Το 1806 η εξολόθρευση των κλεφτών της Πελοποννήσου από τον Οσμάν μπέη, διοικητή της περιοχής, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Οι κυνηγημένοι κλέφτες, μεταξύ αυτών και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, δεν μπορούν να σταθούν πουθενά.
Ο Αντώνιος Γρηγοράκης, μπέης της Μάνης, συμμετείχε και αυτός με πολυάριθμους άνδρες στο κυνήγι των “αγριμιών”.
Μετά από απίστευτες περιπέτειες ο Κολοκοτρώνης έφθασε στη δυτική Μάνη, στη Μεγάλη Καστάνιτσα, στο σπίτι του καπετάνιου Κωνσταντή Δουράκη. Ήταν η τελευταία ελπίδα του Γέρου. Είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Κωνσταντή. Ο Μανιάτης οπλαρχηγός και συμπέθερός του είχε προστατεύσει αρκετές φορές την οικογένειά του. Πράγματι, ο Δουράκης τον δέχθηκε πρόθυμα και τον έκρυψε στον πύργο του για έναν περίπου μήνα. Ταυτόχρονα όμως ειδοποίησε και τον Γρηγοράκη. Εκείνος τού απάντησε: “Φύλαξέ τον, δεν συμφέρει να μη μείνει κανένας απ’ αυτή την γενιά”.
Οι υποψίες του Κολοκοτρώνη για προδοσία
Την περίοδο εκείνη κατέφυγε στον Δουράκη καταδιωγμένος από τους Τούρκους και ο οπλαρχηγός Νικήτας Τρίγκας με 25 άνδρες. Ο Κολοκοτρώνης τον συμβούλευσε να καταφύγουν μαζί στη Ζάκυνθο. Ο Τρίγκας όμως θεώρησε ότι με τη διάλυση των κλέφτικων σωμάτων είχε παρέλθει ο μεγάλος κίνδυνος και ότι ήταν δυνατόν να παραμείνει στον Μοριά. Προσπάθησε να επιστρέψει με το σώμα του στα Μεσόγεια.
Τους σκότωσαν όμως οι Τούρκοι, εκτός από έναν που τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν στην Τριπολιτσά. Ο πασάς τον ρώτησε αν είχαν σκοτωθεί όλοι οι οπλαρχηγοί των κλεφτών.
Εκείνος τού απάντησε πως μόνο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εξακολουθούσε να διαφεύγει. Ο πασάς οργίσθηκε και διέταξε να εκτελεσθούν όλοι όσοι τον είχαν διαβεβαιώσει για τον θάνατο του φοβερού κλέφτη. Ο Μοριάς αναστατώθηκε ξανά.
Ταυτόχρονα, ο Αναγνώστης Παπάζογλου, απεσταλμένος του πασά, συνάντησε τον Αντωνόμπεη, του παρέδωσε 50.000 γρόσια και την εξής διαταγή: “Το κεφάλι του Κολοκοτρώνη. Ειδεμή να βάψετε όλοι από τώρα μαύρα τα σκουτιά σας”. Ο Αντωνόμπεης κάλεσε τον Δουράκη και του πρότεινε να συνεργασθούν για να συλλάβουν τον Κολοκοτρώνη. Ο Δουράκης με τη σειρά του κάλεσε στις Κίτριες τον μεγάλο του γιο και τον ηγούμενο του μοναστηριού της Παναγίας της περιοχής, ο οποίος γνώριζε για την παρουσία του Κολοκοτρώνη. Υποσχέθηκαν στον ιερωμένο ότι αν συνεργαζόταν μαζί τους, αυτοί θα τον ανακήρυτταν δεσπότη.
Ο Κολοκοτρώνης όταν έμαθε γι’ αυτές τις προσκλήσεις άρχισε να υποπτεύεται. Έστειλε λοιπόν αγγελιοφόρο στη Μικρή Καστάνιτσα στον ανιψιό του Παναγιώταρου (παλαιού συμπολεμιστή του πατέρα του), Βασίλειο Βενετσανάκη, ο οποίος του είπε να μεταβεί νύκτα στο μοναστήρι για να τον συναντήσει. Ο Βασίλειος ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Ο Γέρος τού εξέφρασε τις υποψίες του και του πρότεινε να φύγουν για τη Ζάκυνθο. Εκείνος όμως είχε απούλητη την ετήσια παραγωγή του ελαιολάδου του. Έφυγε λοιπόν με την υπόσχεση ότι μόλις την πουλούσε, θα επέστρεφε.
Την επόμενη νύκτα επέστρεψε ο Δουράκης και του παρέδωσε μια επιστολή εκ μέρους του μπέη της Μάνης, η οποία έγραφε τα εξής: “Να ‘ρθεις με τον συμπέθερό σου τον Δουράκη να μιλήσουμε κι εγώ θα γράψω στον καπετάν πασά να πάρεις προσκυνοχάρτι”. Ο Κολοκοτρώνης κατάλαβε τη συμπαιγνία. Ήθελαν να τον παραδώσουν ζωντανό. Ατάραχος ρώτησε τον συμπέθερό του. “Πότε λέτε να κινήσουμε;”. “Αύριο το πρωί”, απάντησε εκείνος. “Έτσι, μέρα μεσημέρι;”, είπε ο Κολοκοτρώνης με συγκρατημένο σαρκασμό, “δεν θα μας δει όλος ο κόσμος;”. “Ντύνεσαι μανιάτικα και δεν σε γνωρίζουν”, ήταν η απάντηση που έλαβε. Την ίδια στιγμή ο αδελφός του Δουράκη, μη αντέχοντας το βάρος της επικείμενης προδοσίας, έκανε νόημα στον Κολοκοτρώνη να προσέχει. “Άφησε να το σκεφτώ καλύτερα τη νύχτα”, είπε ο Γέρος.
Την επόμενη ημέρα απάντησε στον Αντωνόμπεη: “Μπέη μου, μάθε ότι εγώ είμαι δικός σας άνθρωπος. Και άλλη φορά θα έρθω να σας προσκυνήσω και να μ’ έχεις στην έγνοια σου”. Παρέδωσε την επιστολή στον Δουράκη για να τη μεταφέρει. Εκείνος εξήλθε, τη διάβασε, είδε πως ο Κολοκοτρώνης δεν θα πήγαινε μαζί του και άλλαξε σχέδια. Ένας έμπιστος του Κολοκοτρώνη όμως τον κατασκόπευσε και τον είδε να τοποθετεί δηλητήριο σε κρασί που επρόκειτο να προσφέρει στον Γέρο, παρά την οργισμένη αντίδραση της γυναίκας του και της αδελφής του. Ειδοποιημένος ο Κολοκοτρώνης, δέχθηκε την πρόσκληση του Δουράκη να μεταβεί στον πύργο του για να πιουν κρασί. Τα νοήματα των γυναικών τον προειδοποίησαν για δεύτερη φορά. Προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του, πέταξε κάτω την κανάτα με το κρασί λέγοντας: “Τι το θέλω εγώ τώρα το κρασί; Εγώ θέλω να φύγω”. Ο Δουράκης προσποιήθηκε ότι συμφώνησε και του είπε πριν φύγει να μεταβεί στα προσωπικά του διαμερίσματα για να τον εφοδιάσει για το ταξίδι του. Έτρεξε μπροστά και τοποθέτησε οπλισμένους άνδρες στο δωμάτιό του, ώστε να πυροβολήσουν τον Γέρο τη στιγμή που θα εισερχόταν. Όμως ο αδελφός του αποκάλυψε τα πάντα στον Κολοκοτρώνη. Ο σωτήρας αυτός του μελλοντικού αρχιστρατήγου της Επανάστασης φρόντισε να ρίξει τροφή στα σκυλιά για να απασχοληθούν και να μη επιτεθούν στον Κολοκοτρώνη τη στιγμή που έφευγε τρέχοντας.
Ο Δουράκης, όταν αντιλήφθηκε τη φυγή του Κολοκοτρώνη, έστειλε 100 οπλισμένους χωρικούς να αποκλείσουν τα πιθανά περάσματα. Όμως, ο έμπειρος οπλαρχηγός γνώριζε την περιοχή καλύτερα και από τους ντόπιους. Ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο από τον αναμενόμενο και έφθασε στη Μικρή Καστάνιτσα. Εκεί συνάντησε τον Βασίλειο Βενετσανάκη, ο οποίος είχε πουλήσει το ελαιόλαδό του και ήταν πρόθυμος να τον ακολουθήσει. Μετέβησαν στα χωριά του Πασσαβά και κατέφυγαν στο σπίτι ενός αδελφοποιητού. Έστειλαν τον άνθρωπο αυτόν να συναντήσει τη μητέρα του Τζανετάκη Γρηγοράκη, τη Μαρία, η οποία ήταν κόρη του Παναγιώταρου, ώστε να μεταβεί η ίδια να βρει πλοιάρια στο Γύθειο για να περάσουν στα Κύθηρα. Η άξια εκείνη γυναίκα εξασφάλισε ένα πλοιάριο και μετέφερε με ασφάλεια τους καταδιωγμένους κλέφτες ως την ακτή, παρά την παρουσία πολυάριθμων τουρκικών περιπόλων.
Όταν ανοίχθηκαν στο πέλαγος, πυροβόλησαν μία φορά. Χαιρετούσαν τον πληγωμένο Μοριά και του υπόσχονταν καλή αντάμωση. Δεκαπέντε χρόνια μετά θα έφθανε η ώρα της μεγάλης επιστροφής.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr