17 Απριλίου 1896. Ο Μιχαήλ Μητσάκης, μία από τις πιο φημισμένες δημοσιογραφικές πένες της εποχής, εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο. Το νέο του δωμάτιο είχε αδειάσει μόλις δύο μέρες πριν. Προηγούμενος “ένοικος” ο Γεώργιος Βιζυηνός, που άφησε την τελευταία του πνοή στις 15 του Απρίλη, έγκλειστος κι εκείνος στο ψυχιατρείο.
Ο Μιχαήλ Μητσάκης γεννήθηκε στα Μέγαρα, τελείωσε το σχολείο στη Σπάρτη και τη δεκαετία του 1880 ανέβηκε στην Αθήνα προκειμένου να φοιτήσει στη Νομική. Εγκατέλειψε όμως τις σπουδές στο δεύτερο έτος, καθώς ήξερε ότι το πραγματικό του πάθος ήταν το γράψιμο.
Πολλοί περιέγραφαν τον Μητσάκη ως έναν άνθρωπο ιδιαίτερα φιλόδοξο και δυναμικό, αλλά συνάμα εγωιστή και αλαζόνα. Όσο τα χρόνια περνούσαν και η αξία του ως λογοτέχνης δεν αναγνωριζόταν, βυθιζόταν στη μελαγχολία, το θυμό και την απόγνωση.
Μέχρι να κλείσει τα 30, ο πολυπράγμων δημοσιογράφος είχε μετατραπεί σε έναν οξύθυμο, σκυθρωπό άντρα με βίαια ξεσπάσματα και αψυχολόγητες συμπεριφορές.
Ξεκίνησε να αρθρογραφεί στη σατιρική εφημερίδα “Ασμόδαιος”. Έγραφε χρονογραφήματα κι επιφυλλίδες, έκανε δημοσιογραφικές αποστολές και δημοσίευε κείμενα με τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες κι εντυπώσεις.
Σπάνια υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα. Συνήθως επέλεγε ψευδώνυμα όπως «Στρεψιάδης», «Michelet», «Ιξίων», «Κρακ», «Μ. Τσακ», «Κόθορνος», «Πλανόδιος» και «Καιροσκόπος», ή απλώς τα αρχικά του, Μ.Μ.
Ο λόγος του ήταν μεστός και τα κείμενά του άρτια δομημένα.
Παράλληλα, έγραφε ποίηση και λογοτεχνικά κείμενα. Παρότι πολυγραφότατος, δεν κατάφερε να εκδοθεί.
Αυτό ήταν μάλλον το μεγαλύτερο παράπονο της ζωής του.
Εκκεντρικός ή ψυχικά διαταραγμένος;
Ο Μιχαήλ Μητσάκης είχε ανέκαθεν ορισμένες ιδιαιτερότητες. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του χωρίς ερωτική σύντροφο, τηρούσε μία πολύ συγκεκριμένη και αυστηρή ρουτίνα και είχε αναπτύξει ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές.
Οι φίλοι του διηγούνταν με κατάπληξη και ειρωνεία ότι συνήθιζε να πλένεται κάθε μέρα ανελλιπώς με άφθονο νερό, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο για την εποχή. Η τακτική περιποίηση του σώματος και το λουτρό θεωρούνταν από τους περισσότερους ως “αχρείαστες πολυτέλειες”.
Ήταν ακόμα, ένθερμος οπαδός του γυμνισμού. Όχι όμως σε απομονωμένες παραλίες ή μόνο όταν βρισκόταν μόνος στο δωμάτιό του. Ο Μητσάκης δεν είχε πρόβλημα να υποδέχεται τους επισκέπτες του ολόγυμνος και σε πολλές περιστάσεις το έπραττε. Μάλιστα, λέγεται ότι σε μία επίσκεψή τους, ο Κρυστάλλης και ο Παπαδιαμάντης σκανδαλίστηκαν τόσο από το θέαμα, που καθ’ όλη την παραμονή τους στο σπίτι του δημοσιογράφου δεν σήκωσαν το βλέμμα τους από το πάτωμα. Μετά από αυτό, απέφευγαν συστηματικά να τον συναντήσουν σπίτι του.
Αλλά όταν κυκλοφορούσε η εμφάνιση του Μητσάκη ήταν αψεγάδιαστη. Ήταν ένας άντρας ψηλός και γεροδεμένος, καθώς φρόντιζε να γυμνάζεται και να τρώει καλά. Τα ρούχα του ήταν καθαρά και ταιριαστά, τα μαλλιά του πάντα καλοχτενισμένα.
Κρατούσε ένα λεπτό ραβδί πίσω στη ράχη του. Περπατούσε ρυθμικά, με βάδισμα αργό, “σχεδόν τυφλού”, με μία υποβόσκουσα υπεροψία. Συχνά δυσκολευόταν να δει καλά και ζόριζε τα μάτια του. Αυτό διότι η αισθητική του δεν του επέτρεπε να φορέσει γυαλιά μυωπίας.
Από την άλλη, αν κανείς άνοιγε κουβέντα μαζί του, θα συνειδητοποιούσε ότι ο ιδιότυπος αυτός λόγιος είναι στην πραγματικότητα ένας συμπαθέστατος κύριος, ιδιαίτερα ευγενής, ευφυής και ετοιμόλογος.
Συνήθιζε να χαιρετά τους γνωστούς του με εντυπωσιακά επιφωνήματα και απότομες κινήσεις, ενώ ο τρόπος ομιλίας του «ξεχείλιζε» από γοητεία και εφευρετικότητα.
Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που έδινε σε γενικές γραμμές ο Μιχαήλ Μητσάκης.
Ψήγματα της σκοτεινής του πλευράς, μέχρι το 1894, είχαν αντιληφθεί μόνο οι πολύ κοντινοί του άνθρωποι.
Οι εγκλεισμοί στα ψυχιατρεία
Στις 20 Δεκεμβρίου του 1894 εκδήλωσε τον πρώτο σοβαρό νευρικό κλονισμό και νοσηλεύτηκε για 15 μέρες στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους.
Η απογοήτευση και ο θυμός της απαξίωσης του έργου του άρχισαν να αφήνουν εμφανή σημάδια στον ψυχισμό του. Είχε γίνει εριστικός κι απότομος. Σταμάτησε να φροντίζει τον εαυτό του και κυκλοφορούσε ρακένδυτος στους δρόμους της Αθήνας. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν ένα βίαιο περιστατικό μεταξύ του Μητσάκη και ενός συναδέλφου του.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1896, τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του στη Σόλωνος ο συγγραφέας Στέφανος Στεφάνου. Ο Μητσάκης άρχισε να του διαβάζει μία κριτική που είχε γράψει για τον Παλαμά. Ο Στεφάνου του εξέφρασε την αντίθεσή του σε κάποια σημεία. Τότε, ο δημοσιογράφος βγήκε εκτός εαυτού. Άρχισε να βρίζει και να χτυπά τον συγγραφέα, ενώ απειλούσε ότι θα τον πνίξει. Οι φωνές κινητοποίησαν τους γείτονες που χώρισαν τους δύο άντρες και έσωσαν τον Στεφάνου.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Μαρτυρίες από τη σεξουαλική ζωή των τροφίμων στο Δρομοκαΐτειο. Η ανάγκη των ασθενών για ερωτική επαφή και στοργή, μέσα από τις αναμνήσεις των εργαζομένων
Τις επόμενες μέρες, ενημερώθηκε ο αδερφός του. Καθώς τα αποτελέσματα από την πρώτη του νοσηλεία στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας πριν από δύο χρόνια ήταν πολύ ενθαρρυντικά, αποφάσισε να τον συνοδεύσει και πάλι σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Έτσι, στις 17 Απριλίου του 1896, ο Μιχαήλ Μητσάκης εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο.
Η ιατρική γνωμάτευση ανέφερε ότι ο 33χρονος «επλήγη από εκφυλιστική φρενοπάθεια που εκδηλώνεται με μεγαλομανίες, κρίσεις παρορμητικής φοβίας και αόριστες ιδέες καταδίωξης». Στις παρατηρήσεις του δελτίου, σημειωνόταν ακόμα ότι «είναι ευφυής πλην όμως ανισόρροπος» και ότι «έχει ήδη υποστεί μια παροδική κρίση στην Κέρκυρα πριν από τρία χρόνια».
Κατά την 5μηνη παραμονή του στο Δρομοκαΐτειο, η κατάστασή του έδειξε να βελτιώνεται. Όταν πήρε εξιτήριο τον Σεπτέμβρη του 1896, έδειχνε ψυχικά ήρεμος και διαυγής. Συνέχισε μάλιστα, να αρθρογραφεί και να συγγράφει.
Δεύτερη περίοδος εγκλεισμών
Στην πραγματικότητα, ο Μητσάκης δεν επέστρεψε ποτέ στον παλιό του εαυτό.
Για το χρονικό διάστημα από την έξοδό του το 1896, μέχρι το Σεπτέμβρη του 1911, όποτε και εισήχθη ξανά στο Δρομοκαΐτειο, κυκλοφορούσε ελεύθερος στην Αθήνα. Οι μαρτυρίες και τα περιστατικά που αναφέρουν οι συνάδελφοί του είναι τραγικά.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Φαλτάιτς γράφει πως όταν μια μέρα του 1910 τον συνάντησε και τον φώναξε με το όνομά του, εκείνος του αποκρίθηκε: «Είμαι ο Μητάσκης, καμία σχέση δεν έχω με τον κ. Μητσάκη, τον αγνοώ. Σας επαναλαμβάνω είμαι ο κ. Μητάσκης».
Ο Στέφανος Στεφάνου υποστήριζε ότι «είχε εγκαταλειφθεί από όλους».
«Τη στοιχειώδη τροφή του εξοικονομούσε από μία δραχμή την ημέρα, που ο εκδότης Γ. Φέξης είχε δώσει εντολή στον ταμία του να του καταβάλλει κάθε πρωί. Πριν από το 1910, κρατούσε κάπου ένα πενιχρό δωμάτιο σε λαϊκή απομακρυσμένη συνοικία. Αλλά ποτέ του δεν είχε να καταβάλει το νοίκι. Και τελικά η ιδιοκτήτρια βρήκε ευκαιρία να του κάνει έξωση τη χειρότερη εποχή, στην καρδιά του παγερού χειμώνα. Ο άστεγος Μητσάκης πέρασε τραγικές νύχτες. “Η αξιοπρέπειά του δεν του επέτρεπε να ομολογήσει το δράμα του”, μαθαίνουμε από τον δημοσιογράφο Αρίστο Καμπάνη που επίσης νοσηλεύτηκε στο Δρομοκαΐτειο.
Όσο ήταν άστεγος, ο Μητσάκης προσπαθούσε να παρατείνει τις μεταμεσονύκτιες βάρδιές του στην «Ακρόπολη», έτσι ώστε να ζεσταίνεται από το γκάζι που έκαιγε στα γραφεία. Αργότερα, προσφέρθηκε να βοηθήσει στο μεταφραστικό κομμάτι του περιοδικού “Καλλιτέχνης”, με αντάλλαγμα να κοιμάται εκεί τα βράδια.
Τον Σεπτέμβρη του 1911, έπαθε μία ακόμα κρίση, που οι γιατροί περιέγραψαν ως “dementia praecox” και εισήχθη και πάλι στο Δρομοκαΐτειο. Αυτή τη φορά είχε χάσει τελείως την επαφή με την πραγματικότητα. Όταν ο αδερφός του τον μετέφερε, ο Μητσάκης πίστευε ότι πήγαινε στην εκκλησία να παντρευτεί.
Ο εγκλεισμός του δε διήρκεσε πολύ. Όταν πήρε εξιτήριο όμως, η κατάστασή του δεν είχε βελτιωθεί.
Πέρασε τα επόμενα χρόνια τριγυρνώντας σαν επαίτης στους δρόμους της Αθήνας. Έψαχνε απεγνωσμένα λίγα χρήματα για να αγοράσει φαγητό, ενώ συχνά έπεφτε θύμα νεαρών που ήθελαν να “σπάσουν πλάκα πειράζοντας τον τρελό”.
Τελικά, το καλοκαίρι του 1914, τα ίχνη του χάθηκαν. Οι γνωστοί του έπαψαν να τον βλέπουν στα μέρη που σύχναζε, ενώ δεν ξαναφάνηκε ούτε στα γραφεία των εφημερίδων.
Το όνομά του ακούστηκε ξανά στους δημοσιογραφικούς κύκλους δύο χρόνια αργότερα. Στις 6 Ιουνίου του 1916, ο Μιχαήλ Μητσάκης, άρρωστος από περιπνευμονία, είχε καταλήξει σε ένα κρεβάτι του Δρομοκαϊτείου.
Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μόνος, κλεισμένος στο ψυχιατρικό ίδρυμα, χωρίς τα λογικά του.
Αναγνώριση μετά θάνατον
Όπως έχει συμβεί σε πολλούς καλλιτέχνες, ποιητές και συγγραφείς, το λογοτεχνικό έργο του Μιχαήλ Μητσάκη αναγνωρίστηκε μετά θάνατον. Μάλιστα, το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών του βρέθηκε τυχαία, πολλά χρόνια αργότερα. Μερικά εντοπίστηκαν στα περιθώρια ενός τόμου “Ιλιάδας” που υπήρχε στο Δρομοκαΐτειο, άλλα διάσπαρτα σε σκόρπια φύλλα που εγκατέλειπε στα δημοσιογραφικά γραφεία.
Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο ψυχιατρείο, ο Μητσάκης είχε επιδοθεί στη γαλλική ποίηση.
Πρόκειται περί μοναδικού φαινομένου για τα ελληνικά γράμματα.
Όπως έχουν επισημάνει πολλοί μελετητές, η σχεδόν τέλεια απόδοση των εμπνεύσεών του στα γαλλικά, τόσο σε έμμετρο, όσο και σε ελεύθερο στίχο, καθώς και η ασυνείδητη εφαρμογή της αυθόρμητης γραφής, πολύ πριν την εμφάνιση του υπερρεαλιστικού ρεύματος, αποτελούν στοιχεία ιδιαίτερα εντυπωσιακά.
Από την άλλη, τα πεζά του κείμενα, γραμμένα σε μία ιδιόμορφη μικτή γλώσσα, έχουν κατά καιρούς χαρακτηριστεί εφάμιλλα του έργου του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού.
Σήμερα, τόσο η ποίηση, όσο και η πεζογραφία του Μιχαήλ Μητσάκη έχει εκδοθεί. Βέβαια, το όνομά του παραμένει σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό.
Οι φιλολογικοί κύκλοι, ωστόσο, που τόσο τον περιφρόνησαν όσο βρισκόταν εν ζωή, τον κατατάσσουν πλέον επίσημα ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Πού βρισκόταν το καταφύγιο των ανθρώπων του πνεύματος που χρειάστηκαν ψυχιατρική βοήθεια. Χτίστηκε στη μέση μιας πεδιάδας με πυκνή δεντροφύτευση και ήταν δωρεά ενός Χιώτη εμπόρου που γλύτωσε από τα σκλαβοπάζαρα των Οθωμανών
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr