Τα ναυτικά βιβλία του Τζόζεφ Κόνραντ είναι τόσα πολλά και τόσο σημαντικά που πάντα τον φανταζόμαστε στο κατάστρωμα ενός καραβιού και λησμονούμε πως πέρασε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του στη στεριά, διάγοντας έναν βίο αφάνταστα στατικό.
Πράγματι, σαν σωστός ναυτικός, απεχθανόταν τα ταξίδια και τίποτε δεν τον ζωογονούσε περισσότερο από το να κλείνεται στο γραφείο του και να αγωνίζεται να γράψει ή να κουβεντιάζει με τους επιστήθιους φίλους του. Αν και η αλήθεια είναι πως δεν εργαζόταν πάντα στα δωμάτια που κατά κανόνα προορίζονταν για αυτόν τον σκοπό: Προς το τέλος της ζωής του συνήθιζε να κρύβεται στις πιο απόμακρες γωνιές του κήπου του σπιτιού του στο Κεντ, γεμίζοντας με ορνιθοσκαλίσματα κάθε λογής χαρτάκια.
Υπάρχουν μάλιστα στοιχεία ότι κάποτε είχε καταλάβει επί μία ολόκληρη εβδομάδα το μπάνιο του σπιτιού του, δίχως να δώσει καμία εξήγηση στην οικογένειά του που όλο αυτό το διάστημα ήταν αναγκασμένη να κάνει πολύ περιορισμένη χρήση αυτού του χώρου.
Κάποια άλλη εποχή το πρόβλημα ήταν ενδυματολογικό, αφού ο Κόνραντ αρνιόταν να φορέσει οτιδήποτε άλλο εκτός από ένα παλιό μπουρνούζι με ξεθωριασμένες κίτρινες ρίγες, πράγμα που αποδεικνυόταν ιδιαιτέρως ενοχλητικό όταν εμφανίζονταν απροειδοποίητα φίλοι ή τουρίστες από τις Ηνωμένες Πολιτείες που έλεγαν πως ήταν περαστικοί.
Μανιώδης καπνιστής
Η μεγαλύτερη απειλή όμως για την οικογενειακή ασφάλεια ήταν η αδιόρθωτη μανία του Κόνραντ να κρατάει συνεχώς ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του. Συνήθως το άναβε για λίγα λεπτά και ύστερα το παρατούσε όπου έβρισκε.
Η γυναίκα του, η Τζέσσι, το είχε αποδεχτεί και δεν την ένοιαζε που τα βιβλία, τα σεντόνια, τα τραπεζομάντιλα ή τα έπιπλα ήταν γεμάτα καψίματα. Απλώς ήταν αναγκασμένη να ζει σε κατάσταση ετοιμότητας, προκειμένου να μην δει και τον ίδιο τον άντρα της να αρπάζει φωτιά, αφού ο Κόνραντ, ακόμη και όταν υπέκυψε στις παρακλήσεις της και απέκτησε τη συνήθεια να πετάει τα αποτσίγαρα του σε ένα μεγάλο βάζο με νερό που το είχε διαθέσει για το σκοπό αυτό, είχε διαρκώς περιπέτειες με τη φωτιά.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που λίγο έλειψε να λαμπαδιάσουν τα ρούχα του επειδή καθόταν υπερβολικά κοντά στη σόμπα, ενώ κάθε λίγο και λιγάκι το βιβλίο που διάβαζε έπιανε ξαφνικά φωτιά αφού το κρατούσε πολύ κοντά στο κερί που το φώτιζε.
Ένας οξύθυμος συγγραφέας
Ο Κόνραντ ήταν αφηρημένος, αλλά τα κυριότερα γνωρίσματα του χαρακτήρα του, η οξυθυμία και συγκαταβατικότητά του, ήταν αντιφατικά.
Η φυσιολογική του κατάσταση κυμαινόταν από την ανησυχία στη νευρική υπερένταση και η αγωνία του για τους άλλους ήταν τόσο μεγάλη, που και η παραμικρή αναποδιά να τύχαινε σε ένα φίλο του, τον έπιανε κρίση ποδάγρας, μία αρρώστια που τον είχε προσβάλλει στα νιάτα του στο αρχιπέλαγος της Μαλαισίας και έκτοτε τον ταλαιπωρούσε σε όλη του τη ζωή.
Ήταν πάντα σε κατάσταση υπερέντασης και αυτό ήταν η πηγή της οξυθυμίας του, την οποία μετά βίας μπορούσε να ελέγξει, και που ωστόσο, μόλις καταλάγιασε, δεν άφηνε πίσω της το παραμικρό ίχνος.
Ο Κόνραντ ήταν τόσο ευέξαπτος που όταν του έπεφτε στο πάτωμα η πένα, αντί να την ξαναπιάσει στη στιγμή και να συνεχίσει να γράφει, περνούσε αρκετά λεπτά της ώρας χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι φουρκισμένος, θρηνώντας θαρρείς για το ατυχές γεγονός.
Ο χαρακτήρας του ήταν πάντα ένα αίνιγμα για τους ανθρώπους του κύκλου του.
Η εσωτερική του έξαψη τον οδηγούσε μερικές φορές σε παρατεταμένες σιωπές, ακόμη και παρουσία των φίλων του, οι οποίοι τον περίμεναν υπομονετικά να ξαναπιάσει τη συζήτηση, στην οποία συνήθως συμμετείχε ζωντανά, επιδεικνύοντας ένα απίστευτο χάρισμα την προφορική αφήγηση.
Τις περισσότερες φορές ωστόσο μετά από αυτές τις ατελείωτες σιωπές, όπου έμοιαζε να στοχάζεται, ξεπηδούσε από τα χείλη του μία αλλόκοτη ερώτηση που δεν είχε καμία σχέση με τα όσα συζητούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μπορεί να ρωτούσε λόγου χάρη: “Τι γνώμη έχετε για τον Μουσολίνι;”.
Η απέχθεια για τον Ντοστογιέφσκι και τον Ναπολεόντα
Ο Κόνραντ φορούσε μονόκλ και δεν του άρεσε η ποίηση. Σύμφωνα με τη γυναίκα του, σε όλη του τη ζωή δεν είχε εκφράσει την επιδοκιμασία του παρά μόνο για δύο ποιητικά βιβλία: το ένα ήταν ενός γάλλου ποιητή που η κυρία Κόνραντ δεν θυμόταν το όνομά του, και το άλλο του φίλου του Άρθουρ Σάιμονς.
Ο συγγραφέας όμως τον οποίο απεχθανόταν περισσότερο ήταν ο Ντοστογιέφσκι. Τον μισούσε επειδή ήταν Ρώσος, επειδή ήταν τρελός και επειδή ήταν μπερδεμένος.
Και η ελάχιστη αναφορά στο όνομα του Ντοστογιέφσκι τον έκανε να ξεσπάει με λύσσα.
Παρότι είχε χάσει τους γονείς του σε μικρή ηλικία και διατηρούσε λίγες αναμνήσεις από αυτούς, ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο απασχολούσε η παράδοση της οικογένειάς του και οι πρόγονοί του, μέχρι του σημείου συχνά να εκφράζει τη βαθιά του λύπη που ένας αδερφός του παππού του, κατά την οπισθοχώρηση των ταγμάτων του Ναπολέοντα από τη Μόσχα, είχε αναγκαστεί μαζί με δύο αξιωματικούς συντρόφους του να ανακουφίσουν την τρομερή πείνα που τους βασάνιζε σε βάρος ενός “άμοιρου λιθουανικού σκύλου”.
Το γεγονός ότι ένας συγγενής του είχε τραφεί με κρέας σκύλου τού φαινόταν μεγάλη ντροπή, για την οποία έμμεσα καθιστούσε ένοχο, φυσικά, τον Βοναπάρτη προσωπικά.
Ένας τρυφερός σύζυγος
Μέχρι τα 38 του χρόνια ο Κόνραντ ήταν ανύπαντρος και όταν επιτέλους έκανε πρόταση γάμου στη γυναίκα του μετά από πολλά χρόνια γνωριμίας και φιλίας, η πρότασή του ήταν τόσο απαισιόδοξη όσο και ορισμένα από τα διηγήματά του.
Της ανακοίνωσε ότι δεν του απέμεναν πολλά χρόνια ζωής και ότι δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να κάνει παιδιά. Το αισιόδοξο κομμάτι ήρθε στη συνέχεια όταν της διευκρίνισε πως παρόλα αυτά, έτσι όπως ήταν η ζωή του, πίστευε πως εκείνος και η Τζέσσι θα μπορούσαν να περάσουν μερικά ευτυχισμένα χρόνια μαζί.
Το σχόλιο της μητέρας της νύφης μετά την πρώτη της συνάντηση με τον υποψήφιο γαμπρό ήταν ανάλογο.
“Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί αυτός ο άντρας θέλει να παντρευτεί”, είπε.
Παρόλα αυτά ο Κόνραντ ήταν ένας τρυφερός σύζυγος: Συχνά προσέφερε λουλούδια στη γυναίκα του, και κάθε φορά που τελείωνε ένα βιβλίο τής έκανε ένα μεγάλο δώρο.
Ο θάνατος του συγγραφέα
Ο Κόνραντ πέθανε εντελώς ξαφνικά στις 3 Αυγούστου 1924 στο σπίτι του στο Κεντ, στα 66 του χρόνια.
Δεν αισθανόταν καλά από την προηγουμένη, αλλά τίποτε δεν είχε προϊδεάσει τους δικούς του για τον επικείμενο θάνατό του.
Γι’ αυτό, όταν ο θάνατος ήρθε, τον βρήκε μόνο στην κάμαρά του να ξεκουράζεται.
Η γυναίκα του, στο διπλανό δωμάτιο, τον άκουσε να φωνάζει “Εδώ!…”, και μια δεύτερη πνιχτή λέξη την οποία δεν ξεχώρισε, κι ύστερα έναν γδούπο.
Ο Κόνραντ είχε πέσει από την πολυθρόνα του στο πάτωμα.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας:Wikimediamtx Commons (ο συγγραφέας με την ανιψιά του)
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr