Ο Πέτρος Αραπάκης υπήρξε σπουδαίος εξερευνητής και θαλασσοπόρος από την ξακουστή Μάνη. Με ένα σκάφος 12 μέτρων, που ονομαζόταν “Πανδώρα”, πήγε να κάνει το γύρο του κόσμου.
Έβαλε στοίχημα ότι οι Έλληνες ήταν οι καλύτεροι ναυτικοί στον κόσμο. Αυτό το στοίχημα τού κόστισε τη ζωή και τον κατέστησε διεθνή θρύλο.
Στα 16 του διέσχισε τη Μεσόγειο
Ο Πέτρος Αραπάκης γεννήθηκε το 1879 στη Χαριά, οικισμό κοντά στον Διρό της Λακωνικής Μάνης. Ο παππούς του, Ηλίας Αραπάκης ήταν ιατροχειρουργός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821.
Από πολύ μικρή ηλικία, ο Αραπάκης έδειξε την αγάπη του για τη θάλασσα και, σε αυτό, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ο παραθαλάσσιος τόπος καταγωγής του.
Όταν ήταν μόλις 16 ετών, πήρε μια απλή βάρκα περίπου 5 μέτρων και ταξίδεψε 1.500 μίλια στις ακτές της Μεσογείου με σκοπό να συναντήσει μερικούς φίλους του. Το ταξίδι εγκυμονούσε κινδύνους και οι κακουχίες ήταν πολλές. Όμως, ο γενναίος Μανιάτης τα αψήφισε όλα και έφτασε σώος και αβλαβής στον προορισμό του.
Γύρω στο 1903, όταν είχε πλέον ενηλικιωθεί, έγινε ο πρώτος που μπήκε στο ανεξερεύνητο μέχρι τότε σπήλαιο της Βλυχάδας ή Γλυφάδας, στον όρμο του Διρού. Ο Αραπάκης διείσδυσε στο εσωτερικό του και χάραξε το όνομά του σε βάθος 1.200 μέτρων!
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1949, ο Ιωάννης Πετρόχειλος και η σύζυγός του, Άννα, ιδρυτές της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, εξερεύνησαν το σπήλαιο και επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του σημαδιού που είχε αφήσει ο Αραπάκης.
Η γνωριμία με τη Σεσίλια Άνταμς στην Αυστραλία και το στοίχημα
Αφού έβγαλε το Γυμνάσιο της Καλαμάτας, ο Αραπάκης γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του για τη θάλασσα ώστε, μέσα σε ένα χρόνο, παράτησε την Ιατρική. Αρχικά, πήγε στην Αγγλία, όπου σπούδασε σε σχολή εμποροπλοιάρχων στο Λονδίνο.
Όταν αποφοίτησε, τύπωσε ένα ναυτικό χάρτη που εντυπωσίασε ακόμα και τους καθηγητές του. Στη συνέχεια έφυγε για τη Νέα Υόρκη, όπου έμεινε ένα χρόνο εργαζόμενος στο κατάστημα κάποιου συμπατριώτη του.
Έχοντας εξοικονομήσει μερικά χρήματα, ο Αραπάκης το 1908 έφυγε για την Αυστραλία. Στο Σίδνεϊ γνώρισε τη Σεσίλια Άνταμς, μια ευκατάστατη γυναίκα που τον προσέλαβε ως καπετάνιο στο ιστιοφόρο της ονόματι “Πανδώρα”. Σύντομα οι δυο τους ερωτεύτηκαν και, τελικά, αρραβωνιάστηκαν.
Μια μέρα, ο Αραπάκης συζητούσε με δύο φίλους εμποροπλοιάρχους: έναν Γερμανό που ονομαζόταν Φρίντριχ και έναν Άγγλο ονόματι Τζορτζ Μπλάιθ. Η ήρεμη κουβέντα τους μετατράπηκε γρήγορα σε καβγά. Οι τρεις άνδρες λογομαχούσαν για το ποιος είναι ο καλύτερος ναυτικός λαός του κόσμου.
Ο καθένας διεκδικούσε τον τίτλο αυτό για τη χώρα του. Ο Αραπάκης τους έδειξε τότε τι θα πει μανιάτικο πείσμα.
Τους είπε ότι θα έκανε τον γύρο του κόσμου με σκάφος, για να αποδείξει ότι οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι ναυτικοί παγκοσμίως.
Η Σεσίλια Άνταμς προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος. Τελικά στήριξε το εγχείρημά του. Του έδψσε το σκάφος της “Πανδώρα”, μήκους περίπου 12 μέτρων και βάρους 9 τόνων. Επίσης τον ενίσχυσε οικονομικά και δήλωσε ότι θα δίνει 60 λίρες την εβδομάδα σε όποιον ναύτη θα συνόδευε τον Αραπάκη στο τολμηρό εγχείρημά του.
Ο Τζορτζ Μπλάιθ ήταν, τελικά, εκείνος που πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον Αραπάκη. “Εγώ θα είμαι ο καπετάνιος!“, κατέστησε σαφές του Μπλάιθ ο γενναίος Μανιάτης και ο Άγγλος δεν είχε άλλη επιλογή από το να δεχθεί.
Το τρικυμιώδες ταξίδι και η υποδοχή θριάμβου στη Νέα Υόρκη
Στις 3 Μαΐου 1910, Αραπάκης και Μπλάιθ ξεκίνησαν το ταξίδι τους από το Burrureg της Δυτικής Αυστραλίας. Στις 29 Μαΐου, έφτασαν στη Μελβούρνη, όπου έμειναν για μερικές εβδομάδες. Στις 16 Αυγούστου, κατέπλευσαν στο Σίδνεϊ.
Από εκεί, έφυγαν την άλλη μέρα για τη Νέα Ζηλανδία. Ο καιρός που συνάντησαν ήταν πολύ άσχημος. Στις 2 Οκτωβρίου 1910, η “Πανδώρα” “ξανοίχτηκε” στον ωκεανό.
Στις 22 Ιανουαρίου 1911, ο Αραπάκης και ο Μπλάιθ έγιναν οι πρώτοι στην παγκόσμια ναυτική ιστορία που περιέπλευσαν το ακρωτήριο Χορν από τη Δύση στην Ανατολή. Πρόκειται για ένα από τα νοτιότερα άκρα της Λατινικής Αμερικής, όπου τα νερά του Ατλαντικού και του Ειρηνικού Ωκεανού “συναντιούνται”. Τα κύματα στην περιοχή είναι τεράστια και, ως εκ τούτου, η πλοήγηση πολύ επικίνδυνη.
Το πέρασμα του ακρωτηρίου Χορν θεωρείται για τους ναυτικούς κάτι ανάλογο με την αναρρίχηση στο Έβερεστ για τους ορειβάτες.
Το “Πανδώρα” απείχε μόνο τρία μίλια μακριά από την ακτή, αλλά ένα τεράστιο κύμα παραλίγο να το καταποντήσει. Ένα νορβηγικό φαλαινοθηρικό που βρισκόταν στην περιοχή ρυμούλκησε το “Πανδώρα” ως το New Island των Φώκλαντ, όπου ο Αραπάκης και ο Μπλάιθ επισκεύασαν τις ζημιές και συνέχισαν το ταξίδι τους για την Αμερική.
Τελικά, οι δύο τολμηροί θαλασσοπόροι κατάφεραν να φτάσουν στην Νέα Υόρκη. Η υποδοχή που τους επεφύλαξε ο κόσμος ήταν θριαμβευτική. Οι εφημερίδες αφιέρωσαν πολλές σελίδες στο απίστευτο επίτευγμα των δύο ναυτικών. Πολλοί επιχειρηματίες ζητούσαν από τον Αραπάκη να εμφανίζεται για λίγα λεπτά της ώρας με εισιτήριο, μόνο και μόνο για να τον βλέπει ο κόσμος.
Οι ομογενείς της αμερικανικής μεγαλούπολης ζητούσαν από τον Αραπάκη να μείνει κοντά τους. Ωστόσο, ο Μανιάτης θαλασσοπόρος δεν τους άκουσε.
Κάποιοι, μάλιστα, σκέφτηκαν να καταστρέψουν την “Πανδώρα”, για να τον αναγκάσουν να ματαιώσει τα παράτολμα σχέδιά του. Εκείνος όμως το κατάλαβε και κοιμόταν στο σκάφος για να αποσοβήσει οποιαδήποτε δολιοφθορά.
Το τελευταίο και μοιραίο μέρος του ταξιδιού
Λέγεται πως ένας Αμερικανός θαλασσόλυκος προειδοποίησε τον Αραπάκη και τον Μπλάιθ, πριν εγκαταλείψουν τη Νέα Υόρκη, ότι η συνήθεια που είχαν να δένουν το τιμόνι και να αφήνουν το σκάφος να ταξιδεύει μόνο του, ήταν πολύ επικίνδυνη.
Οι δύο θαλασσοπόροι δεν τον άκουσαν και ξεκίνησαν το ταξίδι τους από τη Νέα Υόρκη με προορισμό το Λονδίνο. Από εκεί, σκόπευαν να περάσουν στη Μεσόγειο, να έρθουν στην Ελλάδα και, ακολούθως, μέσω της διώρυγας του Σουέζ, να συνεχίσουν το ταξίδι τους για την Αυστραλία, ολοκληρώνοντας τον γύρο του κόσμου.
Αραπάκης και Μπλάιθ δοκιμάστηκαν σκληρά στον Ατλαντικό Ωκεανό. Το τελευταίο πλοίο που τους συνάντησε ήταν ένα υπερωκεάνιο λίγο έξω από την Ισπανία. Ανέφερε ότι το “Πανδώρα” είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από μια τρικυμία και οι δυο θαλασσοπόροι ήταν σε κακή κατάσταση.
Ήταν με κουρελιασμένα ρούχα, είχαν μακριά μαλλιά και γένια, και κόκκινα μάτια από την αϋπνία. Αρνήθηκαν να επιβιβαστούν στο μεγάλο πλοίο και να εγκαταλείψουν την “Πανδώρα”. Ζήτησαν μόνο νερό και τρόφιμα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη Μεσόγειο.
Ο Πέτρος Αραπάκης δεν το σκέφτηκε στιγμή και τους ανταπάντησε χαρακτηριστικά:
“Όχι, ξεκίνησα με ένα σκοπό και δεν μου επιτρέπεται να φυγομαχήσω. Ή θα φτάσω ή θα χαθώ“.
Αυτό ήταν και το τελευταίο σημείο ζωής που έδωσαν οι Αραπάκης και Μπλάιθ. Είτε κάποια φουρτούνα βύθισε την “Πανδώρα”, είτε λόγω της συνήθειας τους να πλέουν με το τιμόνι δεμένο, έπεσαν σε κάποιο άλλο, μεγαλύτερο πλοίο και βούλιαξαν, χωρίς να αντιληφθεί κανείς κάτι.
Έτσι, τον Μάρτιο του 1911, έξω από τις ακτές της Ισπανίας, γράφτηκε άδοξα το τέλος ενός μεγάλου Έλληνα θαλασσοπόρου κι ενός θαρραλέου Άγγλου ναυτικού. Υπολογίζεται ότι οι δύο θαρραλέοι άνδρες είχαν διανύσει 122.000 ναυτικά μίλια!
Το ταξίδι της Άνταμς στην Ελλάδα και το ξενοδοχείο “Πανδώρα” στη Χαριά
Το 1940 η Σεσίλια Άνταμς, η αρραβωνιαστικιά του Πέτρου Αραπάκη τον αναζήτησε στην Μάνη. Ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον τόπο καταγωγής του αγαπημένου της και να αποτίσει φόρο τιμής στο Μανιάτη θαλασσοπόρο.
Αρχικά κατέλυσε στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρετανία” και έμεινε στην Ελλάδα για 15 ημέρες. Ο αδελφός του Πέτρου Αραπάκη, Ιωάννης, διαπρεπής γιατρός και δήμαρχος Καλλιθέας από το 1933 ως το 1941, ανέλαβε να την ξεναγήσει και να την περιποιηθεί.
Τα επόμενα χρόνια το αμυντικό οχυρό συγκρότημα της οικογένειας Αραπάκη, στη Χαριά της Μάνης, αναστηλώθηκε με περισσή φροντίδα και σεβασμό στην παραδοσιακή μανιάτικη αρχιτεκτονική και μετατράπηκε σε ένα πανέμορφο ξενοδοχείο.
Στο ίδιο μέρος που γεννήθηκε ο Πέτρος Αραπάκης και, προς τιμήν του, χτίστηκε ένα νέο ξενοδοχείο που ονομάστηκε “Πανδώρα”. Πήρε το όνομά του από το ιστιοφόρο με το οποίο έφτασε στα πέρατα της Γης.
Πηγή εικόνας: Αρχείο Καίτης Αραπάκη
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr