Βράδυ 8ης προς 9η Μαΐου 1968. O Γιώργος Τσαρουχάς, δικηγόρος, πρώην βουλευτής της ΕΔΑ και ένα από τα σημαντικότερα μέλη του αντιδικτατορικού αγώνα, ταξίδευε με ένα λευκό Volkswagen και άλλα τρία άτομα από τη Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα.
Οι συνεπιβάτες του ήταν ο Βασίλης Μάστορας, ο Κωνσταντίνος Μελέτης (οδηγός) και η Γεωργία Παγκοπούλου. Όλοι τους ήταν υποψιασμένοι και παρατηρούσαν τα πάντα, για να δουν μήπως τους παρακολουθούσε κανείς.
Σκοπός τους ήταν να συναντηθούν στην Αθήνα με στελέχη του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου (ΠΑΜ), μιας παράνομης αντιστασιακής οργάνωσης που ιδρύθηκε ένα χρόνο πριν από μέλη της ΕΔΑ και του ΚΚΕ και είχε ως επικεφαλής τον Τσαρουχά.
Οι υποψίες και οι φόβοι των τεσσάρων συντρόφων δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Γύρω στις 02:30 τα μεσάνυχτα, έφτασαν στα διόδια της Λεπτοκαρυάς Πιερίας. Ο κλοιός φαίνεται ότι είχε στενέψει ασφυκτικά.
Άνδρες της Υποδιεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και όργανα της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) τους είχαν στήσει μπλόκο. Τους καταδίωξαν και τελικά τους σταμάτησαν και τους συνέλαβαν.
“Με χτυπούσαν με βούρδουλα στη μύτη” – Τα μεσαιωνικά βασανιστήρια στο “χειρουργείο”
Ο Τσαρουχάς και οι σύντροφοί του οδηγήθηκαν πίσω στη Θεσσαλονίκη στους χώρους του Γ΄ Σώματος Στρατού. Εκεί λειτουργούσαν τα κρατητήρια της ΚΥΠ και το διαβόητο γραφείο που αποκαλούσαν “χειρουργείο“. Ήταν εξοπλισμένο με μαστίγια, συσκευές ηλεκτροσόκ, σιδεροσωλήνες και άλλα όργανα βασανισμού.
Σε αυτό το χώρο μεταφέρθηκε ο Τσαρουχάς και κανένας δεν τον ξαναείδε ζωντανό. Τα βασανιστήρια που υπέστη ήταν τόσο φρικτά που “θα τα ζήλευαν και οι ιεροεξεταστές στο Μεσαίωνα“, επισημαίνει ο δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής, Σπύρος Κουζινόπουλος. Αν και γνώριζαν ότι ήταν καρδιοπαθής, οι βασανιστές δεν έδειξαν έλεος.
Τον χτυπούσαν με ραβδιά στο κεφάλι, του έκαναν ηλεκτροσόκ, του έριχναν μπουνιές στο πρόσωπο και του προκάλεσαν εγκαύματα.
Το παραπεμπτικό βούλευμα που εκδόθηκε μεταπολιτευτικά έκανε λόγο για “άγρια θηρία” που “επέπεσαν επί του ανυπεράσπιστου θηράματος“. Η ανεξάρτητη ιατροδικαστική έρευνα έκανε λόγο για περισσότερα από 15 τραύματα.
Ο βασανιστικός θάνατος
Η καρδιά του Τσαρουχά δεν άντεξε το ανελέητο ξύλο. Σταμάτησε να χτυπάει το πρωί της 9ης Μαΐου. Ακόμη και οι σύντροφοί του που επέζησαν από τα βασανιστήρια, σημαδεύτηκαν ψυχολογικά και σωματικά για όλη τους τη ζωή, όπως είχε δηλώσει o Βασίλης Μάστορας σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ:
“Ξεκινήσαμε από Θεσσαλονίκη για Αθήνα και φτάσαμε στα διόδια της Λεπτοκαρυάς. Μόλις πληρώσαμε τα διόδια και φύγαμε, γυρνώντας πίσω, διαπίστωσα ότι το περιβάλλον ήταν ασφαλίτικο. Ανέβηκαν πάνω σε 4-5 ΙΧ και μας κυνηγούσαν.
Αφού είπα στο Γιώργη ότι θα μας πιάσουν, δεν είπε τίποτα, αλλά διαπίστωσα ότι έκανε μια προσπάθεια να καταπιεί κανά δυο σημειώματα που είχε στην τσέπη του. Μας πρόλαβαν, μας σταμάτησαν και μας κατέβασαν αμέσως από το αυτοκίνητο, εμένα χτυπώντας με στο κεφάλι.
Γρήγορα μάς τοποθέτησαν στα αυτοκίνητα που είχαν σπεύσει και μας γύρισαν πίσω, στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σε δύο ώρες είχαμε ήδη φτάσει στην ΚΥΠ. Εμένα με χτυπούσαν με βούρδουλα στη μύτη, με τέτοια τεχνική που ο βούρδουλας δεν ξέφευγε ούτε ένα χιλιοστό από το ίδιο σημείο που με χτυπούσαν κάθε φορά. Με πήραν τα αίματα, με ξαπλώσανε κάτω και άρχισαν τη φάλαγγα”.
Μπορείτε να δείτε τη μαρτυρία του Βασίλη Μάστορα, όπως και της κόρης του Γιώργου Τσαρουχά, Καίτης στο βίντεο του Αρχείου της ΕΡΤ:
Η συγκάλυψη
Για να αποφύγει την κατακραυγή σε Ελλάδα και εξωτερικό, το χουντικό καθεστώς έστησε μια ολόκληρη επιχείρηση συγκάλυψης του εγκλήματος. Ο εισαγγελέας που ήταν παρών στη νεκροψία, δεν αντέδρασε.
Οι εφημερίδες της 10ης Μαΐου 1968, μία ημέρα δηλαδή μετά το φόνο του Γιώργου Τσαρουχά, αναπαρήγαγαν το ανακοινωθέν της Διεύθυνσης Αστυνομίας Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με το οποίο, εξαρθρώθηκε “παράνομον δίκτυον κομμουνιστών” που λάμβανε “εντολές περαιτέρω αναρχικής δράσεως“.
“Ο εξ αυτών Τσαρουχάς απεβίωσεν συνεπεία καρδιακής προσβολής“, η οποία οφειλόταν σε “βαρύτατη αρτηριοσκλήρωση των στεφανιαίων αρτηριών της καρδίας“, κατέληγε η ανακοίνωση της Χούντας.
Ήταν μια προσπάθεια συγκάλυψης ανάλογη με εκείνη που επιχειρήθηκε στην δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, πέντε χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, τόσο η οικογένεια του Τσαρουχά, όσο και συναγωνιστές του δεν πίστεψαν ποτέ την εκδοχή του καρδιακού επεισοδίου.
“Εγώ και η μάνα μου από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι τον σκότωσαν, γιατί τους δωδεκάμισι μήνες που διέφευγε τη σύλληψη, είχαμε σαφείς προειδοποιήσεις για την τύχη του […] Φτάσαμε όλη η οικογένεια στο νεκροτομείο και διεκδικήσαμε να τον δούμε και να τον πάρουμε σπίτι.
Έκανα προσπάθειες να μπω μέσα, αλλά με εμπόδισε κάποιος στην πόρτα λέγοντας “Δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ” […] Τρέχουμε προς τα κοιμητήρια της Ευαγγελιστρίας […] Στα λίγα δευτερόλεπτα που μας άφησαν, είδαμε μόνο το πρόσωπό του, που είχε βαθιά ουλή στο αριστερό μάγουλο και αλλοιωμένο το αριστερό μάτι […]
Επισκέφθηκα τον ιατροδικαστή Νόνα και μου είπε: “Τι θέλεις τώρα, ο πατέρας σου από την καρδιά του πέθανε. Τι νομίζεις, το σημείωμα που κατάπιε μπορούσα να του το πάρω με μια πλύση στομάχου”. Τόσο κυνικά. Ο Νόνας επέμεινε μέχρι τέλους ότι δεν μπορούσε να μου δώσει την έκθεση νεκροψίας. Έτσι κουκούλωσαν την υπόθεση“, αναφέρει η Καίτη Τσαρουχά στο βιβλίο “Μαρτυρίες από τη δικτατορία και την Αντίσταση” του Στέλιου Κούλογλου.
Ο ιατροδικαστής συνέταξε έκθεση σύμφωνα με την οποία ο θάνατος του Τσαρουχά δεν οφειλόταν σε εξωγενή αίτια. Συγχρόνως έκανε λόγο για “ελαφράς κακώσεις” στο δέρμα του δολοφονημένου πρώην βουλευτή. Δεν ήταν, όμως, οι πρώτες που είχε υποστεί στη ζωή του.
“Εγώ τη γλίτωσα, όμως ο Γρηγόρης…” – Η δολοφονική επίθεση
Το βράδυ της 22ας Μαΐου 1963, ο Τσαρουχάς βρισκόταν στα γραφεία της ΕΔΑ στη Θεσσαλονίκη. Θα πήγαινε στην εκλογική του περιφέρεια, την Καβάλα. Έλαβε, όμως, μια τηλεφωνική κλήση για τραμπουκισμούς παρακρατικών στην οδό Ερμού, έξω από κτήριο όπου θα έδινε ομιλία ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Πήγε στο χώρο αναζητώντας τον αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης.
Ενώ συνομιλούσε με αξιωματικούς της Χωροφυλακής, είδε έναν “ευσταλή μελαχρινό” άνδρα να τον πλησιάζει και να τον γρονθοκοπεί. “Με χτύπησε και στο κεφάλι. Ύστερα απομακρύνθηκε χωρίς να τον ενοχλήσει κανείς“, συμπλήρωσε ο Τσαρουχάς, ο οποίος επιβιβάστηκε σε ασθενοφόρο με προορισμό τον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.
Τα βάσανά του δεν είχαν τελειώσει. Δύο χωροφύλακες σταμάτησαν το ασθενοφόρο, έσπασαν τα τζάμια και άρχισαν να ξυλοφορτώνουν τον ζαλισμένο Τσαρουχά. Στη μαρτυθρία του αναφέρει:
“Με άρπαξαν ύστερα από χέρια και πόδια και με έσυραν. Με κατέβασαν από το αυτοκίνητο, μου έδωσαν κι άλλα χτυπήματα μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου“
Ο Γιώργος Τσαρουχάς διακομίστηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. Λίγο αργότερα, στο διπλανό κρεβάτι μεταφέρθηκε ο Γρηγόρης Λαμπράκης που ψυχορραγούσε. Δεν έμεινε, όμως, για πολλή ώρα δίπλα στον φίλο και συναγωνιστή του, καθώς τον μετέφεραν σε άλλο δωμάτιο.
Σύμφωνα με την Καίτη Τσαρουχά, ο πατέρας της, γεμάτος αίματα και επιδέσμους, της είπε στο νοσοκομείο: “Εγώ τη γλίτωσα, όμως ο Γρηγόρης…” και έγνεψε το κεφάλι αρνητικά.
Ο Τσαρουχάς νοσηλεύτηκε για σχεδόν ένα μήνα, έχοντας υποστεί πολλαπλά τραύματα στο πρόσωπο και εγκεφαλική διάσειση. Στη δίκη για τη δολοφονία του Λαμπράκη, ο Τσαρουχάς υπήρξε από τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας.
Το φιλμ που “έφερε στο φως” την αλήθεια
Μετά την πτώση της Χούντας, τον Ιούλιο του 1974, η σύζυγος και τα παιδιά του Γιώργου Τσαρουχά κατέθεσαν μήνυση κατά παντός υπευθύνου για τη δολοφονία της 9ης Μαΐου 1968.
Ο ανακριτής Χρήστος Ηλιάδης, που άρχισε να “σκαλίζει” εκ νέου την υπόθεση, ανακάλυψε σε ένα συρτάρι της αστυνομίας ένα φάκελο. Έγραφε το όνομα “Τσαρουχάς” και περιείχε ένα φιλμ με φωτογραφίες του δολοφονημένου βουλευτή στο νεκροτομείο.
Όταν ο Ηλιάδης είδε τα καρέ, έμεινε εμβρόντητος στην όψη του κακοποιημένου κορμιού του Τσαρουχά: μαστιγώματα στην πλάτη, πρησμένα κάτω άκρα και χτυπήματα στο εσωτερικό των μηρών και τα γεννητικά όργανα.
Οι φωτογραφίες του νεκρού πρώην βουλευτή κυκλοφόρησαν ευρέως τα επόμενα χρόνια και σόκαραν την κοινή γνώμη. “Εάν δεν είχαν βρεθεί, πιθανότατα σαν αιτία θανάτου να είχε περάσει η καρδιακή προσβολή. Τόσο καλά είχε μεθοδευτεί η υπόθεση“, υποστηρίζει η κόρη του Γιώργου Τσαρουχά.
Απορίας άξιο είναι πώς τα όργανα της Χούντας δεν κατέστρεψαν το φιλμ, ώστε να μην υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία για τη δολοφονία που διέπραξαν. Μία εξήγηση, σύμφωνα με τον ιστορικό Απόστολο Διαμαντή, είναι ότι οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση “καίγονταν” να διαβάσουν το σημείωμα που είχε καταπιεί ο Τσαρουχάς και να μάθουν πληροφορίες για τη δράση του ΚΚΕ, με αποτέλεσμα οι φωτογραφίες της Σήμανσης να περάσουν σε δεύτερη μοίρα.
Τα στάδια της συγκάλυψης και η κηδεία “εξπρές”
Οι έρευνες των αρχών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τον μηχανισμό συγκάλυψης της πολιτικής δολοφονίας έστησε ο αρχηγός της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης. Ο συνταγματάρχης Στέφανος Καραμπέρης, που καταδικάστηκε ως ένας από τους πρωταιτίους του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Ο Καραμπέρης διατεινόταν στον ανακριτή ότι στα γραφεία της ΚΥΠ δεν γίνονταν συστηματικοί βασανισμοί. Αρνήθηκε ότι το μπλόκο στα διόδια της Λεπτοκαρυάς ήταν προσχεδιασμένο και δεν δίστασε να δηλώσει “ψυχικά συγκλονισμένος” από τον θάνατο του Γιώργου Τσαρουχά.
Οι υπεύθυνοι της δολοφονίας προσπάθησαν να τον κηδέψουν εσπευσμένα και χωρίς την παρουσία των οικείων του. “Πριν συνειδητοποιήσουμε τι γινόταν, ήρθαν και μας έβγαλαν απ’ έξω.
Και ξαφνικά άρπαξαν τη σορό, έγινε μια νεκρώσιμος ακολουθία έξω από τα καθιερωμένα τα θρησκευτικά και έκαναν άρον άρον την ταφή, ενώ πια είχε σκοτεινιάσει“, ανέφερε η Καίτη Τσαρουχά.
“Έφριξα μόλις τον είδα” – Οι μαρτυρίες στη δίκη του ’79
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ορισμένα στόματα άνοιξαν. Ο ανθυπασπιστής Βασίλης Καραμήτσος, που συμμετείχε στο μπλόκο που στήθηκε στα διόδια της Λεπτοκαρυάς εναντίον του Τσαρουχά και των συντρόφων του, ομολόγησε πως ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ ήταν ζωντανός, όταν έφτασε στα κρατητήρια της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης.
Ύστερα από αρκετές αναβολές, η υπόθεση Τσαρουχά εκδικάστηκε στο Μικτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης. Διήρκεσε τρεις εβδομάδες, από τα μέσα Μαΐου έως τις αρχές Ιουνίου 1979 και καλύφθηκε με εκτενή δημοσιεύματα από τον Τύπο.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου έκατσαν συνολικά οκτώ άτομα, πέντε απόστρατοι στρατιωτικοί, ανάμεσά τους και ο Καραμπέρης και τρία όργανα της Χωροφυλακής. Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν ήταν οι θανατηφόρες σωματικές βλάβες, η ηθική αυτουργία, η ψευδορκία και η κατάχρηση εξουσίας.
Οι μαρτυρίες κατά την ακροαματική διαδικασία ήταν συγκλονιστικές, σύμφωνα με τους ρεπόρτερ. Οι κατηγορούμενοι έριχναν ο ένας την ευθύνη στον άλλον, ενώ υπάλληλοι της ΚΥΠ που προσήλθαν στο δικαστήριο, έδιναν αόριστες ή παραπλανητικές απαντήσεις για τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα και έξω από τα κρατητήρια.
“Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε στο δικαστήριο το γεγονός ότι ούτε ο Αναστασιάδης ούτε ο Ηλιακόπουλος [σ.σ.: δύο από τους κατηγορούμενους] ανέφεραν συγκεκριμένα πρόσωπα ως δράστες της κακοποιήσεως του Τσαρουχά, παρόλο που και οι δύο παραδέχθηκαν ότι γίνονταν βασανιστήρια“, έγραψε η εφημερίδα “Μακεδονία“.
“Αντικρίσαμε ένα φρικαλέο θέαμα. Το μάτι μας έπεσε αμέσως στο πρόσωπό του. Τότε είδα τα βασανιστήρια που είχε υποστεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την εικόνα. Πέρασαν έντεκα χρόνια και είναι σαν να τον έχω μπροστά μου. Τελετάρχης της κηδείας του άνδρα μου ήταν η Ασφάλεια“, κατέθεσε κλαίγοντας η χήρα σύζυγος, Ιωάννα Τσαρουχά.
Δριμύ κατηγορώ εξαπέλυσε εναντίον των κατηγορουμένων και ο Άργύρης Μπάρας, συναγωνιστής του Γιώργου Τσαρουχά που συνελήφθη την ίδια ημέρα με τη δολοφονία του τελευταίου και υπέστη εξίσου σκληρά βασανιστήρια:
“Εσείς είστε οι εκτελεστές των σχεδίων και έπρεπε να έχετε τιμωρηθεί. Τώρα σας αναγνωρίζω. Σαν θηρία λέγατε: “Άκου, Μπάρα, θα πεθάνεις! Θα σε δολοφονήσουμε όπως τον Τσαρουχά!”“.
Οι ποινές “χάδι”
Τελικά, πέντε από τους οκτώ κατηγορούμενους κρίθηκαν ένοχοι για την υπόθεση Τσαρουχά, αν και κανένας ως φυσικός αυτουργός: οι Στέφανος Καραμπέρης, Φωκίων Καραπάνος, Δημήτριος Σταματόπουλος, Σταύρος Αναστασιάδης και Δημήτριος Τασόπουλος. Οι ποινές που τους επιβλήθηκαν ήταν οι εξής:
- Καραμπέρης: 9 χρόνια και 10 μήνες κάθειρξη ως ηθικός αυτουργός
- Καραπάνος: 5 χρόνια κάθειρξη για δικαστική συγκάλυψη της δολοφονίας
- Αναστασιάδης: 22 μήνες φυλάκιση για ψυχική συνέργεια σε απλές σωματικές βλάβες με δικαίωμα εξαγοράς
- Τασόπουλος και Σταματόπουλος: 1 χρόνος φυλάκιση για τον ίδιο λόγο με τον Αναστασιάδη
Η ετυμηγορία στηλιτεύτηκε από τον Τύπο και προκάλεσε την οργή της κοινής γνώμης και των συγγενών του Τσαρουχά, καθώς θεωρήθηκε υπερβολικά ήπια σε σύγκριση με το μέγεθος του εγκλήματος.
“Ουδείς αυτουργός για τη δολοφονία του Τσαρουχά” έγραψαν τα “Νέα” και σχολίασαν την πρόταση του εισαγγελέα για “επιβολή επιεικών ποινών“, με την αιτιολογία της παρόδου 11 ετών από το έγκλημα.
Η Καίτη Τσαρουχά ήταν έξω φρενών, όταν άκουσε την απόφαση των ενόρκων, με αποτέλεσμα, όπως είχε αναφέρει, ο πρόεδρος του δικαστηρίου να την προειδοποιήσει με αποβολή από την αίθουσα.
Το συμπέρασμα ήταν πως η δίκη για το φόνο του Τσαρουχά πέτυχε να δείξει ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε προμελετημένη εγκληματική ενέργεια και όχι σε παθολογικά αίτια, αλλά δεν κατάφερε να αναδείξει τους φυσικούς αυτουργούς.
Η ζωή και η δράση ενός αγωνιστή
Ο Γιώργος Τσαρουχάς γεννήθηκε το 1912, σε ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο χωριό Δρυνοχώρι, κοντά στην Καρπερή Σερρών.
Γράφτηκε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, από όπου αποβλήθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσης και των σχέσεών του με το ΚΚΕ. Συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα και ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου, υπερασπιζόμενος πολίτες που είχαν μπει στο στόχαστρο του μεταξικού καθεστώτος.
Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, κατατάχθηκε εθελοντικά στο στρατό και πολέμησε στην πρώτη γραμμή στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, ανέπτυξε αντιστασιακή δράση και εναντίον των Γερμανών και των Βουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία.
Μετά την απελευθέρωση, εξελέγη ο πρώτος μετακατοχικός νομάρχης Καβάλας και στα χρόνια του Εμφυλίου εξορίστηκε τόσο στο στρατόπεδο της Γυάρου όσο και σε αυτό του Άη Στράτη. Συνολικά, μέχρι τις εκλογές “βίας και νοθείας” του 1961, στις οποίες εξελέγη βουλευτής με το κόμμα της ΕΔΑ, παρέμεινε φυλακισμένος και εξόριστος για περισσότερα από 11 χρόνια.
Σύμφωνα με τη μικρότερη κόρη του Γιώργου Τσαρουχά, Νίκη, ο πατέρας της κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη την ημέρα που η δημοκρατία “μπήκε στον γύψο”:
“Ντύθηκε σε ένα λεπτό κι έφυγε από το σπίτι. Και την ώρα που πήγαινε να βγει από το διαμέρισμα, ανέβαινε το ασανσέρ με τους ασφαλίτες. Όταν τους αντιλήφθηκε, κρύφτηκε για λίγο στο κοίλωμα της σκάλας κι έτσι έμεινε ασύλληπτος“.
Στο χώρο της ΚΥΠ, όπου η Χούντα ανέκρινε και βασάνισε μέχρι θανάτου τον Γιώργο Τσαρουχά και σήμερα στεγάζεται το Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, εγκαινιάστηκε το 2017 ο “Χώρος Μνήμης της Αντιδικτατορικής Αντίστασης“, με φωτογραφικό υλικό και τεκμήρια από την επταετία και τη ζωή του δολοφονημένου αγωνιστή της Αριστεράς.
Οι πληροφορίες του άρθρου βασίστηκαν στις ακόλουθες πηγές:
- εφημερίδες “Τα Νέα”, “Το Βήμα” και “Μακεδονία”
- άρθρο του ιστορικού Απόστολου Διαμαντή στον τόμο “21η Απριλίου: Πώς ήρθε – Πώς έπεσε η Χούντα” (Ε Ιστορικά)
- βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου “Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ού αιώνα” (Εκδόσεις IANOS)
- βιβλίο του Σπύρου Δερμιτζάκη “Πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη” (Εκδόσεις ΡΩΜΗ)
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: Ιστορικά Ελευθεροτυπίας
Ειδήσεις σήμερα:
- Κιβωτός του Κόσμου. «Όχι» από ΣτΕ στην επιστροφή της διοίκησης στην οικογένεια του πατέρα Αντώνιου
- Βρετανία. Η στέψη του βασιλιά Καρόλου κόστισε 72 εκατομμύρια λίρες. «Φθηνότερη» από την κηδεία της μητέρας του Ελισάβετ
- Πώς θα είναι ο καιρός τα Χριστούγεννα. Τι λένε 8 μετεωρολογικά κέντρα
- Κυνηγός χτύπησε και εγκατέλειψε γεράκι στην Εύβοια
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ