Όταν ήταν μόλις 12 ετών ο Ρίτσαρντ Ραμίρεζ, ο αγαπημένος του ξάδερφος, ο Μάικ, πυροβόλησε και σκότωσε τη σύζυγό του.
Ο δολοφόνος είχε υπηρετήσει ως πεζοναύτης στο Βιετνάμ και συνήθιζε να περνάει ώρες με τον 12χρονο Ρίτσαρντ και να του λέει ιστορίες από τον πόλεμο.
Του έδειξε πώς να μαχαιρώνει γρήγορα και αποτελεσματικά τους αντιπάλους του.
Του διηγήθηκε πώς βίαζε και βασάνιζε Βιετναμέζες, οι οποίες βρίσκονταν στο έλεος του αμερικάνικου στρατού.
Είχε μαζί του πολλές φωτογραφίες που απεικόνιζαν γυμνές γυναίκες δεμένες σε δέντρα, ενώ σε μία από αυτές ο Μάικ στεκόταν με ένα κομμένο γυναικείο κεφάλι στο χέρι του.
Όταν σκότωσε τη σύζυγό του, ο Ρίτσαρντ είδε τα πάντα, αλλά δεν είπε τίποτα στους γονείς του.
Ο Μάικ συνελήφθη, κρίθηκε ως ψυχασθενής και κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική για πέντε χρόνια.
Όταν πήρε εξιτήριο, τον περίμενε ο 17χρονος πια Ρίτσαρντ, που ένιωθε έτοιμος να κάνει τις φαντασιώσεις του πραγματικότητα.
Περνούσαν ώρες μαζί, πίνοντας αλκοόλ, παίρνοντας ναρκωτικά και μιλώντας για τις βίαιες φαντασιώσεις τους.
Η οικογένεια του Ρίτσαρντ δεν γνώριζε τίποτα για όλα αυτά.
Άλλωστε είχαν καλές σχέσεις αν και ο πατέρας του όταν έπινε γινόταν βίαιος.
Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του είχαν δεχτεί κακοποίηση, αλλά πάντα τον προστάτευαν, σύμφωνα με τα λεγόμενά του.
Όταν ήταν μικρός, είχε τραυματιστεί δύο φορές στο κεφάλι του.
Την πρώτη φορά χρειάστηκε περισσότερα από 30 ράμματα για να κλείσει την πληγή, ενώ το δεύτερο χτύπημα του προκαλούσε κρίσεις επιληψίας για χρόνια.
Βέβαια, δεν αποδείχτηκε ποτέ αν οι τραυματισμοί επηρέασαν με κάποιον τρόπο την ψυχολογία του και αύξησαν την επιθετικότητά του.
Το πιο πιθανό είναι ότι είχε πάντα τη ροπή προς τη βία, την οποία και καλλιέργησε στο πλευρό του ξαδέρφου του.
Στην εφηβεία άρχισε να ασχολείται με τον σατανισμό και πολλά βράδια κοιμόταν σε νεκροταφεία.
Έμεινε «πιστός» σατανιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στα 17, αφού παράτησε το σχολείο, έπιασε δουλειά σε ένα ξενοδοχείο, όπου χρησιμοποιούσε το κλειδί του για να κλέβει τους πελάτες που νοίκιαζαν τα δωμάτια.
Πολλές φορές, κρυβόταν και παρακολουθούσε τις γυναίκες να γδύνονται.
Μία φορά, αποπειράθηκε να βιάσει μία κοπέλα, αλλά τον σταμάτησε ο σύζυγός της, ο οποίος τον ξυλοκόπησε μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του.
Θα κατέληγε στη φυλακή για απόπειρα βιασμού, αλλά το ζευγάρι επέλεξε να μην κάνει μήνυση και ο Ραμίρεζ γλίτωσε.
Ο «Κυνηγός της Νύχτας»
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποια θα ήταν η εξελιξή του αν είχε φυλακιστεί.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι τελικά έγινε δολοφόνος.
Το πρώτο του θύμα εντοπίστηκε στις 10 Απριλίου του 1984. Ήταν ένα 9χρονο κορίτσι, η Μέι Λουνγκ, την οποία βίασε πριν την μαχαιρώσει.
Μέχρι και το 2009, όταν εξετάστηκε το DNA που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος, η δολοφονία της Λουνγκ δεν είχε αποδοθεί στον Ραμίρεζ.
Για τον επόμενο χρόνο, ο Ραμίρεζ έσπειρε τον φόβο και τον τρόμο στην περιοχή της Καλιφόρνια.
Η συμπεριφορά του ήταν απρόβλεπτη, αλλά παρουσίαζε κάποια κοινά στοιχεία.
Σχεδόν πάντα, έμπαινε σε σπίτια αργά τη νύχτα. Πυροβολούσε αμέσως τον άντρα και βίαζε τη γυναίκα πριν να τη σκοτώσει.
Δεν τον ενδιέφερε να βασανίσει τα θύματά του, γι’ αυτό και συνήθως τα σκότωνε γρήγορα και αποτελεσματικά.
Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι.
Επέλεγε ζευγάρια 60 χρονών και άνω, που δεν μπορούσαν να αμυνθούν εύκολα.
Πολλές από τις γυναίκες που βίασε ήταν πάνω από 70 χρόνων.
Ζωγράφιζε πεντάλφα στους τοίχος των σπιτιών του και μερικές φορές, ακόμα και πάνω στα κορμιά τους.
Η αστυνομία δεν μπορούσε να προβλέψει τις κινήσεις του, γιατί δεν ακολουθούσε ποτέ ακριβώς την ίδια διαδικασία στα εγκλήματά του, ούτε και ήταν δυνατόν να προβλέψουν ποια θα ήταν τα επόμενα θύματα.
Το μόνο στοιχείο που είχαν ήταν ότι ήταν ψηλός, μελαχρινός και έμοιαζε με Μεξικάνο.
Μετά από μία από τις αρχικές δολοφονίες, βρήκαν ένα δαχτυλικό αποτύπωμα, το οποίο όμως δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, γιατί δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα το αρχείο αποτυπωμάτων για την Καλιφόρνια.
Μπορούσε να γίνει ταυτοποίηση, μόνο αν είχαν τα αποτυπώματα του δράστη και του κάθε υπόπτου και τα συνέκριναν μεταξύ τους. Επομένως, μέχρι να βρεθεί ο βασικός ύποπτος ήταν ουσιαστικά άχρηστα.
Το κυνηγητό
Μετά τα δαχτυλικά αποτυπώματα, το μοναδικό στοιχείο που εντόπισε η αστυνομία ήταν το αποτύπωμα από τα αθλητικά παπούτσια του δράστη.
Ήταν μάρκα Avia και μόνο ένα τέτοιο ζευγάρι είχε πουληθεί στην περιοχή του Λος Άντζελες.
Η αγορά όμως είχε γίνει με μετρητά και δεν μπορούσε να εντοπιστεί ο αγοραστής.
Η αστυνομία ακολουθούσε τις κινήσεις του Ραμίρεζ, στην κυριολεξία μέσω των πατημάτων του, αλλά κι αυτή η μικρή βοήθεια εξαφανίστηκε, όταν η αστυνομία του Σαν Φρανσίσκο αποκάλυψε δημοσίως ότι γνώριζαν τη μάρκα των αθλητικών του.
Ο Ραμίρεζ πέταξε τα παπούτσια και έκτοτε τα ίχνη του ξαναχάθηκαν.
Τελικά, στον δολοφόνο τους οδήγησε ένας έφηβος που παρατήρησε μία περίεργη μαυροντυμένη φιγούρα που έμοιαζε με τον περίφημο «Κυνηγό της Νύχτας», έξω από ένα γειτονικό σπίτι.
Κράτησε τον αριθμό της πινακίδας του αυτοκινήτου και το έδωσε στην αστυνομία.
Εντόπισαν το αυτοκίνητο μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα και πάνω στον καθρέφτη, βρήκαν άλλο ένα δαχτυλικό αποτύπωμα.
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από το πρώτο αποτύπωμα και το σύστημα είχε εκσυγχρονιστεί, με αποτέλεσμα να μπορεί πλέον να γίνει ταύτιση αποτυπωμάτων, ακόμα και χωρίς να έχουν προσαγάγει τον ύποπτο για να του πάρουν το αποτύπωμα.
Έτσι έφθασαν στον Ρίτσαρντ Ραμίρεζ, που σύμφωνα με τα αρχεία της αστυνομίας, είχε συλληφθεί για μία ληστεία το 1984.
Η φωτογραφία κυκλοφόρησε παντού και οι αστυνομικοί περικύκλωσαν τον σταθμό λεωφορείων στο Λος Άντζελες, αναμένοντας τον Ραμίρεζ να επιχειρήσει να φύγει από την πολιτεία.
Όμως ο Ραμίρεζ βρισκόταν ήδη σε άλλη πολιτεία, γιατί είχε πάει να επισκεφτεί τον αδερφό του και δεν είχε αντιληφθεί τι είχε συμβεί.
Όταν επέστρεψε στο Λος Άντζελες, είδε τους αστυνομικούς στον σταθμό και προσπάθησε να διαφύγει.
Τον αναγνώρισαν οι πολίτες και άρχισαν να φωνάζουν και να τον κυνηγούν.
Ο Ραμίρεζ το έβαλε στα πόδια, αλλά ήταν αργά.
Ένας άντρας τον χτύπησε στο κεφάλι και τον έριξε κάτω, αλλά ο δολοφόνος σηκώθηκε και συνέχισε να τρέχει.
Τελικά, ο κόσμος τον περικύκλωσε και θα τον λιντσάριζε μέχρι θανάτου, αν δεν παρενέβαινε η αστυνομία για να τον σώσει.
Ο δολοφόνος-ρόκσταρ
Ο Ραμίρεζ δεν έδειξε ούτε στιγμή ότι μετάνιωσε για ό,τι έκανε.
Στο δικαστήριο, έμπαινε λέγοντας «Χαίρε Σατανά» και συχνά γελούσε, όταν έδειχναν φωτογραφίες των νεκρών.
Όταν καταλάβαινε ότι οι συγγενείς των νεκρών αντιδρούσαν άσχημα, γύριζε και τους κοίταζε, χαμογελώντας. Καταδικάστηκε σε θάνατο για τη δολοφονία 13 ανθρώπων και τον βιασμό 25 γυναικών.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, υπήρξαν και θαυμάστριες.
Πολλές γυναίκες άρχισαν να του στέλνουν γράμματα, ζητώντας να τον γνωρίσουν από κοντά.
Μία από αυτές, η Ντορίν Λαϊόι, του έστειλε πάνω από 75 επιστολές και τον παντρεύτηκε στη φυλακή το 1996. Δήλωσε ότι ήταν «εκστατικά χαρούμενη» την ημέρα του γάμου της και ότι θα αυτοκτονούσε, όταν τον εκτελούσαν.
Αυτό όμως δεν συνέβη ποτέ, καθώς η εκτέλεση του Ραμίρεζ αναβαλλόταν συνεχώς, με αποτέλεσμα να πεθάνει από ασθένεια σε ηλικία 53 ετών.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr