Ξεκίνησε ως στρατιωτικός και εξελίχθηκε σε δικτάτορα που κυβέρνησε 32 χρόνια τη χώρα του, “βυθίζοντάς” την στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της κλεπτοκρατίας, της μεγαλομανίας, της ακραίας αλαζονείας και του αχαλίνωτου πλουτισμού.
Σήμα κατατεθέν του ήταν τα εκκεντρικά πουκάμισα και τα λεοπάρ καπέλα. Διέθετε παλάτι που έμεινε γνωστό ως “Βερσαλλίες της Αφρικής” ή “Βερσαλλίες της ζούγκλας” και θεωρούσε τον εαυτό του “επίγειο Θεό”.
Εκτελούσε δημόσια τους αντικαθεστωτικούς, συνομιλούσε με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και υπήρξε ένας από τους κύριους εμπλεκόμενους στη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου πρωθυπουργού της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (τότε Ζαΐρ).
Ο λόγος για τον Μομπούτου Σεσέ Σέκο, ο οποίος παρέμεινε στην εξουσία από το 1965 μέχρι το 1997. Όλα αυτά τα χρόνια, είχε υποστήριξη από τους Γάλλους, τους Αμερικανούς και τους Βέλγους, οι οποίοι, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, είχαν βρει τον κατάλληλο άνθρωπο, ώστε το Ζαΐρ να μην μετατραπεί σε προπύργιο του κομμουνισμού στην Κεντρική Αφρική.
Ανέτρεψε πρωθυπουργό και πρόεδρο…
Ο Ζοζέφ Ντεζιρέ Μομπούτου γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 1930, στην πόλη Λισάλα του Βελγικού Κονγκό. Ο πατέρας του ήταν μάγειρας ενός Βέλγου δικαστή και η μητέρα του υπηρέτρια ξενοδοχείου που είχε δραπετεύσει από ένα χαρέμι.
Φοίτησε σε ιεραποστολικά σχολεία και η θητεία του στον αποικιακό στρατό του Βελγίου ξεκίνησε το 1949, φτάνοντας στο ανώτατο επιτρεπόμενο βαθμό του αρχιλοχία. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα “L’ Avenir“, η οποία θεωρείτο όργανο των αποικιοκρατών.
Λέγεται πως ο Μομπούτου δούλευε παρασκηνιακά για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών του Βελγίου, παρέχοντας πληροφορίες για τη δράση των Κονγκολέζων φοιτητών στο Βέλγιο. Επί κυβέρνησης Λουμούμπα (1960), προήχθη σε Συνταγματάρχη και ορίστηκε Αρχηγός Επιτελείου Στρατού.
Εκείνος ήταν που έδωσε διαταγή να συλλάβουν τον Λουμούμπα και να τον υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια, προτού τον δολοφονήσουν, στις 17 Ιανουαρίου 1961. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Μομπούτου ανακήρυξε τον Λουμούμπα “εθνικό ήρωα“.
Στις 24 Νοεμβρίου 1965, ο Κονγκολέζος επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων ανέτρεψε πραξικοπηματικά τον πρόεδρο Ζοζέφ Καζαβούμπου και “εγκαινίασε” μια “σκοτεινή” εποχή για τους συμπατριώτες του.
…και επέβαλε την τυραννία του
Ο Μομπούτου κατέπνιξε κάθε φωνή διαμαρτυρίας και κήρυξε παράνομο οποιοδήποτε κόμμα πέρα από το “Λαϊκό Κίνημα Επανάστασης” (MPR). Τον Οκτώβριο του 1971, μετονόμασε το Κονγκό σε Ζαΐρ και επέβαλε τον εξαφρικανισμό των ονομασιών των πόλεων.
Τον Ιανουάριο του 1972, άλλαξε το όνομά του από Joseph-Désiré Mobutu σε Mobutu Sese Seko Koko Ngbendu Wa Za Banga, το οποίο μεταφράζεται ως εξής:
“Ο παντοδύναμος πολεμιστής που, λόγω της αντοχής και της ακατάβλητης θέλησής του για τη νίκη, θα προχωρά από κατάκτηση σε κατάκτηση, αφήνοντας φωτιά στο πέρασμά του“.
Επί τρεις δεκαετίας, η βία, η καταπίεση, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η συστηματική λεηλασία του τεράστιου ορυκτού πλούτου της χώρας ήταν η κανονικότητα στο Ζαΐρ.
“Κάποιος έπρεπε να δώσει ένα καίριο χτύπημα μέσω ενός θεαματικού παραδείγματος και να δημιουργήσει τις συνθήκες πειθαρχίας στο καθεστώς“, είχε ισχυριστεί για τις δημόσιες εκτελέσεις. Αργότερα, υιοθέτησε και την τακτική της εξαγοράς πολιτικών αντιπάλων.
Τα πεπραγμένα του Μομπούτου έγιναν γνωστά στους Ευρωπαίους και δεν άφησαν αδιάφορο ούτε τον ελληνικό τύπο, όπως φαίνεται στο ακόλουθο δημοσίευμα της εφημερίδας “Τα Νέα“, με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1979:
H συνάντηση με τους Χουντικούς και οι “Βερσαλλίες της Αφρικής”
Στις 13 Μαρτίου 1969, ο Μομπούτου επισκέφθηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο στο ξενοδοχείο Χίλτον. Είχε ημίωρη συνομιλία και με τον αντιβασιλέα και αντιστρατηγό, Γεώργιο Ζωιτάκη στο Προεδρικό Μέγαρο και έλαβε το Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α’.
Εκτός από διεφθαρμένος, ο Μομπούτου ήταν και μεγαλομανής. Την ίδια στιγμή που ο λαός του Κονγκό υπέφερε από τις στερήσεις και τις ασθένειες, εκείνος απολάμβανε τη χλιδή, πίνοντας ροζ σαμπάνια και τρώγοντας αστακό.
Η εικόνα του με τα φανταχτερά πολύχρωμα πουκάμισα και τα λεοπάρ καπέλα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ανέχεια εκατομμυρίων Κονγκολέζων και τις διαλυμένες υποδομές του κράτους.
Όχι τυχαία, περιλαμβάνεται ανάμεσα στους πλουσιότερους αρχηγούς κρατών του 20ού αιώνα, με περιουσία τουλάχιστον 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είχε ανοίξει τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία και ήταν ιδιοκτήτης 11 πύργων στο Βέλγιο, μιας βίλας κοντά στη Λοζάνη της Ελβετίας και μιας έπαυλης στη Νίκαια της Γαλλίας.
Όμως αυτό για το οποίο ο Μομπούτου υπερηφανευόταν περισσότερο απ’ όλα, ήταν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι που έχτισε στο χωριό Γκμπαντολίτ των γονιών του, κοντά στα σύνορα με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Η έκταση του πολυτελούς συγκροτήματος έφτανε τα 15.000 τετραγωνικά μέτρα και περιελάμβανε σιντριβάνια με αγάλματα, πισίνες, πεντάστερο ξενοδοχείο, νυχτερινό κέντρο, κινηματογράφο και αεροδρόμιο, όπου προσγειώνονταν αεροπλάνα τύπου Κονκόρντ. Ήταν και ο τόπος που υποδέχθηκε διάφορους πολιτικούς ηγέτες, όπως οι Γάλλοι πρόεδροι Φρανσουά Μιτεράν και Ζακ Σιράκ.
Εκατοντάδες προσλήφθηκαν ως σεφ, σοφέρ κ.λπ., για να υπηρετήσουν τον Κονγκολέζο δικτάτορα. Μετά το θάνατό του, είδαν την πολυτελή εξοχική κατοικία του να μετατρέπεται σε απέραντο ερειπιώνα και όπως δήλωσαν σε διεθνή μέσα ενημέρωσης, θυμούνταν τον Μομπούτου με νοσταλγία.
Η πτώση και το τέλος
Όσο περνούσαν τα χρόνια και ο Μομπούτου παγίωνε τη θέση του ως “απόλυτος άρχων” του Ζαΐρ, τόσο η λαϊκή δυσαρέσκεια μεγάλωνε. Ταυτόχρονα, όσο ο Ψυχρός Πόλεμος όδευε προς το τέλος του, τόσο μειωνόταν η υποστήριξη που λάμβανε από τις ΗΠΑ.
Όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση, το καθεστώς του Μομπούτου έπαψε να θεωρείται “ανάχωμα” στον κομμουνισμό και κατά συνέπεια χρήσιμο για τη Δύση.
Το Μάιο του 1997, ο δικτάτορας του Κονγκό συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει το τέλος της μακρόχρονης απολυταρχίας του. Οι κακοπληρωμένοι στρατιώτες του είχαν εξεγερθεί εναντίον του και ο κλοιός έσφιγγε όλο και πιο έντονα.
Παρά την αποστολή όπλων και μισθοφόρων από τη Γαλλία, αναγκάστηκε να παραδώσει την εξουσία στον ηγέτη των ανταρτών, Λοράν Ντεζιρέ Καμπίλα και αυτοεξορίστηκε στο Μαρόκο. Βρέθηκε, επίσης, στην Ελβετία και υποβλήθηκε σε εγχείρηση για καρκίνο του προστάτη.
Ο Μομπούτου Σεσέ Σέκο πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 1997 στην πρωτεύουσα Ραμπάτ του Μαρόκο, σε ηλικία 66 ετών. Πέρασε στην ιστορία ως ένας από τους πολλούς αλλοπρόσαλλους Αφρικανούς δικτάτορες, δίπλα στα ονόματα του Αμίν Νταντά, του Ζαν Μπεντέλ Μποκάσα και του Φρανσίσκο Μασίας Νγκέμα.
Δείτε παρακάτω ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Κονγκολέζου δικτάτορα, Μομπούτου Σεσέ Σέκο:
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: ERIC FEFERBERG (μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Ειδήσεις σήμερα:
- Η Ταχλίκουα, η φάλαινα όρκα που κουβαλούσε το νεκρό μικρό της για 17 ημέρες, έφερε στον κόσμο νέο μωρό
- Συνεχίζεται η κακοκαιρία με ισχυρές βροχές, θυελλώδεις βοριάδες και χιονοπτώσεις. Πως θα κινηθεί το φαινόμενο. Χάρτες
- Ιστορική στιγμή για τη NASA. Το Parker Solar Probe έφτασε πιο κοντά από ποτέ στον Ήλιο
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr