Οι Έλληνες καλλιτέχνες συμμετείχαν από την αρχή στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, χρησιμοποιώντας όχι μόνο τα όπλα και τα σώματά τους, αλλά και την ίδια την τέχνη τους με κάθε νόμιμο και παράνομο τρόπο που διέθεταν. “Δεν ήταν δυνατό αυτή την εποχή να ζωγραφίζουμε άνθη” είχε δηλώσει ο χαράκτης Α. Τάσσος.
Όλοι οι καλλιτέχνες, οι ζωγράφοι, οι γλύπτες και οι χαράκτες ασχολήθηκαν στα έργα τους με τον πόλεμο και τον κατοχικό ζυγό. Υπήρξαν, όμως, τρεις ζωγράφοι, οι οποίοι έζησαν τον πόλεμο του 1940 από πολύ κοντά και τα πολεμικά θέματά τους αποτέλεσαν πολύτιμες ζωγραφικές μαρτυρίες. Πρόκειται για τους Γεώργιο Προκοπίου, Ουμβέρτο Αργυρό και Αλέξανδρο Αλεξανδράκη.
Γεώργιος Προκοπίου. Από την Μικρασιατική Καταστροφή στο Έπος του 1940
Ο Γεώργιος Προκοπίου ήταν ο μόνος από τους Έλληνες “πολεμικούς” ζωγράφους, ο οποίος ακολούθησε τα ελληνικά στρατεύματα στη Μικρά Ασία. Γι’ αυτό και δίκαια θεωρείται ο κατεξοχήν ζωγράφος του Μικρασιατικού Μετώπου. Η εμπειρία του πολέμου, της συνύπαρξης με τους στρατιώτες, οι ηρωικές στιγμές αλλά και η απελπισία της αποτυχίας, οι κακουχίες, ο θάνατος αλλά και η χαρά της νίκης, σφράγισαν ανεξίτηλα το νου και την ψυχή του.
Επομένως, το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, μετά την άρνηση της Ελλάδας να δεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο, ο Προκοπίου, αν και 70 χρονών, θέλησε να ακολουθήσει τα ελληνικά στρατεύματα. Για να του επιτραπεί να μεταβεί στο Μέτωπο, δεν δίστασε ακόμη και να απευθυνθεί στον πρωθυπουργό, ζητώντας την άδεια να βρεθεί στις επάλξεις. Αν και σοβαρά άρρωστος, μετέβη στο Μέτωπο. Μετά τα Ιωάννινα και το Αργυρόκαστρο συνάντησε τα στρατεύματα.
Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν σε θέση να υπομείνει τις κακουχίες του πολέμου. Κατά την προσπάθειά του να βρει χώρο νοσηλείας, ώστε να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Μέτωπο, πέθανε μέσα σε ένα αυτοκίνητο κοντά στο Τεπελένι, το 1940. Τα πολυάριθμα σχέδια και οι πίνακες που φιλοτέχνησε στα Αλβανικά βουνά, τα έργα για τα οποία ουσιαστικά θυσίασε τη ζωή του, λεηλατήθηκαν κατά την επιστροφή της σορού του στην οικογένειά του.
Τα χαρακτηριστικά της τέχνης του Προκοπίου ήταν η αγάπη του για την ακρίβεια του σχεδίου και η αρμονική, μελετημένη σύνθεση. Σχεδίαζε κάθε συστατικό στοιχείο των συνθέσεών του με ακρίβεια και επιμέλεια. Το χρώμα συνέβαλε συνήθως στην απόδοση της μουντής και απειλητικής πολεμικής εικόνας. Η ρομαντική διάθεση του Προκοπίου τον απέτρεψε από το να απεικονίζει τη φρίκη του πολέμου. Ενδιαφερόταν κυρίως για τις μεγάλες μάχες και τις ηρωικές στιγμές.
Ουμβέρτος Αργυρός. Στους πίνακές του δεν υπάρχει ούτε μία σταγόνα αίμα
Ο Ουμβέρτος Αργυρός επιλέχθηκε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, σε ηλικία περίπου 60 ετών, να ακολουθήσει τα ελληνικά στρατεύματα και να απαθανατίσει τα τεκταινόμενα στο Μέτωπο. Δεινός χρήστης του χρωστήρα, αντιπαρέβαλλε με δεξιοτεχνία τον κυανόλευκο ορίζοντα με τις χακί-καφέ στολές των στρατιωτών και συνδύαζε τα χρώματα της ανατολής του ήλιου με το χιονισμένο τοπίο.
Χωρίς ιδιαίτερες συναισθηματικές εξάρσεις, κατάφερε να μεταδίδει τη συγκίνηση και τη σπουδαιότητα των καθημερινων στιγμών στο Αλβανικό Μέτωπο. Ο Αργυρός απαθανάτισε όλες τις δύσκολες στιγμές του πολέμου, ενώ απεικόνισε και πορείες αρμάτων, ανεφοδιασμούς, βομβαρδισμένες περιοχές, μεταφορές τραυματιών. Ωστόσο, λείπει από τα έργα του ο επικός χαρακτήρας και η δραματικότητα.
Απέφυγε να παρουσιάσει τις μάχες. Στους πίνακές του δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα αίμα. Πολλές φορές τον απορρόφησε τόσο το τοπίο των περιοχών από τις οποίες πέρασε ακολουθώντας το στράτευμα, ώστε αφοσιώθηκε συνθετικά σε αυτές χρησιμοποιώντας τις ανθρώπινες μορφές μόνο ως διακοσμητικά στοιχεία.
Αλέξανδρος Αλεξανδράκης. Ο στρατιώτης ζωγράφος
Το 1940, ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης κατατάχθηκε στον Στρατό ως δεκανέας πυροβολητής σε σύνταγμα του Πεζικού και στάλθηκε στο Μέτωπο, στην πρώτη γραμμή. Η εμπειρία το πολέμου σφράγισε τη ζωή και το καλλιτεχνικό του έργο, καθώς οι εικόνες των συμπολεμιστών του, των μαχών στις οποίες συμμετείχε και των κακουχιών επανέρχονται συχνά στη μνήμη και στους καμβάδες του.
Ο Αλεξανδράκης υπήρξε ο νεότερος, από τους προηγούμενους δύο ζωγράφους, που έζησε τη μάχη από την πρώτη γραμμή. Ήταν ένας από τους στρατιώτες, δεν τους ακολούθησε απλώς, έζησε την αγωνία και ένιωσε τη μυρωδιά του θανάτου. Ως δεκανέας στο Μέτωπο, με τα υλικά που είχε μαζί του, κρατούσε ζωγραφικές σημειώσεις όλων όσων τον περιέβαλλαν και των εκεί βιωμάτων του.
Γρήγορο, οξύ και εύστοχο, το σχέδιο του Αλεξανδράκη αποτελεί την ραχοκοκκαλιά των συνθέσεών του, αλλά και δημιούργημα που μπορεί να σταθεί αυτόνομο. Πολλά από τα σχέδιά του είναι τόσο άμεσα και αληθινά, ώστε αποτελούν μια αποτύπωση στο χαρτί των συναισθημάτων της στιγμής ή ακόμη κινήσεων και γεγονότων που συνέλαβε στιγμιαία το μάτι του ζωγράφου.
Καθημερινές σκηνές πολέμου, η ώρα της μάχης, ο πόνος, η πάλη με τα καιρικά φαινόμενα, το υψηλό φρόνημα των στρατιωτών, το κουράγιο τους, η υποστήριξη από τους αμάχους. Το έργο του αποτέλεσε μια συγκλονιστική εικαστική μαρτυρία του Ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά και μια ειλικρινή καταγραφή των προσωπικών του συναισθημάτων.
Το 1968 εκδόθηκε το βιβλίο του “Έτσι πολεμούσαμε το 1940-41” με 80 σχέδια και 22 ζωγραφικούς πίνακες από το Μέτωπο. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς απεβίωσε και μετά τον θάνατό του βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το συγκεκριμένο λεύκωμα.
Αρχική φωτογραφία: Έλληνες στρατιώτες εφορμούν κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940), πίνακας του Αλέξανδρου Αλεξανδράκη
Από το βιβλίο “Άγνωστες πτυχές του Ελληνοϊταλικού πολέμου”, Εκδόσεις Περισκόπιο. Το παρόν κείμενο είναι της Υποψήφιας Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης, Ελένης Μάργαρη
Διαβάστε ακόμα στη “ΜτΧ”: «Θα σας δούμε πάλι μετά από 2 εβδομάδες». Με αυτή τη φράση αποχαιρετούσαν οι Ιταλοί τις οικογένειες τους πριν τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Γιατί οι Ιταλοί θεωρούσαν τους Έλληνες μη αξιόμαχους και εύκολη λεία
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr