Ο Μάρκος Βαμβακάρης υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας ρεμπέτης, ένας σπουδαίος μουσικός, τα τραγούδια του οποίου είναι πασίγνωστα και τα τραγουδούν ακόμη και νεότερες γενιές.
Το 1954, ο Συριανός ρεμπέτης αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Ήταν, επίσης, η εποχή που το ρεμπέτικο τραγούδι έχανε τη δημοτικότητά του.
Οι συνθήκες αυτές βοήθησαν ώστε να γίνει περισσότερο γνωστός ο κατά 25 χρόνια μικρότερος αδερφός του: ο Αργύρης Βαμβακάρης.
Τα πρώτα βήματα στο πλάι του μεγάλου αδερφού
Μετά το θάνατο του πατέρα τους, Δομένικου Βαμβακάρη το 1942, ο Μάρκος ανέλαβε τη φροντίδα του μικρού του αδελφού. Όπως ήταν αναμενόμενο, τον μύησε στην τέχνη του μπουζουκιού.
Στην αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος Βαμβακάρης ανέφερε:
“Το μικρό τον Αργύρη, αφού τον είχα κοντά μου, άρχισα να του μαθαίνω τη δουλειά που έκανα εγώ. Ήταν περίπου δέκα χρονώ όταν επρωτόπιασε το μπουζούκι και σε λίγο διάστημα, σε έναν χρόνο, έγινε άφθαστος στο είδος του. Εφαινόταν ότι θα γίνει διάσημος, όπως και έγινε. Εκοίταζα και να τον εμορφώσω και τον έβαλα στο Ωδείο Πειραιώς”.
Ήδη από την ηλικία των 12-13 ετών, ο Αργύρης Βαμβακάρης έπαιζε και μόνος του σε κάποιες δουλειές σε χωριά γύρω από την Αθήνα. “Τότες βλέπεις ο μικρός ήταν καλός και έπαιζε πολύ καλά, δηλαδή μπορούσε να βγάλει τη δουλειά μόνος του.
Επήγαινε στο Μαρκόπουλο, επήγαινε στα Λιόσια, στο Λιόπεσι και στα Σπάτα και εκονομούσε διότι ήταν μικρός και τον αγαπούσαν. Ήξεραν ότι ήταν αδερφός μου και τον πρόσεχαν. Όλοι έλεγαν “Του Μάρκου το αδερφάκι”“, είπε ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Έπαιξε δίπλα σε μεγάλα ονόματα και καθιερώθηκε στα 50s
Τα δύο αδέρφια δούλεψαν μαζί σε πολλά μαγαζιά, όπως στην “Άμφισσα” της οδού Ίωνος, στο “Καρέ του Άσσου” στον Άγιο Παύλο και στου “Βαγγέλα” της οδού Πατησίων.
Σταθμός στην καριέρα του Αργύρη αποτέλεσε το κέντρο “Καλαματιανού” στις Τζιτζιφιές. Από 17 ετών έπαιξε εκεί, δίπλα σε μεγάλους δεξιοτέχνες της εποχής, όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Μητσάκης και ο Στέλιος Κερομύτης.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, είχε την τύχη να δουλέψει μαζί με σπουδαία ονόματα, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και η Άννα Χρυσάφη.
Το 1950, σε ηλικία 20 ετών, ο Αργύρης Βαμβακάρης ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι ως συνθέτης: το “Ο καημός της μάνας”, που το τραγούδησαν η Σούλα Καλφοπούλου και ο αδερφός του.
Έπαιξε ως εκτελεστής σε πάρα πολλούς δίσκους και συνέθεσε τραγούδια που τα τραγούδησαν η Γιώτα Λύδια, ο Σπύρος Ζαγοραίος και ο Μανώλης Αγγελόπουλος. Δεν είχε πλέον την ανάγκη του φτασμένου αδερφού του.
“Ποτέ δεν το είχα απολαύσει από άλλον“. Ο εκθειασμός του Μανώλη Χιώτη
Το ταλέντο και η δεξιοτεχνία του Αργύρη Βαμβακάρη αναγνωρίστηκε όχι μόνο από το κοινό, αλλά και από μεγάλους λαϊκούς συνθέτες. Ο Βαγγέλης Περπινιάδης τον έπαιρνε σε πολλές ηχογραφήσεις μαζί του.
Όταν ο Μανώλης Χιώτης άκουσε να παίζει το τραγούδι του “Φλόγα”, του είπε: “Είσαι ο μόνος απ’ τον οποίο άκουσα αυτό που παίζω, χωρίς να παίζω εγώ. Ποτέ δεν το είχα απολαύσει από άλλον“.
Ο αγαπημένος ανιψιός του Αργύρη Βαμβακάρη, Γιάννης Παλαιολόγου είχε πει ότι τον κατέτασσε ανάμεσα στους πρώτους μπουζουξήδες της Ελλάδας:
“Ήταν της κλάσης του Χιώτη, του Μπέμπη και του Τσιμπίδη. Εγώ, βλέποντας τα χέρια του, έμαθα μπουζούκι. Τη νότα του Αργύρη την τρέμανε […] Όποιος άκουσε το μπουζούκι του Αργύρη μόνο μέσα από τη δισκογραφία, θα έχει ακούσει το ένα δέκατο από αυτό που άξιζε πραγματικά”
“Πολλές φορές του πηγαίνανε και τα μπουζούκια τους, για να τα διορθώσει”
Το 1952, ο Αργύρης Βαμβακάρης παντρεύτηκε την Σούλα Καυτάρη. Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά, δύο κόρες κι έναν γιο, τον Λινάρδο που επίσης ασχολήθηκε με το μπουζούκι.
“Μια μέρα μου είπε: “Από σήμερα θα αρχίσεις να έρχεσαι στο μαγαζί μαζί μου”. Και έτσι άρχισα να παίζω δίπλα του. Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος δάσκαλος στο μπουζούκι. […] Όλοι οι Έλληνες οι νυχτόβιοι, που τους άρεσαν τα μπουζούκια, στον πατέρα μου πηγαίνανε.
Τα μεγάλα μαγαζιά που φέρνανε φίρμες και είχαν στημένο πρόγραμμα δεν τα γούσταρε πολύ ο κόσμος. Άντε να πηγαίνανε μια-δυο φορές. Τα τραγούδια που τους έπαιζε ο Αργύρης πουθενά δεν τα ακούγανε. […]
Πολλές φορές του πηγαίνανε και τα μπουζούκια τους, για να τα διορθώσει. Πιάνανε πολύ τα χέρια του. Μόνο σκάφη δεν έφτιαχνε”
Έμεινε 20 χρόνια στην Αμερική και, όταν επέστρεψε, είχε ξεχαστεί
Το 1961, έφυγε για τις ΗΠΑ με όνειρο μια καλύτερη ζωή. Δούλεψε σε διάφορα γνωστά μαγαζιά και, παράλληλα, ερχόταν στην Ελλάδα για ηχογραφήσεις.
Στην Αμερική, ηχογράφησε το “Γεννήθηκα για να πονώ” με την Καίτη Πετράκη, τις “Παρανομίες” με την Ανθούλα Παππά και άλλα τραγούδια που οι εκτελέσεις τους άφησαν εποχή.
Στην Ελλάδα επέστρεψε οριστικά το 1981. Όμως, είχε ξεχαστεί από όλους και δεν έβρισκε δουλειά ούτε για μεροκάματο, όπως επιβεβαίωσε ο γιος του, Λινάρδος. Εκείνος τον πήρε μαζί του σε ένα κέντρο που δούλευε, αλλά ο Αργύρης στενοχωριόταν και αναρωτιόταν: “Μήπως δε φτουράω πια;“.
Το 1983, ο Αργύρης Βαμβακάρης πέθανε από ανακοπή, σε ηλικία 53 ετών. Ο σεμνός του χαρακτήρας και η εικοσαετής απουσία του στις ΗΠΑ στάθηκαν εμπόδιο στο να φτάσει στις μέρες μας ο απόηχος του έργου του.
“Αυτός ο τόσο χαρισματικός άνθρωπος δεν έγινε γνωστός, παρά μόνο στους μουσικούς της εποχής του. Δεν είχε τη μανία να προβληθεί, δεν ήταν καθόλου δημοσιοσχεσίτης.
Ποτέ από κανέναν δεν ζήτησε το παραμικρό, ακόμα και από ανθρώπους που είχε βοηθήσει στην καριέρα τους“, είπε ο Γιάννης Παλαιολόγου για τον θείο του.
Ένα σόλο του Αργύρη Βαμβακάρη που ηχογραφήθηκε τον καιρό που βρισκόταν στις ΗΠΑ:
Με πληροφορίες από:
- Αφιέρωμα “Πειραιάς και τραγούδι”, περιοδική έκδοση της Ελληνογαλλικής Σχολής Πειραιά “Ο Άγιος Παύλος”
- “Λαϊκά Πορτρέτα Ι – Μεγάλοι σολίστες του μπουζουκιού από τη δεκαετία του ’50”, Εκδόσεις Μετρονόμος
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Youtube
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr