Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, ήταν κλέφτης στα βουνά του Μοριά, μαζί με τον αδερφό του Θόδωρο. Μετά από μια κάμψη της κλεφτουριάς με την αποτυχημένη επανάσταση των Ελλήνων το 1770 στα αποκαλούμενα Ορλωφικά, τις επόμενες δεκαετίες τα βουνά ξαναγέμισαν σιγά-σιγά κλέφτες που βρήκαν καταφύγιο κατά των Τούρκων.
Τότε η Οθωμανική διοίκηση για να τους καταπολεμήσει επιστράτευσε και άλλα μέσα πέραν των στρατιωτικών. Έβαλε τους δημογέροντες και τους δεσποτάδες των ραγιάδων να τους πολεμούν με κάθε τρόπο, να παρακινούν τον κόσμο και τους πιστούς εναντίον τους. Παράλληλα, ο Πατριάρχης Καλλίνικος από το Φανάρι εξέδωσε το 1805 φοβερό επιτίμιο (κατάρα) εναντίον τους, που διαβάστηκε σε όλες τις εκκλησίες του Μοριά. Αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν ο κόσμος να στραφεί εναντίον των κλεφτών. Οι κλέφτες έπρεπε να επιβιώσουν, οπότε χτυπούσαν εκτός απ’ τους Τούρκους και Έλληνες που δεν βοηθούσαν.
Μετά το πατριαρχικό επιτίμιο, ο κόσμος στράφηκε εναντίον των κλεφτων και άρχισε να τους κυνηγά
Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή στο σώμα του να σπάσει σε μικρά μπουλούκια, να κατέβουν κρυφά στις ακτές και να δραπετεύσουν στην Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο. Ο αδερφός του Γιάννης, μαζί με άλλους πέντε έκαναν μια στάση στη μονή της Μονή Αιµυαλών έξω από τη Δημητσάνα. Σ’ ένα αμπέλι της μονής βρήκαν έναν καλόγερο να κλαδεύει και του ζήτησαν φαγητό. Αυτός τους έκρυψε στον ληνό, όπως λέγονταν τα σκεπαστά πατητήρια της εποχής, τους έφερε φαγητό, αλλά αμέσως μετά ειδοποίησε τους Τούρκους.
Οι Τούρκοι έριξαν από τα κεραμίδια στουπιά με λάδι και θειάφι και οι πολιορκημένοι έκαναν υποχρεωτική έξοδο με τα γιαταγάνια. Στη μάχη σκοτώθηκαν όλοι αφού πήραν στον θάνατο μαζί τους πολλούς αντιπάλους. Οι Τούρκοι μετά τους κατακρεούργησαν, τους έκοψαν τα κεφάλια και τα κρέμασαν στον πλάτανο της πλατείας της Τριπολιτσάς για παραδειγματισμό.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν τον Σεπτέμβρη του 1821 κατέλαβε την Τριπολιτσά, έκοψε τον πελώριο πλάτανο της πλατείας λέγοντας «με αρκετό αίμα της γενιάς μου είναι ποτισμένος». Στα απομνημονεύματα του γράφει καταλεπτώς για την προδοσία εναντίον του αδερφού του, ενώ είχε αφήσει «ευχή και κατάρα» στα παιδιά του να κάψουν το μοναστήρι και τους καλογέρους.
Κατοπινοί μάρτυρες έλεγαν ότι ο Γέρος του Μοριά είχε παρακολουθήσει τότε από το απέναντι βουνό, την Κλινιτσα, τη δολοφονία του Γιάννη, ανήμπορος να επέμβει. Στην θέση αυτή υπάρχει σήμερα ένας μεγάλος Σταύρος.
Την κατάρα κατάρα κατά του μοναστηριού την ανακάλεσε, το 1842, έναν χρόνο πριν πεθάνει. Στην περίφημη τελευταία περιοδεία του στη Πελοπόννησο, πήγε στο μοναστήρι, όπου οι καλόγεροι τον υποδέχτηκαν ως ήρωα του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ο Γέρος τους έδωσε συγχώρεση, αλλά μέσα δε μπήκε.
Στο πατητήρι που έπεσε ο Γιάννης υπάρχει σήμερα αναμνηστική πλάκα η οποία γράφει:
«Ληνός Κολοκοτροναίων. Παρασκευάζοντες τον εθνικόν αγώνα, έπεσαν προ του ληνού τούτου, την 1η Φεβρουαρίου 1806, έξ κλέφται Κολοκοτρωναίοι, υπό τον Γ. Ζορμπάν». Ζορμπάς ήταν το κλέφτικο παρατσούκλι του Γιάννη. Στο σημείο όπου σκοτώθηκαν οι Κολοκοτρωναίοι υπάρχουν δύο κυπαρίσσια στην μνήμη τους.
Επειδή τη χρονιά του θανάτου του, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης απέκτησε γιο, του έδωσε το όνομα του σκοτωμένου αδερφού του.
Ήταν ο Γιάννης ή Γενναίος Κολοκοτρώνης, ήρωας του αγώνα και μετέπειτα υπουργός και πρωθυπουργός της χώρας επί Όθωνα.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Ο Έλληνας που πρόδωσε τη Φιλική Εταιρεία και τα συνθηματικά της στον Αλή Πασά. Ήθελε να εκδικηθεί τον Κολοκοτρώνη γιατί του έκοψε την πίστωση. Τι απέγινε
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr