Η έκφραση «Οψόμεθα εις Φιλίππους» σημαίνει ότι πρόκειται να λογαριαστούμε με κάποιον με το οποίο έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς. Συνδέεται με δύο από τα δραματικότερα γεγονότα της ρωμαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας: τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα το 44 π. Χ., και τη μάχη των Φιλίππων, δύο χρόνια αργότερα, το 42 π. Χ.
του συνεργάτη ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού
Βρούτος, επικεφαλής των δολοφόνων του Καίσαρα
Όταν στις 15 Μαρτίου («Ειδοί του Μαρτίου») του 44 π.Χ., ο δικτάτορας Ιούλιος Καίσαρας δολοφονήθηκε μέσα στο κτίριο της Συγκλήτου στη Ρώμη, επικεφαλής των Ρωμαίων αριστοκρατών που εκτέλεσαν την ενέργεια αυτή ήταν ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος.
Ο Βρούτος πίστευε ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσει την αυταρχική διακυβέρνηση του Καίσαρα και να σώσει τη ρωμαϊκή «Δημοκρατία» (στην πραγματικότητα, το πολίτευμα της respublica ήταν ολιγαρχικό με ελάχιστα δημοκρατικά χαρακτηριστικά).
Ο Βρούτος δεν ήταν ο τυπικός συνωμότης. Ήταν φιλόσοφος και ποιητής, άνθρωπος των γραμμάτων και όχι της δράσης. Αν και υπήρξε σπουδαίος ρήτορας, ήταν περισσότερο διανοούμενος παρά πολιτικός.
Ανήκε στη μειοψηφία των συνωμοτών που κινήθηκαν εναντίον του Καίσαρα από γνήσιο πατριωτισμό και όχι από προσωπικά ελατήρια. Όλες οι αρχαίες πηγές, ακόμη και οι εχθρικές στον Βρούτο, τον χαρακτηρίζουν ως «ευπατρίδη».
Σχέσεις με Ιούλιο Καίσαρα
Μόλις πέντε χρόνια πριν, το 49 π.Χ, στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου. ο Βρούτος είχε ταχθεί με το μέρος του δεύτερου, παρ’ όλο που είχε σκοτώσει τον πατέρα του. Μετά την ήττα του στρατού του Πομπήιου στη Μάχη των Φαρσάλων, ο Βρούτος παραδόθηκε στον Καίσαρα. Αυτός του συμπεριφέρθηκε καλά και μάλιστα τον διόρισε σε σημαντικά αξιώματα στη διακυβέρνησή του.
Μάλιστα, ο Ιούλιος Καίσαρας που παλαιότερα υπήρξε εραστής της μητέρας του Βρούτου, τον εκτιμούσε και τον είχε σαν γιο του. Εξ’ ου και η περίφημη φράση «Κι εσύ τέκνο, Βρούτε…» που αποδίδεται στον Καίσαρα την ώρα που δεχόταν τα χτυπήματα με τα στιλέτα των συνωμοτών. Λέγεται ότι την εκστόμισε όταν αντιλήφθηκε, με έκπληξη, ότι ανάμεσά στους δολοφόνους του ήταν και ο Βρούτος.
Για την πράξη του αυτή, ο Βρούτος θεωρήθηκε από τους οπαδούς του Καίσαρα ως προδότης.
Μάρκος Αντώνιος και Οκταβιανός
Λίγο μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, οι δράστες -που αυτοαποκαλούνταν «Απελευθερωτές»- έσπευσαν να φύγουν από τη Ρώμη. Ο λόγος ήταν ότι οι Ρωμαίοι αντί να επικροτήσουν τη δολοφονία, όπως περίμεναν οι συνωμότες, στράφηκαν εναντίον τους.
Οι οπαδοί του Καίσαρα («Καισαρικοί»), όπως ο υπαρχηγός του, Μάρκος Αντώνιος, και ο Λέπιδος, διοικούσαν στρατεύματα στη Ρώμη. Έτσι, έθεσαν την πόλη υπό τον έλεγχό τους και ανάγκασαν τη Σύγκλητο να κηρύξει ως δημόσιους εχθρούς τον Βρούτο και τους άλλους δολοφόνους του Ιουλίου Καίσαρα.
Ο Οκταβιανός, μικρανεψιός του Καίσαρα, παρουσιάστηκε ως κληρονόμος και διάδοχός του. Αρχικά ο Αντώνιος συγκρούστηκε μαζί του, αφού θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχο του Καίσαρα, αλλά τελικά αυτοί συμμάχησαν.
Έτσι το 43 π.Χ., ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός (μαζί με τον Λέπιδο) συγκρότησαν τη λεγόμενη «Δεύτερη Τριανδρία», και κυβέρνησαν τη Ρώμη. Ακολούθησαν μαζικές δολοφονίες σημαντικών Ρωμαίων που υποτίθεται ότι ήταν οπαδοί των «Απελευθερωτών». Το πιο διάσημο θύμα τους ήταν ο Κικέρων.
Στο μεταξύ, οι σημαντικότεροι «Απελευθερωτές», ο Βρούτος και ο Γάιος Κάσσιος Λογγίνος, είχαν καταφύγει στις ανατολικές επαρχίες όπου στρατολόγησαν μεγάλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τους «Καισαρικούς» και την τριανδρία τους.
Ένας ακόμη ρωμαϊκός εμφύλιος πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.
Μάχη των Φιλίππων
Ο Βρούτος και ο Κάσσιος συνένωσαν τις δυνάμεις τους στη Μικρά Ασία και βάδισαν δυτικά για να αντιμετωπίσουν τα στρατεύματα του Αντωνίου και του Οκταβιανού που είχαν αποβιβαστεί στο Δυρράχιο. Έτσι, διέσχισαν τη Μακεδονία και τον Οκτώβριο του 42 π. Χ. συνάντησαν τους αντιπάλους τους λίγο έξω από τους Φιλίππους.
Η μάχη που ακολούθησε ήταν μία από τις μεγαλύτερες των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, με τη συμμετοχή πάνω από 200.000 στρατιωτών.
Ο Βρούτος αντιμετώπισε τον Οκταβιανό και οι δυνάμεις του Αντώνιου πολέμησαν εκείνες του Κάσσιου. Στην αρχή, ο Βρούτος απώθησε τους άνδρες του Οκταβιανού και μάλιστα κατέλαβε το στρατόπεδό τους. Ωστόσο, ο Κάσσιος νικήθηκε από τον Αντώνιο και αυτοκτόνησε. Είχε ακούσει μια ψευδή αναφορά ότι και ο Βρούτος είχε ηττηθεί.
Σύμφωνα με κάποιες αρχαίες πηγές αυτοκτόνησε με το στιλέτο του με το οποίο είχε δολοφονήσει τον Ιούλιο Καίσαρα.
Ο Βρούτος συγκέντρωσε τα υπολείμματα του στρατού του Κάσσιου και ετοιμάστηκε να συγκρουστεί ξανά με τις εχθρικές δυνάμεις.
Όμως, η αυτοκτονία του Κάσσιου είχε ρίξει το ηθικό των ανδρών του.
Στις 23 Οκτωβρίου π. Χ. έλαβε χώρα και η δεύτερη μάχη, που έληξε με ήττα του Βρούτου. Τότε και αυτός αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στο ξίφος του.
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Αντώνιος κάλυψε το σώμα του Βρούτου μ’ ένα ένδυμά του από πορφύρα ως ένδειξη σεβασμού. Αν και δεν ήταν στενοί φίλοι, υπήρχε μεταξύ τους αλληλοσεβασμός. Επιπλέον, ο Βρούτος είχε θέσει ως βασική προϋπόθεση για να συμμετάσχει στο σχέδιο δολοφονίας του Καίσαρα, να μη δολοφονηθεί και ο Αντώνιος, όπως ήθελαν οι υπόλοιποι συνωμότες.
Μετά τη μάχη
Οι επιζώντες στρατιώτες των «Απελευθερωτών» έγιναν δεκτοί στις δυνάμεις «Καισαρικών». Οι παλαιοί βετεράνοι απολύθηκαν και γύρισαν πίσω στην Ιταλία. Όμως, κάποιοι απ’ αυτούς παρέμειναν στην πόλη των Φιλίππων, η οποία έγινε ρωμαϊκή αποικία με τον τίτλο Colonia Victrix Philippensium.
Ο Οκταβιανός επέστρεψε στην Ιταλία, ενώ ο Αντώνιος παρέμεινε στην Ανατολή. Σύντομα συνήψε σχέσεις με την Κλεοπάτρα στην Αίγυπτο. Το 31 π. Χ, ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα συγκρούστηκαν με τον Οκταβιανό στο Άκτιο. Νικητής αναδείχθηκε ο τελευταίος.
Στη συνέχεια, ο Οκταβιανός κυβέρνησε μόνος του τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως ο πρώτος αυτοκράτορας με το όνομα «Αύγουστος».
Ο Βρούτος και το φάντασμα του Ιουλίου Καίσαρα
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο («Βίος Βρούτου», 36.4, και «Βίος Καίσαρα», 69), ο Βρούτος είχε στρατοπεδεύσει στην Άβυδο της Μικράς Ασίας απ’ όπου θα περνούσε με το στρατό του στην Ευρώπη για να αντιμετωπίσει τους «Καισαρικούς». Την ίδια νύχτα είδε μέσα στη σκηνή του να εμφανίζεται μπροστά του μια σκιώδη και αλλόκοτη μορφή. Ήταν το φάντασμα του Ιουλίου Καίσαρα. Ο Βρούτος ρώτησε τι ήταν, για να λάβει την απάντηση ότι ήταν “ο κακός του δαίμονας” και ότι θα τον έβλεπε κοντά στους Φιλίππους: «ο σος, ω Βρούτε, δαίμων κακός: όψει δε με περί Φιλίππους».
Τότε ο Βρούτος απάντησε ψύχραιμα: «όψομαι». Δηλαδή, ότι θα τον δει.
Έτσι το «Οψόμεθα εις Φιλίππους» είναι παράφραση, όχι ακριβής διατύπωση των γραφόμενων του Πλουτάρχου για το συμβάν.
Μία μέρα πριν από την τελική μάχη, το φάντασμα του Καίσαρα επισκέφθηκε και πάλι τον Βρούτο, Όμως, αυτή τη φορά δεν του είπε τίποτα. Ο Βρούτος κατάλαβε ότι το τέλος του ήταν κοντά. Παρά ταύτα, οδήγησε τους άνδρες του και στην τελευταία μάχη.
Μετά την ήττα του, ο Βρούτος κατέφυγε σ’ ένα ύψωμα με λίγους πιστούς του συντρόφους. Εκεί αποφάσισε να αυτοκτονήσει για να μην πιαστεί αιχμάλωτος, αναφωνώντας: «πρέπει να φύγουμε ναι, όχι όμως με τα πόδια, αλλά με τα χέρια».
Στη συνέχεια έπεσε πάνω στο ξίφος του.
Η σκηνή της συνάντησης του Βρούτου με το φάντασμα του Ιουλίου Καίσαρα, αποτελεί μία από τις συγκλονιστικότερες και της τραγωδίας “Ιούλιος Καίσαρ” του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Δείτε εδώ τη συγκεκριμένη σκηνή στη μεταφορά του έργου του Σαίξπηρ στον κινηματόγραφο το 1953 με τον Τζέημς Μέισον ως Βρούτο και τον Λουίς Καλχέρν ως Ιούλιο Καίσαρα
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr