τιμών των τροφίμων. Περαιτέρω διακοπή της παραγωγής ή των εξαγωγών λιπασμάτων θα έβλαπτε τη γεωργία στην Ευρώπη, συμβάλλοντας ενδεχομένως σε ακόμη υψηλότερες τιμές των τροφίμων σε όλο τον κόσμο.
Η ουκρανική γεωργία είναι πιο πιθανό να επηρεαστεί από την σύγκρουση από τη Ρωσία, καθώς οι αγρότες απομακρύνονται από τα αγροκτήματα τους, ενώ το κλείσιμο των λιμανιών περιορίζει ήδη τις εξαγωγές. «Σε δύο με τρεις εβδομάδες οι αγρότες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν την περίοδο φύτευσης στην Ουκρανία», ανέφερε ο Iurii Mykhailov, κάτοικος του Κιέβου, στο Successful Farming. «Αλλά η ρωσική εισβολή άλλαξε τα πάντα. Λόγω των στρατιωτικών εχθροπραξιών θα υπάρξουν μεγάλες ελλείψεις σε καύσιμα και λιπάσματα. Σίγουρα θα υπάρχει έλλειψη δανείων. Μπορεί ακόμη και να υπάρχει έλλειψη χειριστών μηχανών λόγω στρατιωτικών απωλειών κ.λπ.».
Οι Ρώσοι αγρότες μπορεί να μην επηρεάζονται άμεσα από τις συγκρούσεις, αλλά οι εξαγωγές της χώρας θα μπορούσαν να επηρεαστούν με άλλους τρόπους. Σύμφωνα με τον Alex Smith, αναλυτή τροφίμων και γεωργίας στην περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψης Breakthrough Institute, o κίνδυνος δεν είναι τόσο μήπως οι κυρώσεις σταματήσουν τις εξαγωγές σιταριού από τη Ρωσία. «Η πραγματική ανησυχία για μένα είναι στην πραγματικότητα εάν η Ρωσία θα επιλέξει να σταματήσει η ίδια τις εξαγωγές σε περίπτωση κυρώσεων ή εάν η σύγκρουση οδηγήσει σε οικονομιή δυσχέρεια τον ρωσικό πληθυσμό, οπότε ο Πούτιν θα μπορούσε απλώς να πει ότι θα περιορίσει τις εξαγωγές όσο μπορεί για να κρατήσει χαμηλές τις τιμές των τροφίμων στη Ρωσία».
Αυτό δεν θα ήταν πρωτοφανές. Μετά την έναρξη της πανδημίας Covid-19 το 2020, η Ρωσία διέκοψε προσωρινά τις εξαγωγές σιτηρών για μερικούς μήνες, όπως είχε κάνει για σχεδόν έναν χρόνο και το 2010 μετά από μια σειρά ξηρασιών και πυρκαγιών. Αυτή η απόφαση αύξησε τις τιμές σε όλον τον κόσμο — και όχι μόνο μεταξύ των εισαγωγέων σιτηρών από τη Ρωσία.
Πώς ο πόλεμος ανεβάζει την τιμή του ψωμιού
«Θα υπάρξει μεγάλος αντίκτυπος στις τιμές του σιταριού και τις τιμές του ψωμιού για τους απλούς ανθρώπους», δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου Νγκόζι Οκόντζο-Ιουεάλα.
Οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων αυξάνονται σχεδόν συνεχώς από τον Ιούνιο του 2020, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Τροφίμων του FAO, ο οποίος μετρά τις μηνιαίες αλλαγές στις διεθνείς τιμές ενός καλαθιού τροφίμων. Ο Δείκτης αυτός είναι πλέον ο υψηλότερος από το 1974.
Η άνοδος οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των καιρικών ανωμαλιών που δημιουργήθηκαν από την κλιματική αλλαγή, που οδήγησαν σε πολύ λίγο νερό σε μέρη όπως η Νότια Αμερική και πάρα πολύ στη Νοτιοανατολική Ασία. Στον τομέα του σιταριού, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, δύο ζωτικής σημασίας παραγωγοί, επλήγησαν επίσης από την ξηρασία. Ο Covid-19 συνέχισε επίσης να είναι ένας παράγοντας τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης.
Οι συρράξεις ήταν ιστορικά η κινητήρια δύναμη των αυξήσεων των τιμών των τροφίμων. Οι ερευνητές ανέφεραν σε μια μελέτη που εξέτασε 113 αφρικανικές αγορές μεταξύ 1997-2010 ότι «υπάρχει ανατροφοδότηση μεταξύ της τιμής των τροφίμων και της πολιτικής βίας: οι υψηλότερες τιμές των τροφίμων αυξάνουν τις συγκρούσεις εντός των αγορών και οι συγκρούσεις αυξάνουν τις τιμές των τροφίμων». Άλλοι ερευνητές έχουν δείξει ότι η αύξηση της επισιτιστικής ανασφάλειας που ξεκίνησε το 2014 στην υποσαχάρια Αφρική αποδόθηκε σε βίαιες συγκρούσεις, οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά σε σύγκριση με την ξηρασία από το 2009-2018. Υπάρχει επίσης ένας κύκλος ανατροφοδότησης: Οι αυξήσεις των τιμών των τροφίμων λόγω του πολέμου συμβάλλουν σε περαιτέρω συγκρούσεις ακόμη και σε μέρη που δεν συμμετείχαν εξαρχής στον πόλεμο.
Ένας πιο πεινασμένος κόσμος είναι λιγότερο σταθερός
Στο χειρότερο σενάριο, η διατάραξη των τιμών των αγαθών θα μπορούσε να συμβάλει και σε ταραχές πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας, σε χώρες που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στους αγρότες της για σιτηρά. Οι ερευνητές Jasmien de Winne και Gert Peersman διαπίστωσαν ότι οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων λόγω προβλημάτων στη συγκομιδή στις χώρες από τις οποίες τα προμηθεύονται, εντείνουν τη βία στις αφρικανικές χώρες.
«Αν και το μεγαλύτερο μέρος της βίας πιθανότατα δεν προκαλείται από τις υψηλότερες τιμών των τροφίμων, αλλά προκαλείται από ευρύτερες οικονομικές συνθήκες ή πολιτικές αντιδράσεις», γράφουν οι ερευνητές, «αυτές οι εισοδηματικές κρίσεις μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για την εμπλοκή σε βίαια γεγονότα».
Τόσο ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), όσο και το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα (WFP) των Ηνωμένων Εθνών παρακολουθούν την κατάσταση, χωρίς όμως, λόγω της αβεβαιότητάς της, να μπορούν να κάνουν προβλέψεις για τη συγκεκριμένη κρίση.
Πηγή : Ertnews.gr
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr