17 Αυγούστου 1944. Μηχανοκίνητα και πεζοπόρα τμήματα της Βέρμαχτ, πεντακόσιοι βαριά οπλισμένοι Ναζί και 2.000 Έλληνες ταγματασφαλίτες εισέβαλαν στη Νίκαια.
Στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, εκατοντάδες Κοκκινιώτες εκτελέστηκαν ενώ περίπου οκτώ χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν, άλλοι στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και άλλοι στα ναζιστικά στρατόπεδα για καταναγκαστική εργασία.
Οι 131 από αυτούς, ηλικίας 20 χρονών, μεταφέρθηκαν στη γερμανική πόλη Άουερμπαχ, για να εργαστούν στο εργοστάσιο πυρομαχικών “Χάιμαν”. Το ταξίδι διήρκεσε 17 ημέρες.
“Το πηγάδι της κόλασης”
Ο Γιάννης Ρίμπας ήταν ένας από τους ομήρους και ένας από τους 13 ανθρώπους που επέζησαν από το “πηγάδι της κόλασης”, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν το εργοστάσιο οι κρατούμενοι.
Στο ρεπορτάζ του Στέφανου Κρίκκη, στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” (23 Οκτωβρίου 1995), ο κ. Ρίμπας, περιέγραψε πως ταξίδευαν για παραπάνω από δύο εβδομάδες “στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς τίποτα”. Ο Τριαντάφυλλος Ρουμελιώτης, ένας ακόμα επιζών του στρατοπέδου, πρόσθεσε,
“Δεν ξέραμε που μας πήγαιναν, ούτε τι θα συναντούσαμε εκεί. Νομίζαμε ότι θα εργαζόμασταν σε βιομηχανία παρασκευής μαρμελάδων ή σοκολάτας.
Με τέτοια πείνα που είχαμε, τέτοια όνειρα βλέπαμε”.
Μόλις έφτασαν στο Άουερμπαχ, έπιασαν δουλειά.
Ο Βίκτωρ Σκουράλας, ένας από τους 13 επιζώντες, περιέγραψε,
“Σκάβαμε στο χώμα και κουβαλούσαμε πέτρες. Τρώγαμε μια κουταλιά σούπα την ημέρα και φλούδες από πατάτες.
Για παπούτσια είχαμε χαρτοσακούλες και το κρύο έφτανε τους 10 βαθμούς υπό το μηδέν”.
Τον Μάρτιο του 1945, οι συμμαχικές δυνάμεις πέρασαν τον ποταμό Ρήνο και προέλασαν στην καρδιά της Γερμανίας.
“Οι βόμβες έσκαγαν δίπλα μας και η απελευθέρωση είχε αρχίσει”, εξήγησε ο Ιωακείμ Σταμπουλίδης. Όλοι οι κρατούμενοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν.
“Εγώ με τον αδερφό μου το σκάσαμε το βράδυ, την ώρα που αξιωματικοί των Ες-Ες (SS) μας οδηγούσαν σε ένα αεροδρόμιο, όπου θα συναντούσαμε άλλους αιχμαλώτους από διάφορες χώρες. Με τον ίδιο τρόπο έφυγαν και άλλοι σύντροφοί μου και με κάθε μέσο γύρισε ο καθένας στην πατρίδα”, είπε ο Κωνσταντίνος Στεφανίδης.
Ο μαθητής που έφερε στο φως την υπόθεση
Για αρκετά χρόνια, η μαρτυρική ιστορία των Ελλήνων επιζώντων παρέμενε άγνωστη. Οι μόνοι που γνώριζαν την τύχη αυτών των ανθρώπων ήταν οι οικογένειές τους. Μέχρι το 1989, όταν ένας μαθητής, κατά την επίσκεψή του στο δάσος του Άουερμπαχ, είδε τυχαία έναν μεγάλο σταυρό με χαραγμένα γράμματα.
Ήταν ένας ομαδικός τάφος εργατών από το στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της πόλης, όπου θάφτηκαν τα λείψανα όσων κατάφεραν να βρεθούν.
Το 1992, ο δήμαρχος του Μπένσχαϊμ, της πόλης όπου υπάγεται το Άουερμπαχ, αποφάσισε να προχωρήσει στην ανέγερση ενός μνημείου στον ομαδικό τάφο, προς τιμή των Ελλήνων εργατών. Την ημέρα της τελετής κάλεσε τους Έλληνες, που επέζησαν από το κάτεργο των πυρομαχικών, να παραστούν.
Ο κ. Νίκος Μανιάτης, κοινωνιολόγος και μόνιμος κάτοικος Φρανκφούρτης, περιέγραψε στην εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”,
“Απέστειλα σε ελληνικές εφημερίδες ένα μικρό κείμενο, όπου μιλούσα για το συγκεκριμένο γεγονός και παρακολούσα όσους είχαν επιζήσει από τότε να επικοινωνήσουν μαζί μου”.
Τελικά, χάρη στην επίμονη προσπάθειά του, 13 άνθρωποι που επέζησαν αρχικά από το Μπλόκο της Κοκκινιάς και ύστερα από το στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, κατάφεραν να ξανασμίξουν. Όταν συναντήθηκαν στη Γερμανία, μπροστά από το μνημείο για τα “νεκρά αδέρφια” τους, ήταν σίγουροι πως “υπάρχουν κι άλλοι σύντροφοι που ζουν στην επαρχία και δεν έχουν μάθει τίποτα”.
Η επιγραφή του μνημείου αναφέρει,
“Πέθαναν από εξάντληση λόγω ελλιπούς διατροφής, ένδυσης και ανυπαρξίας φαρμάκων. Από σκληρές συνθήκες εργασίας και την προσβλητική για τον άνθρωπο συμπεριφορά των Γερμανών φυλάκων”.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr