Μικρός έπαιζε με κούκλες και ήταν αρκετά θηλυπρεπής, ο πατέρας του τον κακομεταχειριζόταν και απολύθηκε από τον στρατό όταν εμφάνισε συμπτώματα επιληψίας. Με τον φίλο του, Χανς Γράνς, τρομοκράτησαν το Ανόβερο από το 1919 έως το 1924, όπου φέρονται πως σκότωσαν 27 άτομα.
Τα περίεργα παιδικά χρόνια
Ο Φριτζ Χάαρμαν γεννήθηκε στο Ανόβερο στις 25 Οκτωβρίου 1879. Ήταν το έκτο παιδί μιας φτωχής και παράξενης οικογένειας. Η μητέρα τον πίεζε να παίζει με κούκλες και τον αποθάρρυνε να βγαίνει στις αλάνες με τα άλλα αγόρια της ηλικίας του.
Το παρουσιαστικό του, αλλά και η συμπεριφορά του ήταν αρκετά θηλυπρεπής, με αποτέλεσμα ο πατέρας του να τον υποτιμά και να τον τρομοκρατεί.
Ο Φριτζ από μικρός έδειξε έναν σαδιστικό χαρακτήρα, καθώς συνήθιζε να δένει τις αδερφές του “για πλάκα” και να τους λέει τρομακτικές ιστορίες για να μην κοιμούνται.
Οι επιδόσεις του στο σχολείο ήταν κάκιστες και γρήγορα ο Χάαρμαν γράφτηκε στην στρατιωτική ακαδημία της πόλης του. Τον έδιωξαν, όμως, επειδή υπέφερε από συχνές κρίσεις και μετά από εξετάσεις διαγνώστηκε με επιληψία.
Μετά τη στρατιωτική ακαδημία, ο Φριτζ απασχόλησε για πρώτη φορά τις αρχές.
Κατηγορήθηκε για παρενόχληση ανηλίκου και εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική.
Δραπέτευσε μετά από μισό χρόνο, ταξίδεψε στην Ελβετία και κατετάγη στον ελβετικό στρατό.
Αν και η σταδιοδρομία του ήταν εξαιρετική, για ακόμη μια φορά, απολύθηκε εξαιτίας των κρίσεων του.
Επέστρεψε στην οικογένεια και ήρθε ξανά αντιμέτωπος με τον πατέρα του, ο οποίος αυτή τη φορά ήθελε να τον κλείσει σε άσυλο.
Μικροεγκλήματα και πληροφοριοδότης της αστυνομίας
Μετά την απόλυσή από τον στρατό, ο Φριτζ άνοιξε μια μικρή επιχείρηση. Τα κέρδη ήταν ελάχιστα και σύντομα χρεοκόπησε.
Τότε ο Φριτζ άρχισε μια σειρά μικροεγκλημάτων, κυρίως ληστείες και διαρρήξεις, με αποτέλεσμα να κερδίζει γρήγορα και εύκολα χρήματα.
Για περισσότερο από μία δεκαετία, ο Χάαρμαν μπαινόβγαινε στα αστυνομικά τμήματα και έγινε γνώριμος στους αστυνομικούς.
Μάλιστα, οι αστυνομικές αρχές τον χρησιμοποίησαν συχνά και ως πληροφοριοδότη για διάφορες ληστείες, αλλά και για μια σειρά δολοφονιών που έγιναναν το 1918.
Την ίδια περίπου περίοδο ο Φριτζ αποπλανούσε πολλούς ανηλίκους, όμως έμεινε άπιαστος γι΄ αυτό το έγκλημα, καθώς τα θύματά του ένιωθαν ντροπή και δεν τον κατήγγειλαν.
Ο “Χασάπης του Ανόβερου”
Μετά το τέλος του Α’ Π.Π., η οικονομική κατάσταση στη Γερμανία ήταν τραγική. Τα τρόφιμα ήταν ελάχιστα, η μαύρη αγορά ανθούσε και πολύς κόσμος έμεινε χωρίς κατοικία.
Ανήλικοι περιπλανούνταν στους δρόμους.
Ο Φριτζ για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έπαθε νευρικό κλονισμό και στις 25 Σεπτεμβρίου 1918 διέπραξε τον πρώτο του φόνο.
Θύμα ήταν ο 17 χρονος Φρίντελ Ρόδε. Τελευταία φορά που ο νεαρός ήταν ζωντανός, βρισκόταν μαζί του.
Η αστυνομία έκανε έφοδο στο σπίτι του και τον έπιασαν να ερωτοτροπεί με ανήλικο.
Τον συνέλαβαν, αλλά δεν μπήκαν στον κόπο να ψάξουν στο δωμάτιό του. Αργότερα, ο Φριτζ κυνικά θα έλεγε, ότι πίσω από το κομοδίνο του βρισκόταν το κεφάλι του άτυχου Φρίντελ!
Μετά από λίγους μήνες στη φυλακή, ο Χάαρμαν γνώρισε τον Χανς Γκρανς και έγιναν εραστές.
Το 1922 μετακόμισαν σε ένα διαμέρισμα στο Ανόβερο και ο Φριτζ μαζί με τον φίλο του, άρχισαν να δολοφονούν περιθωριοποιημένους νέους.
Για τους επόμενους εννέα μήνες, περισσότεροι από 12 ομοφυλόφιλοι, μεταξύ 10 και 22 ετών, δολοφονήθηκαν με βάναυσο τρόπο.
Ο Φριτζ τους παραπλανούσε στο διαμέρισμα του και στη συνέχεια, συνήθως, κατά τη σεξουαλική πράξη, τους δολοφονούσε.
Συνήθιζε να τους δαγκώνει το λαρρύγγι, σε μια στιγμή σεξουαλικής έξαρσης και με τα γυμνά του χέρια τους στραγγάλιζε.
Στη συνέχεια, μαζί με τον Χανς, διαμέλιζαν τα σώματά τους και τα πετούσαν στο ποτάμι του Λέινε στο Ανόβερο. Τα ρούχα που έπαιρνε από τα πτώματα, ο Χανς τα πουλούσε στην μαύρη αγορά.
Αν και ποτέ δεν εξακριβώθηκε, την ίδια εποχή με τους φόνους, πολλοί κάτοικοι του Ανόβερου έκαναν παράπονα για “χαλασμένο” χοιρινό κρέας.
Εικάζεται, ότι οι οι δύο συνεργοί πουλούσαν για χοιρινό το κρέας από τα θύματά τους!
Μέχρι το 1924, η δράση των δύο εραστών ήταν άγνωστη.
Ωστόσο, τον Μάιο του ίδιου έτους, ξεβράστηκαν στον ποταμό Λέινε περισσότερα από 500 ανθρώπινα κόκαλα.
Τρόμος ξέσπασε στην πόλη και οι τοπικές εφημερίδες έκαναν λόγο για τον άφαντο “Χασάπη του Ανόβερου”.
Η σύλληψη και οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του Χάαρμαν στη δίκη του
Η ταυτοποίηση των οστών “έδειχνε” τουλάχιστον 27 μεμονωμένα θύματα.
Η αστυνομία γρήγορα υποπτεύθηκε τον Φριτζ, καθώς το ποινικό του μητρώο ήταν ήδη βεβαρυμένο.
Μετά από έφοδο στο σπίτι του, βρέθηκαν υπάρχοντα από τα θύματα, που ο Φριτζ δεν είχε προλάβει να πουλήσει και ύστερα από πίεση, ομολόγησε τα εγκλήματά του.
Υπέδειξε στους αστυνομικούς τα μέρη όπου είχε πετάξει τα διαμελισμένα σώματα και υποστήριξε ότι οι ζωές που είχε αφαιρέσει ήταν “κάπου μεταξύ 50 και 70”.
Η δίκη του Φριτζ Χάαρμαν άρχισε στις 24 Δεκεμβρίου 1924 και διήρκεσε δύο εβδομάδες, με περισσότερος από 200 μάρτυρες να παίρνουν μέρος στη διαδικασία.
Ήταν μια από τις πρώτες δίκες που απασχόλησε ολοκληρωτικά τα γερμανικά Μέσα. Καθώς ο όρος “κατά συρροήν δολοφόνος” δεν υπήρχε ακόμη, ο Χάαρμαν χαρακτηρίστηκε την ίδια στιγμή “λυκάνθρωπος”, “βαμπίρ” και “σεξουαλικός ψυχοπαθής”.
Η σκληρότητα με την οποία διαμέλιζε τα θύματά του, περιγράφηκε γλαφυρά από τον ίδιο κατά την κατάθεσή του.
“Έκανα δύο χαρακιές στην κοιλιακή χώρα και έβαζα τα έντερα σε ένα κουβά. Στη συνέχεια, στράγγιζα όλο το αίμα και χτυπούσα τα κόκαλα, μέχρι να σπάσουν οι ώμοι. Έτσι, είχα τη δυνατότητα να αφαιρέσω την καρδιά, τους πνεύμονες και τα νεφρά. Τα έκοβα σε μικρά κομμάτια και τα τοποθετούσα σε άλλον κουβά. Έπειτα, έβγαζα τη σάρκα από τα κόκαλα και την έβαζα στην δερμάτινη μου τσάντα. Χρειαζόταν να κάνω πέντε ή έξι διαδρομές μέχρι να τα πάρω όλα και να τα πετάξω στην τουαλέτα ή στον ποταμό. Πάντα μισούσα να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Το πάθος ήταν πιο δυνατό από την φρίκη του πετσοκόμματος”.
Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε όμως και το γεγονός ότι η αστυνομία άργησε τόσο πολύ να συλλάβει τον Φριτζ, οποίος για πολλά χρόνια ήταν μόνιμος πληροφοριοδότης της.
Ο Φριτζ κρίθηκε ένοχος για τρεις μόνο επιβεβαιωμένες δολοφονίες και καταδικάστηκε σε θάνατο δια αποκεφαλισμού.
Μάταια προσπάθησε να ενοχοποιήσει και τον εραστή του, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια.
Στις 15 Απριλίου ο Φριτζ Χάαρμαν οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα.
“Μετανιώνω, αλλά δεν φοβάμαι τον θάνατο” ήταν τα τελευταία λόγια του “Χασάπη του Ανόβερου”.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Wikimediamtx Commons
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: «Το Βαμπίρ του Ντίσελντορφ». Σύγχρονος του Τζακ του αντεροβγάλτη είχε σκοτώσει 7 άτομα. Τον διέγειρε η βία και έπινε το αίμα των θυμάτων του
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr