Την περίοδο 2006-2007, εκτυλίχθηκε η πιο σφοδρή αντιπαράθεση γύρω από σχολικό βιβλίο, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Αφορούσε το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού.
Το χρονικό και οι κατηγορίες
Το εγχειρίδιο γράφτηκε από μία τετραμελή επιτροπή ιστορικών, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας του ΑΠΘ, Μαρία Ρεπούση. Ήταν μέρος ενός συνολικού προγράμματος της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη για την ανανέωση των σχολικών βιβλίων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Εγκρίθηκε το Μάρτιο του 2005, όταν τη διακυβέρνηση της χώρας είχε αναλάβει η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή και διανεμήθηκε στα σχολεία τον Σεπτέμβριο του 2006, όταν υπουργός Παιδείας ήταν η Μαριέττα Γιαννάκου.
Συγκέντρωσε αμέσως τα “πυρά” του Τύπου, του μεγαλύτερου μέρους των κοινοβουλευτικών κομμάτων (ΝΔ, ΛΑΟΣ, πλειονότητα ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ) και της Εκκλησίας.
Οι αντιδράσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στη φράση της 100ης σελίδας: “Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι [της Σμύρνης], προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα“.
Ο όρος “συνωστισμός“, η αφαίρεση του αίματος και της οδύνης των Ελλήνων στην προκυμαία της Σμύρνης κατά τη μικρασιατική καταστροφή, θεωρήθηκε ότι παρουσίαζε άνευρα τον ξεριζωμό και απέκρυπτε τα εγκλήματα των Τούρκων σε βάρος του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Επίσης, το βιβλίο λοιδορήθηκε ότι δεν καλλιεργούσε επαρκώς την εθνική συνείδηση των μαθητών, γιατί, σύμφωνα με τους πολέμιούς του, αποχρωμάτιζε “τις ένδοξες σελίδες και τα τραύματα του έθνους” και “υποβάθμιζε τη συμβολή της Εκκλησίας στην Εθνική Παλιγγενεσία“.
Οι ήπιες κριτικές έκαναν λόγο για “άνευρη” και “επιλεκτική παράθεση γεγονότων” και οι βαριές για “εθνοπροδότες και συμμορίτες συγγραφείς” που “υπηρετούσαν τα αμερικανικά συμφέροντα για άμβλυνση των εντάσεων Ελλάδας – Τουρκίας“.
“Στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Μάιο του 2008 δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, περιοδικά και ιστοσελίδες τουλάχιστον 900 κείμενα. Ήταν μία από τις πιο έντονες και παρατεταμένες διαμάχες που γνώρισε η Ελλάδα για τα ζητήματα εκπαίδευσης“, αναφέρει ο καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Χάρης Αθανασιάδης.
Τα τηλεπαράθυρα, οι συλλογές υπογραφών και το κάψιμο από τη Χρυσή Αυγή
Αμέσως μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, εμφανίστηκαν σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές βουλευτές, για να στηλιτεύσουν το “βιβλίο Ρεπούση” και εκπαιδευτικοί, για να δηλώσουν ότι δεν θα το διδάξουν στους μαθητές τους. Έγιναν συγκεντρώσεις και συλλέχθηκαν δεκάδες χιλιάδες υπογραφές σε διαδικτυακή ιστοσελίδα, με αίτημα τον εξοβελισμό του βιβλίου.
Ανάμεσα στους επικριτές του εγχειριδίου ήταν ο θεολόγος και αργότερα πρόεδρος του κόμματος “ΝΙΚΗ“, Δημήτρης Νατσιός, ο οποίος διατεινόταν: “Δεν πίστευα αυτά που έβλεπα. Το βιβλίο ήταν ολική αποδόμηση της ιστορίας μας. Φωνάζαμε “Νενικήκαμεν”, όταν αποσύρθηκε. Ειλικρινά νιώσαμε πάρα πολύ μεγάλη χαρά“.
Θέση για το βιβλίο της Ιστορίας πήρε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος. Έξι χρόνια αφότου ξεσήκωσε τους Έλληνες για τις νέες ταυτότητες, προσπάθησε να πάρει ξανά με το μέρος του την κοινή γνώμη, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο “δεν κάνει καμία αναφορά στο ρόλο της Εκκλησίας στην Επανάσταση του 1821“, ούτε στην Αγία Λαύρα και σε μορφές, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Κολοκοτρώνης και ο Παπαφλέσσας.
Εναντίον του “βιβλίου Ρεπούση” τάχθηκαν σωματεία και ενώσεις Ποντίων και Μικρασιατών, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι η καθηγήτρια του ΑΠΘ “προσέβαλε τη μνήμη των προγόνων τους“. Η Ακαδημία των Αθηνών εξέδωσε πόρισμα, με το οποίο αποφάνθηκε ότι το βιβλίο είχε πολλά και σοβαρά λάθη και παραλείψεις, δεν συμβάδιζε με τους στόχους των Προγραμμάτων Σπουδών και “δεν συνέβαλε στη ενίσχυση της εθνικής μνήμης και της ελληνικής αυτογνωσίας“.
Το αποκορύφωμα των αντιδράσεων ήρθε κατά τη μαθητική παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2007, όταν μέλη της Χρυσής Αυγής πήραν ένα αντίτυπο, του έβαλαν φωτιά και το πέταξαν στην άσφαλτο μαζί με τρικάκια.
Οι θετικές απόψεις και η στάση Γιαννάκου
Σύμφωνα με τον Χάρη Αθανασιάδη, “ακόμη και αν πράγματι όλες οι κατηγορίες βρίσκουν ερείσματα στο περιεχόμενο του εγχειριδίου, δύσκολα εξηγούνται η έκταση και η ένταση της πολεμικής” που δέχθηκε, την ίδια στιγμή που “οι παιδαγωγικές καινοτομίες του ελάχιστα συζητήθηκαν“.
Θετικές γνώμες για το “βιβλίο Ρεπούση” είχαν εκφράσει διάφοροι καθηγητές ιστορίας, όπως ο Βασίλης Κρεμμυδάς και ο Αντώνης Λιάκος. Αρκετοί υπογράμμισαν ότι η πατρότητα της λέξης “συνωστισμός” δεν ανήκε στην ομάδα της Μαρίας Ρεπούση, αλλά ήταν αυτούσια μεταφορά από το βιβλίο “Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770-1990” του Άγγλου ιστορικού, Ρίτσαρντ Κλογκ.
Σε δημοσίευμα της εφημερίδας “Τα Νέα” το Φεβρουάριο του 2006, δηλαδή επτά μήνες πριν δοθεί σε μαθητές και δασκάλους, το βιβλίο Ιστορίας παρουσιάστηκε με αρκετά θετικό τρόπο.
“Καινοτομεί το νέο σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Απομακρύνεται από τον εθνοκεντρισμό, αναφέρεται στον Εμφύλιο και το Κυπριακό και αποκαθιστά τον ιστορικό ρόλο των γυναικών. Το νέο έργο τολμά να αγγίξει αποσιωπημένα θέματα, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μαθητές έχουν διαφορετικές μνήμες.
Η “Ιστορία στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια” δεν μοιάζει με προηγούμενα σχολικά εγχειρίδια ούτε στο περιεχόμενο ούτε στη μεθοδολογία. Οι μαθητές δεν καλούνται να παπαγαλίσουν ένα κείμενο, αλλά να κατανοήσουν και να δουλέψουν με ιστορικές πηγές“, ανέφερε, μεταξύ άλλων, το δημοσίευμα.
Παρά τις πιέσεις που δέχθηκε, η Μαριέττα Γιαννάκου δεν διέταξε την απόσυρση του βιβλίου. Παρέπεμψε το ζήτημα στην Ακαδημία των Αθηνών και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και επέμεινε στη μετριοπαθή θέση ότι έπρεπε να γίνουν διορθώσεις. “Γράφτηκε από επιστήμονες, θα κριθεί από επιστήμονες“, είχε δηλώσει το Μάρτιο του 2007.
Η απόσυρση του βιβλίου
Η αναθεωρημένη β’ έκδοση του εγχειριδίου κατατέθηκε στα μέσα Μαΐου 2007. Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο εξέφρασε επιφυλάξεις σε επιμέρους ζητήματα και η συγγραφική ομάδα υπέβαλε την τελική εκδοχή του αναθεωρημένου εγχειριδίου στις αρχές Ιουνίου.
Η σχολική χρονιά 2007-2008 ξεκίνησε λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου. Το διορθωμένο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού δεν μοιράστηκε στα σχολεία. Η Μαριέττα Γιαννάκου δεν επανεξελέγη και τη θέση της στο υπουργείο Παιδείας πήρε ο Ευριπίδης Στυλιανίδης.
Στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο νέος υπουργός Παιδείας, στις 25 Σεπτεμβρίου 2007, είπε:
“Με αφορμή τις σημαντικές επιφυλάξεις για την καταλληλότητα του περιεχομένου του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, αποφασίστηκε η απόσυρσή του και η προσωρινή αντικατάστασή του από το βιβλίο που διδάσκονταν τα προηγούμενα χρόνια“. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε γραφτεί το 1989.
Σε τηλεοπτική συνέντευξη, η Μαρία Ρεπούση υποστήριξε ότι, μετά την κυκλοφορία του επίμαχου βιβλίου, δεχόταν απειλές για τη ζωή της. Υποστήριξε ότι περίμενε πως θα ξεσπούσαν αντιδράσεις, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό και έκανε την ακόλουθη αυτοκριτική:
“Φυσικά και δεν θα ξαναέβαζα τη λέξη “συνωστισμός”. Είπα από την αρχή ότι ήταν μια άστοχη έκφραση και θα διορθωθεί αμέσως. Ξαναδιάβασα όλο το βιβλίο με τα μάτια του “σήμερα” και εκτός από την έκφραση για τον “συνωστισμό”, δεν βρήκα κάποια άλλη που θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Ακόμη, όμως, κι αν δεν βρισκόταν η λέξη “συνωστίζονται”, είμαι σίγουρη ότι κάποια άλλη θα είχε βρεθεί“.
“Να εκβληθώσι πάραυτα και να καώσι” – Τα υπόλοιπα “αιρετικά” εγχειρίδια Ιστορίας
Οι αντιδράσεις για το “βιβλίο Ρεπούση” δεν ήταν οι μοναδικές στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον Χάρη Αθανασιάδη. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο “Τα αποσυρθέντα βιβλία – Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008” (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), υπήρξαν άλλες δύο περιπτώσεις βιβλίων Ιστορίας που εξοβελίστηκαν, επειδή θεωρήθηκαν ότι δεν μεταλαμπάδευαν τις αξίες του έθνους και της πατρίδας.
Το 2002, στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου βρέθηκε η “Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου” της Γ’ Λυκείου. Είχε εγκριθεί από το 1999 και η εκτύπωσή του ολοκληρώθηκε τρία χρόνια μετά. Γράφτηκε από μία ομάδα 12 ιστορικών υπό την εποπτεία του καθηγητή Γιώργου Κόκκινου.
Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, επρόκειτο για ένα καινοτόμο εγχειρίδιο, διότι ενέτασσε την ελληνική ιστορία σε εκείνη της ευρύτερης βαλκανικής και ευρωπαϊκής και συμβάδιζε με τις σύγχρονες ιστοριογραφικές τάσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, ο τότε υπουργός Παιδείας, Πέτρος Ευθυμίου διέταξε τον Απρίλιο του 2002 την απόσυρση του βιβλίου και δεν διανεμήθηκε ποτέ στους μαθητές με την έναρξη της σχολικής χρονιάς 2002-2003.
Η απόφαση πάρθηκε μετά από παράπονα του Κυπρίου ομολόγου του, Ουρανίου Ιωαννίδη για τον τρόπο που το βιβλίο παρουσίαζε τον αγώνα της ΕΟΚΑ για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το απόσπασμα, που θεωρήθηκε αμφιλεγόμενο, έγραφε: “Στην Κύπρο η ΕΟΚΑ του στρατηγού Γρίβα πρόβαλλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό“.
Σύμφωνα με τον Αθανασιάδη, ο φόβος του Ευθυμίου και της κυβέρνησης μήπως γενικευθούν οι αντιδράσεις, σε μια συγκυρία κρίσιμη για το Κυπριακό Ζήτημα.
Το 1965, στο στόχαστρο μπήκε το βιβλίο της Β’ Γυμνασίου “Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική“. Τη γραφή του ανέλαβε ο φιλόλογος Κώστας Καλοκαιρινός και ήταν μέρος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προώθησε το 1964 η Ένωση Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον διακεκριμένο φιλόσοφο Ευάγγελο Παπανούτσο.
Διανεμήθηκε στα σχολεία το Σεπτέμβριο του 1965, αλλά, δύο μήνες μετά, αποσύρθηκε λόγω των “γενικωτέρων συζητήσεων και εντυπώσεων [που προκάλεσε] εις την κοινήν γνώμην“, όπως υποστήριξε ο υπουργός Παιδείας, Στυλιανός Αλλαμανής. Ανάμεσα στους επικριτές του εγχειριδίου ήταν και η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Κατακρίθηκε ως “σχολικό βιβλίον – παγίς“, με τα επιχειρήματα ότι παρουσίαζε με ήπιο τρόπο τους προαιώνιους “εχθρούς” των Ελλήνων, χρησιμοποιούσε το μαρξιστικό σχήμα της “πάλης των τάξεων” για να ερμηνεύσει τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και υιοθετούσε τον όρο “ρωμαϊκή” αντί για “βυζαντινή” περίοδος.
Συμπληρωματικά, ο Χάρης Αθανασιάδης δεν παραλείπει να αναφερθεί στα “Ψηλά Βουνά” του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ήταν ένα από τα 13 νέα σχολικά αναγνωστικά που γράφτηκαν στη δημοτική γλώσσα, στο πλαίσιο της βενιζελικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της τριετίας 1917-1920.
Στα τέλη του 1918, μοιράστηκε στους μαθητές της Γ’ Δημοτικού και δέχθηκε έντονη πολεμική από υπερμάχους της καθαρεύουσας. “Τα “Ψηλά Βουνά” είνε βιβλίον άθεον, μη διδάσκον ούτε θρησκείαν, ούτε πατρίδα, ούτε οικογένειαν. Είνε βιβλίον Μπολσεβικικόν!“, είχε δηλώσει ο αντιδημοτικιστής γλωσσολόγος, Γεώργιος Χατζιδάκις.
Στον απόηχο των αντιδράσεων, “Τα Ψηλά Βουνά” τροποποιήθηκαν ως ένα βαθμό. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 1921, όταν ο Βενιζέλος δεν ήταν πλέον πρωθυπουργός, μία επιτροπή αντιβενιζελικών προέβη στην εξής δήλωση: “Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι τα […] υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως“.
Τελικά, τα 13 αναγνωστικά αποσύρθηκαν τον Ιούλιο του 1921, αλλά στην πυρά δεν πετάχτηκαν…
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ
Ειδήσεις σήμερα:
- Πέθανε δημοσιογράφος Κώστας Χαρδαβέλλας. «Εις το επανιδείν Γίγαντά μου», το συγκινητικό αντίο της συζύγου του
- Έρευνα από την ΕΕ για το TikTok με αφορμή τις εκλογές στη Ρουμανία. Τι απαντά η πλατφόρμα
- Μπαμπης Κωστούλας. Ενδιαφέρονται Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Γιουβέντους και Ρεάλ Μαδρίτης
- Νέο έργο του Banksy στο instagram. H συγκλονιστική απεικόνιση μητέρας και παιδιού
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ