του συνεργάτη μας Στέφανου Μίλεση
Το λιμάνι του Πειραιά, έχει ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του, που δε λείπει από κανένα λιμάνι στον κόσμο. Το κεφάλαιο της πορνείας.
Ήδη από την Αγγλογαλλική κατοχή του Πειραιά του 1854, τα πληρώματα του γαλλικού στόλου του Ναυάρχου Τινάν αναζήτησαν γυναίκες προς ψυχαγωγία. Οργανωμένα σπίτια όμως δεν υπήρχαν. Κι αυτό διότι το λιμάνι του Πειραιά βρισκόταν στην πρώιμη φάση του.
Δεν είχε ακόμα λάβει την πρωτοκαθεδρία στην εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη. Τότε συνεστήθη και το πρώτο επίσημο «σπίτι» προς εξυπηρέτηση των στρατιωτών και των πληρωμάτων, για το οποίο δεν γνωρίζουμε ακριβώς την ακριβή τοποθεσία του.
Φυτέψτε δένδρα μέχρι να έρθουν οι γυναίκες
Και μέχρι να εμφανιστεί το σπίτι αυτό, ο ναύαρχος Τινάν φοβούμενος την απραξία του στρατεύματος, ανέθεσε στους άνδρες του την δημιουργία ενός κήπου. Διέταξε μάλιστα ο κήπος αυτός να φτιαχτεί δίπλα από το σπίτι που έμενε.
Η οικία ήταν του Χατζοπούλου (πρώην Μιαούλη) μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου έγινε ένας από τους σημαντικότερους κήπους του Πειραιά που έμεινε γνωστός ως Τινάνειος.
Τα πρώτα σπίτια της αμαρτίας
Κατά το 1862 καταγράφονται συνολικά τρία «σπίτια». Μαθαίνουμε την ύπαρξή τους από τις εφημερίδες της εποχής.
Όχι όμως απευθείας αλλά με την καταγραφή διαμαρτυριών προς την δημοτική αρχή της πόλης.
Οι λόγοι που διαμαρτύρονταν ήταν δυο. Ο πρώτος, ότι η Ακτή Μιαούλη αποτελούσε τότε σημείο περιπάτου και αναψυχής των Πειραιωτών.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι στους εσωτερικούς παράλληλους δρόμους, όπως για παράδειγμα στη Φίλωνος βρίσκονταν αρχοντικές οικίες της αστικής τάξης.
Το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο
Τότε το Δημοτικό Συμβούλιο του Πειραιά, ενέταξε προς συζήτηση τη συγκέντρωση όλων των κοινών γυναικών, σε ένα ελεγχόμενο σημείο.
Το θέμα του Δήμου βρήκε θετική ανταπόκριση από ένα ιατρικό συνέδριο που διενεργήθηκε το 1870. Θέμα του ήταν η περιστολή των αφροδισίων νοσημάτων.
Από την πλευρά του όμως το κράτος, δια του υπουργού των Εσωτερικών Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, στάθηκε αρνητικό σε κάθε εμπλοκή δημοτικής αρχής σε θέματα που ενέπιπταν σε ανήθικες επιχειρήσεις.
Η παραχώρηση γης από το κράτος
Ωστόσο τον Μάιο του 1872 ο Δήμος σε έγγραφό του προς την Διοικητική Αστυνομία Αθηνών – Πειραιώς επανήλθε με πρόταση ανεγέρσεως, δια ιδιωτικής δαπάνης καταστήματος κοινών γυναικών.
Δεν γνωρίζουμε το παρασκήνιο που μεσολάβησε από τον Μάιο του 1872 έως τον Μάρτιο του 1873 που ανάγκασε την κυβέρνηση της εποχής, να μεταβάλλει τη θέση της.
Πάντως τότε το κράτος παραχώρησε τεμάχια εθνικών γαιών «εις θέσιν απέχουσαν 180 μέτρα δυτικώς του Ναού του Αγίου Διονυσίου, προς ανέγερσιν καταστημάτων κοινών γυναικών».
Οι προϋποθέσεις του Συνοικισμού
Αμέσως μετά την παραχώρηση γης, ο Δήμος Πειραιά δημοσίευσε προκήρυξη. Σύμφωνα με αυτήν καλούσε εργολάβους να αναλάβουν την ανέγερση εγκαταστάσεων, σε μια έκταση περίπου οκτώ στρεμμάτων.
Οι εγκαταστάσεις θα έφεραν την επωνυμία «Συνοικισμός Κοινών Γυναικών».
Μάλιστα ο Δήμος προέβλεπε στην προκήρυξη και τις προϋποθέσεις του συγκροτήματος αυτού. Όπως ότι πρέπει να αποτελείται από τέσσερα κτηριακά συγκροτήματα χωριστά μεταξύ τους και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες.
Ο ιδιώτης που θα αναλάμβανε την ανέγερση θα λάμβανε μέρος από τα έσοδα της λειτουργίας, από τα οποία και ο Δήμος επίσης θα λάμβανε μερίδιο! Μάλιστα το μερίδιο του Δήμου θα ήταν σταθερό ανεξάρτητα από την κερδοφορία του ιδιώτη.
Οι απαιτήσεις του Δήμου
Συγκεκριμένα ο επιχειρηματίας θα έπρεπε να καταβάλλει στον Δήμο Πειραιά για κάθε κτηριακό συγκρότημα το ποσό των 500 δραχμών το μήνα (στο σύνολο δηλαδή ο Δήμος θα εισέπραττε 4 χιλιάδες μηνιαίως).
Μετά δέκα χρόνια το ποσό αυτό θα μεταβαλλόταν σε 1.000 δραχμές ανά συγκρότημα και μετά είκοσι χρόνια 2.500 δραχμές ανά συγκρότημα.
Μετά από 50 χρόνια όλο το κτηριακό συγκρότημα θα περιερχόταν στον Δήμο Πειραιώς.
Στον δημοτικό διαγωνισμό παρουσιάστηκαν πολλοί υποψήφιοι επιχειρηματίες αλλά εκείνος που κέρδισε την ανάθεση και συνεπώς την εκμετάλλευσή του ήταν ο Ν. Μπόμπολας.
Όμως μόλις ο επιχειρηματίας άρχισε την ανέγερση πρόβαλε αξίωση η έκταση να ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν και στους απογόνους του.
Ο Δήμος αναγκάστηκε να αποδεχθεί τον όρο, με την επιφύλαξη ότι εάν κάποτε άλλαζε η χρήση του, τότε η έκταση με τα υπερκείμενα κτίσματά της θα περιέρχονταν στον Δήμο Πειραιά.
Οι γυναίκες των Βούρλων δεν ήταν «του δρόμου»
Ο Συνοικισμός των κοινών γυναικών που οικοδομήθηκε έλαβε για συντομία, την ονομασία της περιοχής, που τότε καλείτο «Βούρλα».
Με αυτή την ονομασία έμεινε γνωστός. Προερχόταν από την κοντινή ακτογραμμή που είχε καταληφθεί από ελώδη ύδατα που σχημάτιζαν πραγματικά βάλτο.
Το συμβόλαιο προέβλεπε τη λειτουργία αστυνομίας και έτσι δημιουργήθηκε ο Αστυνομικός Σταθμός Βούρλων. Αργότερα θα μπει κι ένα ξύλινο φυλάκιο με ευζώνους. Κανένας άλλος οίκος ανοχής δεν επιτρεπόταν πλέον να λειτουργήσει στον Πειραιά.
Κατά περιόδους όταν η αστυνομία απασχολείτο με άλλα έργα, λάμβανε επιστολές διαμαρτυρίας.
Είτε απευθείας από τον επιχειρηματία, είτε από τον Δήμο, την καλούσαν να εξορμήσει στις γειτονιές για να συγκεντρώσει εντός των Βούρλων όλες τις κοινές γυναίκες που εργάζονταν εκτός και χαρακτηρίζονταν «του δρόμου»).
Έτσι οι νόμιμες γυναίκες ήταν «της μάνδρας» (δηλαδή των βούρλων τα οποία περίκλειε μια μάνδρα) και οι παράνομες ήταν «του δρόμου». Κάπως έτσι βγήκε και η φράση “τη μάντρωσε”
Τα χρόνια λειτουργίας των Βούρλων, εάν αποκαλούσες μια γυναίκα ότι ήταν «του δρόμου», τότε εκείνη έσπευδε να σου δείξει την ειδική άδεια εισόδου στα Βούρλα που διέθετε, αποδεικνύοντας τη νομιμότητά της.
Οι απαιτήσεις του επιχειρηματία και του Δήμου
Το συμμάζεμα των γυναικών «του δρόμου» δεν αποτελούσε εύκολη υπόθεση.
Πολλές γυναίκες εργάζονταν στα βαριετέ του λιμανιού και η συνεύρεση γινόταν ιδιωτικά σε δωμάτια πάνω από τα κέντρα διασκέδασης.
Καθώς η απόδειξη άσκησης πορνείας δεν μπορούσε να γίνει από ένστολους, δημιουργήθηκε ειδικός κλάδος αστυνομίας.
Ήταν το γνωστό «Ηθών», οι άνδρες της οποίας μεταμφιεσμένοι σε πελάτες, έπρεπε να πιάσουν «στα πράσα» (επ΄ αυτοφώρω) τις λεγόμενες και ως «αδέσποτες».
Τα διαφυγόντα κέρδη
Όσο καθυστερούσαν οι αστυνομικές επιχειρήσεις αυτού του είδους, τα «Βούρλα» είχαν διαφεύγοντα κέρδη.
Κάθε καθυστέρηση έδινε στον εκμεταλλευτή επιχειρηματία την ευκαιρία να προσφύγει στα δικαστήρια. Μπορούσε να κερδίσει την απαλλαγή από την υποχρέωση να καταβάλλει το μηνιαίο μίσθωμα στον Δήμο.
Από τις γυναίκες που δεν ήταν αδέσποτες, αλλά «δεσποζόμενες» στα Βούρλα, κέρδιζε ο επιχειρηματίας, οι “ενδιάμεσοι”, ο Δήμος, το Κράτος και άγνωστο πόσοι ακόμα.
Ως «ενδιάμεσοι» ήταν όλοι εκείνοι οι μαστροποί, η τσατσά των Βούρλων (γνωστή και ως Δράκαινα) και οι υπάλληλοι της μάνδρας.
Τελευταίοι όλων οι δυστυχείς κοινές γυναίκες ηλικίας 16 έως 60 χρόνων, με τις περισσότερες εξ αυτών μάλιστα να μοιράζονται τα κέρδη τους με τους λεγόμενους αγαπητικούς, που δεν έκαναν άλλη εργασία.
Η κερδοφορία για όλους ήταν εξασφαλισμένη, μόνο εάν εξέλειπε ο συναγωνισμός.
Έτσι η αστυνομία βρισκόταν διαρκώς σε επιχειρήσεις περισυλλογής. Η συχνότητα τέτοιων επιχειρήσεων ήταν μεγαλύτερη από ότι η καταδίωξη των ναρκωτικών, την αλητεία, τους φόνους, τις ληστίες και όλα τα εγκλήματα που ταλάνιζαν χρόνια το λιμάνι του Πειραιά.
Η υποχρέωση των εξοδούχων γυναικών
Για τις κοινές γυναίκες η παραμονή στα Βούρλα ήταν υποχρεωτική από τις εννέα το βράδυ μέχρι τις εννέα το πρωί.
Οι «εξοδούχες» έπρεπε πριν μια ώρα πριν το άνοιγμα της θύρας να παρουσιαστούν σε ιατρό προς επιθεώρηση λόγω των αφροδισίων νοσημάτων που ήταν διαδεδομένα.
Τελικώς ο έλεγχος και οι υποχρεώσεις προς τις γυναίκες των Βούρλων έγιναν τόσες πολλές, που κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1920 συνέβη το εξής. Όσες κοινές γυναίκες της Αθήνας δεν υπάκουαν στις εντολές των “σπιτιών” όπου φιλοξενούνταν, στέλνονταν ως τιμωρία στα Βούρλα, για χρονική περίοδο 15 ημερών.
Τότε αφού συνετίζονταν με όσα έβλεπαν, “πειθαρχούσαν” στις εντολές των αρμοδίων…
Η υπόσχεση για λειτουργία «αγοράς»
Τα Βούρλα έκλεισαν για λίγο το 1932, αλλά καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι διαμαρτυρήθηκαν άνοιξαν πάλι. Όμως όταν το 1875 τα Βούρλα εκκίνησαν τη λειτουργία τους η περιοχή ήταν ακατοίκητη.
Η επαναλειτουργία του 1932 ξεσήκωσε ένα άλλο κύμα αντιδράσεων καθώς από το ‘22 και μετά πρόσφυγες είχαν κατακλύσει ολόγυρα την περιοχή. Η Δημοτική αρχή κάτω από την προσφυγική πίεση, εξήγγειλε ότι τα Βούρλα θα στεγάσουν την δημοτική αγορά του Πειραιά. Τα χρόνια περνούσαν και τίποτε δεν άλλαζε.
Μάλιστα το 1937 το δημοτικό συμβούλιο Πειραιά προκειμένου να απαλλαγεί από την πίεση όσων κέρδιζαν από τη λειτουργία των Βούρλων, εξέδωσε νέα απόφαση με την οποία δεσμευόταν να μην προβεί σε καμία ενέργεια μέχρι οι αρμόδιες κρατικές αρχές να αποφασίσουν περί της τύχης του εν λόγω καταστήματος. Όταν τα Βούρλα ως συνοικισμός κοινών γυναικών καταργήθηκαν, λειτούργησαν στη θέση τους φυλακές.
Καθώς η μεταβολή αυτή ουδέποτε επήλθε από ευθύνη του επιχειρηματία-εργολάβου, αλλά από το κράτος, η έκταση παρέμεινε στην πλήρη κυριότητά του.
Ειδήσεις σήμερα:
- Ηλιοφάνεια, χωρίς βροχές με σταθερές θερμοκρασίες. Αναλυτική πρόγνωση
- “Όχι” της Χαμάς για σύντομη εκεχειρία στη Γάζα. Τι ζητά η οργάνωση
- Σερβία. Στους 14 οι νεκροί από κατάρρευση οροφής στον σιδηροδρομικό σταθμό του Νόβι Σαντ (βίντεο)
- Απεργία πείνας ξεκινά ο πρώην πρόεδρος της Βολιβίας, Έβο Μοράλες. Οι λόγοι που τον ώθησαν
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ