του Γιάννη Κωτσοκώστα,
συγγραφέας
Ο ξαφνικός θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου το καλοκαίρι του 323 π.Χ. επαναπροσδιόρισε τον κονωνικοπολιτικό και οικονομικό στρόβιλο που είχε θέσει σε κίνηση η προηγούμενη κατάκτηση της Ασίας και η κατάλυση του κράτους των Αχεμαινιδών.
Καθώς οι άμεσοι διάδοχοι του Αλέξανδρου ήταν αδύναμοι η αχανής έκταση που είχε μόλις κατακτηθεί βρέθηκε στη διάθεση των δυναμικών και φιλόδοξων Μακεδόνων αξιωματούχων, που επιδόθηκαν σε έναν λυσσαλέο αγώνα για την παγίωση νέων, όσο το δυνατόν πιο εκτεταμένων και ισχυρών, κρατών. Οι Διάδοχοι πέρα από την άκρατη φιλοδοξία και την φιλαρχία, μοιράστηκαν, εκτός από έναν, και μια άλλη μοίρα, χαρακτηριστική της εποχής και των νέων ηθών της ελληνιστικής εποχής που μόλις ανέτειλε. Αυτή του βίαιου και συχνά αδόκητου θανάτου. Θα περιοριστούμε μόνο σε όσους περιεβλήθηκαν το βασιλικό αξίωμα, εξαιρώντας αυτούς που άσκησαν υψηλή εξουσία μέσω της επιμελητείας της επικράτειας, την αντιβασιλεία της εποχής.
Φίλιππος ο Αρριδαίος
Τον Αλέξανδρο διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Φίλιππος ο Αρριδαίος (περ. 359-317 π.Χ.), ένας άνθρωπος πνευματικά ασταθής και ακατάλληλος για τη βασιλεία. Υπήρξε όργανο των ισχυρών της εποχής και μόνο η σύζυγός του Ευρυδίκη φρόντισε για τα δικαιώματά του. Στη μάχη για το στέμμα της πατρογονικής γης ηττήθηκαν από την Ολυμπιάδα που προωθούσε τον εγγονό της Αλέξανδρο Δ΄ και φυλακίστηκαν. Ο Φίλιππος λογχίστηκε το κελί τους από Θράκες μισθοφόρους και η σύζυγός του αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει.
Αλέξανδρος Δ΄
Με το θάνατο του Αρριδαίου την εξουσία πήρε ο γιός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αλέξανδρος Δ΄ (323-309 π.Χ.), τύποις βασιλιάς ήδη από τη γέννησή του. Μετά το θάνατο της γιαγιάς του Ολυμπιάδας, που εκτελέστηκε δια λιθοβολισμού από Μακεδόνες ευγενείς το 316 π.Χ., έχασε το μοναδικό του έρεισμα. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ως αιχμάλωτος του Κάσσανδρου, που τον αντιμετώπιζε ως εμπόδιο για τα σχέδιά του και διέταξε τελικά τη δηλητηρίαση του ίδιου και της μητέρας του Ρωξάνης. Έτσι έσβησε η γενιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου Δ΄ σήμανε το τέλος κάθε σκέψης για την ενότητα της επικράτειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έδωσε το έναυσμα να εκδηλωθούν ανοικτά οι φιλοδοξίες των διαφόρων τοπαρχών που οδήγησαν σε αλλεπάλληλους πολέμους. Οι νέοι αυτοί ηγεμόνες για να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους, κυρίως στα μάτια των υπόλοιπων Ελλήνων, προέβαλλαν το δίκαιο του κατακτητή, το δορίκτητον, έναντι του κληρονομικού δικαιώματος των παραδοσιακών μοναρχιών, είτε τις είχαν καταλύσει είτε τις αντιμάχονταν.
Ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος (382-301 π.Χ.)
ήταν ευγενικής καταγωγής και υπηρέτησε ως στρατηγός πρώτα τον Φίλιππο και μετά τον Αλέξανδρο. Δεν ακολούθησε τον στρατό μέχρι την Ινδία καθώς διορίστηκε σατράπης της Φρυγίας. Εξαιρετικός στρατηγός και ευφυής πολιτικός ήταν ο ισχυρότερος από τους Διαδόχους και ο μόνος που επεδίωκε την ενότητα της επικράτειας αλλά υπό την εξουσία του. Ήταν ο πρώτος που αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς το 306 π.Χ. Αγωνίστηκε για το σκοπό του μέχρι το τέλος, έχοντας στο πλευρό του τον αγαπημένο γιό του Δημήτριο. Σκοτώθηκε πολεμώντας, παρά την ηλικία του, στη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ.
Ο Λυσίμαχος (περ. 360-281 π.Χ.), αν και ο πατέρας του καταγόταν από τη Θεσσαλία, μεγάλωσε στο περιβάλλον της μακεδονικής βασιλικής αυλής. Υπηρέτησε ως ένας από τους επτά βασιλικούς σωματοφύλακες και πολέμησε σε όλη την εκστρατεία της Ανατολής. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου διορίστηκε στρατηγός της Θράκης. Επέκτεινε την εξουσία του με σκληρούς αγώνες και, ως βασιλιάς από το 306 π.Χ., βασίλευσε για σύντομο διάστημα και στη Μακεδονία. Ο ταραχώδης οικογενειακός βίος του είχε αντίκτυπο στη συνοχή της επικράτειάς του, με αποκορύφωμα την άδικη εκτέλεση του πρωτότοκου γιου του Αρχέλαου, που ήταν πολύ δημοφιλής στους υπηκόους του. Σκοτώθηκε κατά τη μάχη στο Κουρουπέδιο το 281 π.Χ. και έμεινε άταφος για αρκετές μέρες. Το πτώμα του αναγνωρίστηκε από τα πορφυρά σανδάλια του και από τον σκύλο του που έμεινε κοντά του, προστατεύοντάς τον κύριό του από τα όρνια.
Ο Σέλευκος (περ. 358-281 π.Χ.) ήταν γόνος Μακεδόνων ευγενών και έτσι από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στους βασιλικούς παίδας. Πολέμησε σε όλη την εκστρατεία της Ανατολής και έφτασε να διοικεί το επίλεκτο σώμα των βασιλικών υπασπιστών. Ονομάστηκε σατράπης της Βαβυλώνας κατά τη συμφωνία του Τριπαράδεισου το 321 π.Χ. και πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι να εδραιώσει την εξουσία του. Σε αυτή του την προσπάθεια επανέλαβε την εκστρατεία του Αλέξανδρου, φτάνοντας, ξανά, μέχρι τον Ινδό ποταμό. Ίδρυσε δεκάδες πόλεις προκειμένου να οργανώσει και να ελέγξει την αχανή επικράτειά του. Στο αποκορύφωμα της ζωής του νίκησε στο Κουρουπέδιο τον Λυσίμαχο και κατείχε πλέον όλη την επικράτεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκτός της Αιγύπτου. Καθώς μάλιστα ο Πτολεμαίος είχε πεθάνει νωρίτερα ο Σέλευκος είχε απομείνει ο τελευταίος εν ζωή σύντροφος του μεγάλου βασιλιά. Σε προχωρημένη πια ηλικία αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρογονική γη και να στεφθεί βασιλιάς της Μακεδονίας, αφήνοντας την Ασία στον γιο του Αντίοχο. Μόλις πέρασε ωστόσο τον Ελλήσποντο δολοφονήθηκε, μπροστά στην ακολουθία του, από έναν προστατευόμενό του, τον Πτολεμαίο Κεραυνό.
Ο Πτολεμαίος (περ. 367-282 π.Χ.) υπήρξε Μακεδόνας ευγενής και ίσως νόθος γιός του Φιλίππου Β΄. Σε όλη την εκστρατεία της Ανατολής ήταν από τους πιο στενούς και έμπιστους συντρόφους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας από τους επτά σωματοφύλακές του. Με τη Συμφωνία της Βαβυλώνας το 323 π.Χ. ονομάστηκε σατράπης της Αιγύπτου και αργότερα κατόρθωσε να υποκλέψει τη σορό του Αλέξανδρου που είχε σταλεί να ενταφιαστεί στη Μακεδονία. Υπήρξε ο πιο διορατικός από τους Διαδόχους και η εμπλοκή του στους πολέμους που ακολούθησαν δεν εξέθεσε ποτέ σε άμεσο κίνδυνο τον πυρήνα της επικράτειάς του. Υιοθέτησε τον βασιλικό τίτλο και αυτός το 306 π.Χ. και κυβέρνησε με σύνεση την πλούσια και απομονωμένη χώρα του υιοθετώντας και τον τίτλο του φαραώ. Συνέγραψε ένα μεγάλο ιστορικό έργο για τον Αλέξανδρο που δεν σώθηκε. Επέλεξε ως διάδοχό τον γιο του από την δεύτερη σύζυγό του Βερενίκη, παραγκωνίζοντας, πιθανώς εξαιτίας του βίαιου χαρακτήρα του, τον πρωτότοκο Πτολεμαίο Κεραυνό που εγκατέλειψε την Αίγυπτο. Πέθανε πλήρης ημερών αφήνοντας την εξουσία στον Πτολεμαίο Β΄.
Οι νέοι αυτοί μονάρχες που αλληλοσπαράσσονταν για χρόνια χωρίς έλεος είχαν υπάρξει σύντροφοι και συμπολεμιστές, ίσως και φίλοι. Με το τέλος όμως της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν ήταν πια οι ίδιοι. Είχαν πάρει μέρος σε πρωτόγνωρα κατορθώματα, που αντίστοιχά τους υπήρχαν μέχρι τότε μόνο στους μύθους, είχαν νιώσει τον κόσμο να πλαταίνει σε κάθε τους βήμα και είχαν καταλάβει πως το θράσος και η αξία τους μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν φήμη, πλούτο και δύναμη. Η εξουσία, ακόμη και η βασιλεία, δεν ήταν πια ζήτημα καταγωγής ή πεπρωμένου. Είχε γίνει ένα τρόπαιο στη διάθεση κάθε τυχοδιώκτη, που μπορούσε χάρη στη φιλοδοξία, τις προσωπικές ικανότητες και τις εναλλαγές της τύχης να απολαύσει το ύψιστο μεγαλείο. Έστω και αν θα το πλήρωνε με έναν άκαιρο ή βίαιο θάνατο.
Η «Μηχανή του Χρόνου» δέχεται κείμενα αναγνωστών και αν είναι στο πνεύμα της σελίδας, τα δημοσιεύουμε. Η ευθύνη για το περιεχόμενο ανήκει στους συγγραφείς των άρθρων.
Μπορείτε να στέλνετε τα κείμενα με ένα σύντομο βιογραφικό σας στο info@mixanitouxronou.gr
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Η συμβολή του Αριστοτέλη στη διαμόρφωση του Μ. Αλεξάνδρου ως «φιλοσόφου κατακτητή». Ήταν δάσκαλος του για τρία χρόνια. Πώς ο Αλέξανδρος δήλωσε την ευγνωμοσύνη στον δάσκαλό του
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr