13 Απριλίου 1978. Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων κυριαρχούσε η είδηση για τον εντοπισμό μιας νεκρής 42χρονης μητέρας τριών παιδιών σε λουτρό αίματος, στο διαμέρισμά της στη Θεσσαλονίκη.
Το σώμα της έφερε 19 μαχαιριές στο λαιμό, στο στήθος και στην κοιλιά και ίχνη στραγγαλισμού. Το εντόπισε ο 50χρονος σύζυγός της στο μπάνιο του σπιτιού. Κάλεσε αμέσως την αστυνομία και φώναξε για βοήθεια από τη βεράντα.
Μια πλαστική λεκάνη με σαπουνάδες και μερικά εσώρουχα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η 42χρονη δέχθηκε τη δολοφονική επίθεση ξαφνικά, ενώ ήταν σκυμμένη και έπλενε.
Ίχνη διάρρηξης δεν βρέθηκαν στο χώρο, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της ληστείας και οι υποψίες των αρχών να στραφούν στον κύκλο των γνωστών του θύματος.
Σε αυτό βοήθησαν και οι καταθέσεις γειτόνων, οι οποίοι ανέφεραν ότι φίλοι των δύο αγοριών της 42χρονης επισκέπτονταν συχνά το διαμέρισμά της.
Ο δολοφόνος ήταν ο φίλος του γιου της
Το έγκλημα δεν έμεινε για πολύ καιρό ανεξιχνίαστο. Δύο ημέρες μετά τον εντοπισμό του πτώματος, ανακαλύφθηκε ο δολοφόνος. Ήταν ένας 24χρονος παιδικός φίλος του μεγαλύτερου γιου της, που κανείς δεν πίστευε ότι θα έφτανε σε τέτοιο σημείο.
Όπως ισχυρίστηκε, έσφαξε την 42χρονη, γιατί κακολόγησε την 19χρονη πρώην μνηστή του στη μητέρα του και τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη διάλυση του αρραβώνα του, σχεδόν ένα μήνα πριν το έγκλημα.
Ο 24χρονος επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος το βράδυ της 12ης Απριλίου, πιστεύοντας ότι έτσι δεν θα κινούσε υποψίες. Παρίστανε τον ανήξερο και έλεγε ότι το πρωί είχε βγάλει βόλτα τα δύο σκυλιά της οικογένειας, όπως συνήθιζε.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι αρχές δεν πείστηκαν ούτε με τη στάση του ούτε με τα μετέπειτα λεγόμενά του.
“Με είχε σαν παιδί της. Δεν ξέρω τι έπαθα και την σκότωσα”
O 24χρονος ομολόγησε το έγκλημά του μετά από εξονυχιστική ανάκριση και αφού οι αστυνομικοί βρήκαν στο σπίτι του το μοντγκόμερι που φορούσε με κηλίδες αίματος.
Υποστήριξε ότι άρπαξε ένα μαχαίρι μήκους 25 εκατοστών, το οποίο βρισκόταν πάνω στο ψυγείο του διαμερίσματος, μετά από λογομαχία με το θύμα.
Σύμφωνα πάντα με το δολοφόνο, η 42χρονη τον αφόπλισε και έριξε κάτω τα γυαλιά μυωπίας του. Εκείνος την δάγκωσε στο χέρι, ανέκτησε το μαχαίρι και την αποτελείωσε. Ο διάλογος που υποστήριξε ότι προηγήθηκε του φονικού ήταν ο εξής:
“τι ήταν αυτά που λέγατε στη μάνα μου για την αρραβωνιαστικιά μου; Της είπατε ότι ήταν πρόστυχη και ότι πήγαινε με πολλούς άνδρες, ακόμη και με φίλους μου.
Αν πράγματι πιστεύατε αυτά, έπρεπε να έρθετε να τα πείτε σε εμένα κι όχι να με διαβάλετε στους γονείς μου και να με κάνετε ρεζίλι στους φίλους μου“.
Ο δολοφόνος ανέφερε επίσης ότι η 42χρονη τον χαρακτήρισε “βλάκα” και του απάντησε πως “είχε υποχρέωση να τον απομακρύνει από τη γυναίκα αυτή“, με την οποία είχε αρραβωνιαστεί τα Χριστούγεννα του 1977.
Κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από την πολυκατοικία, στην οποία κατοικούσε το θύμα. Η μητέρα και η αδερφή της 42χρονης καταριόνταν τον 24χρονο φονιά και επιχείρησαν να τον λυντσάρουν μαζί με άλλους πολίτες.
Κατά την προσαγωγή του στον εισαγγελέα, ο 24χρονος ήταν απαθής και δήλωσε: “Δεν ξέρω πώς μου ήρθε και τι με οδήγησε σε αυτό που έκανα“.
Ακούστηκε επίσης να λέει ότι το θύμα και ο άνδρας της “τον είχαν σαν παιδί τους” και προσπαθούσε να πείσει ότι είναι ένας φιλήσυχος άνθρωπος.
Η κατάθεσή του ερχόταν σε σύγκρουση με εκείνη της 19χρονης πρώην μνηστής του, η οποία διατεινόταν πως αυτό που χάλασε τον αρραβώνα ήταν το γεγονός ότι “δεν ήταν ώριμος άνδρας” και “δεν της άρεσε ο χαρακτήρας του“.
Στον ανακριτή ο δολοφόνος ισχυρίστηκε ότι το θύμα ήταν εκείνο που άρπαξε πρώτο το μαχαίρι και έτσι “βρέθηκε σε κατάσταση άμυνας” και “έπαθε νευρική κρίση“.
Ακόμη είπε ότι είχε μετανιώσει για ό,τι έκανε και ξαναπήγε στο σπίτι της 42χρονης “με την ελπίδα ότι θα την έβρισκε ακόμα ζωντανή“.
“Μου έφαγε τον άνθρωπό μου“. Η δίκη
Αν και οι απόψεις διίσταντο για το αν ο 24χρονος είχε προμελετήσει το έγκλημά του, ο εισαγγελέας τού άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή και οπλοχρησία.
Η υπόθεση εκδικάστηκε το Μάρτιο του 1979, στο Μικτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ο 24χρονος δολοφόνος προσήλθε στο βήμα του μάρτυρα ψυχρός και ανέκφραστος και δεν μπόρεσε να δώσει μια λογική αιτιολόγηση για τη στυγερότητα του εγκλήματός του. Στην απολογία του ανέφερε μεταξύ άλλων:
“Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από τους δικαστές και τους συγγενείς του θύματος. Δεν μπορώ να εξηγήσω ούτε εγώ αυτό που έγινε. Ένιωσα ένα μίσος. Την είχα σαν μητέρα μου. Ήμουν φίλος και συμμαθητής με τον γιο της. Δεν ξέρω πώς έφτασα σε αυτό το φρικιαστικό πράγμα. Δεν μου άρεσαν ποτέ οι φασαρίες.
Η μνηστή μου ήταν χαρακτήρας ελεύθερος και αυθόρμητος. Την Πρωτοχρονιά χόρεψε τσιφτετέλι και κουνούσε τα στήθια της. Ακολούθησαν πολλά σχόλια εναντίον της, Της είχα παθολογική αγάπη. Μετά έμαθα ότι “ρίχθηκε” σε ένα γνωστό μας. Ήθελα να ξεκαθαρίσω με τον πεθερό μου και να σταματήσουμε, μια και αυτή δεν με ήθελε“.
Με βάση καταθέσεις πολλών μαρτύρων, ο 24χρονος είχε δεχθεί συχνά ταπεινώσεις τόσο από φίλους του όσο και από την πρώην αρραβωνιαστικιά του χωρίς να έχει αντιδράσει ποτέ. Αρκετοί υποστήριξαν ότι ο 24χρονος δεν έδινε την εντύπωση πως έκρυβε μέσα του εγκληματικές προθέσεις.
Το ίδιο ανέφερε και ο 50χρονος σύζυγος του θύματος, ο οποίος κατηγόρησε τον 24χρονο για προμελέτη της δολοφονίας. “Έπαιζε θέατρο, δείχνοντας ότι δεν είχε ιδέα. Μετά ήρθε να με συλλυπηθεί. Τον είχαμε σαν παιδί μας. Μου έφαγε τον άνθρωπό μου“, συμπλήρωσε ο 50χρονος.
Η μητέρα του κατηγορούμενου είπε ότι δεν μπορούσε να πιστέψει όλα όσα συνέβησαν και ότι ο γιος της αργότερα απέδωσε την πράξη του στην “κακιά ώρα”:
Μετά το χωρισμό του, έγινε άλλος άνθρωπος. Το θύμα μου είχε πει ότι η τότε μνηστή του παιδιού μου δεν ήταν καλή κοπέλα. Όταν χώρισαν, ο Σ. έγινε μελαγχολικός, έκλαιγε και μία φορά είπε “θα αυτοκτονήσω”“.
Από την πλευρά της, η 19χρονη πρώην αρραβωνιαστικιά του δολοφόνου κατέθεσε ενώπιον των δικαστών ότι “τον αρραβωνιάστηκε από επιπολαιότητα, όχι γιατί τον αγαπούσε“. Αναγνώρισε, όμως, ότι ο 24χρονος την αγαπούσε υπερβολικά.
Η ετυμηγορία
Ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την καταδίκη του κατηγορούμενου χωρίς ελαφρυντικά. Απέρριψε το επιχείρημα των συνηγόρων υπεράσπισης για έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, χαρακτήρισε τη μεταμέλεια του 24χρονου “προσποιητή” και είπε:
“Στην ψυχή του φώλιασε το μίσος, επειδή το θύμα κατηγόρησε τη μνηστή του στη μητέρα του. Το μίσος είναι αυτό που τον οδήγησε στο φόνο. Το μίσος όμως αυτό δεν ήταν ικανή αιτία να του προκαλέσει υπερδιέγερση ψυχικού αισθήματος, ώστε να φτάσει σε βρασμό ψυχής. Ουαί και αλίμονο για την κοινωνία αν η πράξη τούτη δικαιολογηθεί με βρασμό ψυχής“, ανέφερε στην αγόρευσή του.
Τελικά, οι ένορκοι κήρυξαν ένοχο τον 24χρονο και του επέβαλαν ποινή κάθειρξης 22 ετών. Το μόνο ελαφρυντικό που του αναγνώρισαν ήταν ο πρότερος έντιμος βίος.
Η ποινή διατηρήθηκε και το Μάρτιο του 1981, όταν διεξήχθη η δευτεροβάθμια δίκη στο Κακουργιοδικείο Κατερίνης, μετά από αίτηση αναίρεσης που υπέβαλε η πλευρά του 24χρονου.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Pixabay
Ειδήσεις σήμερα:
- Ανοιχτά σήμερα τα εμπορικά καταστήματα, τα πολυκαταστήματα και τα σούπερ μάρκετ. Δείτε το ωράριο
- Επίθεση στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου. To προφίλ του δράστη. 4 νεκροί
- Ανοιχτά καταστήματα και σούπερ μάρκετ την Κυριακή. Αναλυτικά το εορταστικό ωράριο
- Χειμωνιάτικος καιρός με ισχυρές βροχές και θυελλώδεις άνεμοι. Ποιες περιοχές επηρεάζονται
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ