Είχε φετίχ με τα γυναικεία παπούτσια και τα γυναικεία εσώρουχα από μικρός. Συχνά τα έκλεβε από γειτόνισσες και δημιουργούσε τη δική του συλλογή στο γκαράζ του σπιτιού του.
Παθιαζόταν με τον ήχο του τακουνιού και όποτε τον άκουγε στον δρόμο τον ακολουθούσε. Αυτός ήταν ένας από τους τρόπους που ο κατά συρροήν δολοφόνος στο Όρεγκον της Αμερικής επέλεγε τα θύματα του. Τις σκότωνε και κρατούσε τα παπούτσια τους. Ήταν το “τρόπαιο” με το οποίο ικανοποιούσε τις φαντασιώσεις του. Γι΄ αυτό και ο Τζέρρυ Μπρούντος έμεινε γνωστός ως ο φονιάς με το φετίχ στα γυναικεία παπούτσια.
To φετίχ με τα παπούτσια
Το 1944 σε ηλικία πέντε χρόνων ο Τζέρρυ Μπρούντος βρήκε σε μία μάντρα παρατημένο ένα ψηλοτάκουνο παπούτσι. Χωρίς καν να υπάρχει το ταίρι του, το αγόρι ενθουσιάστηκε και το πήρε μαζί του στο σπίτι. Με το πέρασμα των χρόνων ο ενθουσιασμός του με τα γυναικεία παπούτσια έγινε εμμονή, η οποία τελικά αποδείχθηκε θανατηφόρα. Ως παιδί προσπάθησε αρκετές φορές να κλέψει τα παπούτσια από τις δασκάλες, τις γειτόνισσες και από τη μητέρα του. Από την ίδια δεν έγινε ποτέ αποδεκτός. Πριν ακόμη γεννηθεί η μητέρα του είχε αποκτήσει ήδη έναν γιο. Ήλπιζε ότι το επόμενο παιδί της θα ήταν κορίτσι. Ο ερχομός του δεύτερου γιου της προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια. Τον κακομεταχειριζόταν και τον εξευτέλιζε σε όλη του την παιδική ηλικία. Ο Μπρούντος δεν άργησε να στρέψει το μίσος του για τη μητέρα του προς όλες τις γυναίκες.
Ο Μπρούντος ήταν 17 χρόνων την πρώτη φορά που επιτέθηκε σε γυναίκα. Την απήγαγε και την ανάγκασε να βγάλει τα ρούχα της. Τότε τη διέταξε να φωτογραφηθεί για εκείνον γυμνή, ενώ παράλληλα την απειλούσε ότι θα τη μαχαιρώσει αν δεν υπακούσει τις εντολές του. Λίγο καιρό μετά την επίθεση, ο δράστης συνελήφθη και στάλθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα, προκειμένου να εξεταστεί. Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια, ενώ αποφασίστηκε ότι ο θυμός του ήταν κατευθυνόμενος από το μίσος που είχε για τη μητέρα του. Ο έφηβος Μπρούντος νοσηλεύτηκε για εννέα μήνες στην ψυχιατρική κλινική του Νοσοκομείου του Όρεγκον. Ταυτόχρονα, όμως, είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί και τελικά να ολοκληρώσει το σχολείο του.
Αφαίρεσε το πόδι και δοκίμαζε σε αυτό τα εσώρουχα
Στα 22 του χρόνια ο Μπρούντος παντρεύτηκε με ένα 17χρονο κορίτσι, απέκτησαν δύο παιδιά και μαζί μετακόμισαν στο Πόρτλαντ. Γρήγορα έγινε φανερό ότι η εννιάμηνη νοσηλεία του Μπρούντος δεν κατάφερε να κατευνάσει τις ορμές του. Ανάγκαζε τη γυναίκα του να καθαρίζει το σπίτι γυμνή, φορώντας μόνο δύο ψηλοτάκουνα παπούτσια. Εκείνος στεκόταν πάντα σε μία γωνιά του σπιτιού την παρατηρούσε και την έβγαζε φωτογραφίες. Παράλληλα έβρισκε χρόνο να επιτίθεται σε άλλες γυναίκες και να κλέβει από αυτές τα εσώρουχα και τα παπούτσια τους.
Το Μάιο του 1967 σε μία βόλτα του στον δρόμο άκουσε τον ήχο από τα τακούνια γυναικείων παπουτσιών. Ο ήχος τον εξίταρε. Την ακολούθησε μέχρι να φτάσει στο σπίτι της, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Όταν εκείνη έπεσε να κοιμηθεί, διέρρηξε το σπίτι και την αιφνιδίασε. Ο δράστης στραγγάλισε το θύμα μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του και στη συνέχεια το βίασε. Ως “τρόπαιο” πήρε μαζί του τα παπούτσια της. Το επόμενο θύμα του Μπρούντος ήταν μια πωλήτρια εγκυκλοπαιδειών. Το ραντεβού για την αγορά κλείστηκε στο σπίτι του, αφού προηγουμένως είχε προσποιηθεί ότι ενδιαφερόταν για τους τόμους. Οι προθέσεις του βέβαια ήταν διαφορετικές. Η Λίντα Σλαουσον έφτασε στο σπίτι του, αλλά δεν έφυγε ποτέ από αυτό. Ο δράστης αφού τη χτύπησε στο κεφάλι, τη στραγγάλισε. Κράτησε το πτώμα της και το έντυνε με γυναικεία εσώρουχα. Στη συνέχεια, διαμέλισε τη σορό της κόβοντας το ένα της πόδι. Σε αυτό πάνω δοκίμαζε τα γυναικεία παπούτσια από τη συλλογή του! Το πτώμα δεν εντοπίστηκε ποτέ, καθώς ο Μπρούντος το πέταξε σε μία χωματερή. Μετά από κάθε έγκλημα ο δράστης επέστρεφε στο σπίτι του και προσέθετε στη συλλογή του παπούτσια από τα θύματα του.
Πετούσε τα πτώματα στο ποτάμι
Η δολοφονική του δράση εξαπλώθηκε. Στον δρόμο του συνάντησε τη φοιτήτρια Τζαν Γουίτνει. Το αμάξι της κοπέλας είχε χαλάσει και ο Μπρούντος προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Τη στραγγάλισε μέσα στο δικό του αμάξι και ασέλγησε πάνω στο νεκρό της κορμί. Δεν αποχωρίστηκε τη σορό της. Τη μετέφερε στο εργαστήριο του, την έντυσε με γυναικεία ρούχα και τη φωτογράφισε. Ακόμη και από αυτό το πτώμα αποφάσισε να κρατήσει ένα κομμάτι του και έτσι έκοψε τα στήθη της.
Ο Μπρούντος τον Μάρτιο του 1969 βρήκε το επόμενο του θύμα. Ήταν η 19χρονη φοιτήτρια Κάρεντ Σπρίνκερ, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Την απήγαγε από ένα γκαράζ, την οδήγησε στο σπίτι του, τη βίασε και τη στραγγάλισε, όπως ακριβώς έκανε και στα υπόλοιπα θύματα του. Δεν παρέλειψε να αφαιρέσει από το πτώμα τα στήθη της. Τέσσερις βδομάδες αργότερα απήγαγε ένα νέο θύμα, την 22χρονη Λίντα Σαλί. Τη σκότωσε με τον ίδιο τρόπο και πέταξε το πτώμα της σε ένα ποτάμι. Η σορός αυτή εντοπίστηκε από την αστυνομία και έδωσε τα πρώτα στοιχεία στις αρχές για να ξεκινήσουν την έρευνα. Στο ίδιο ποτάμι βρέθηκε και η σορός της Σπρίνκερ. Τα δύο πτώματα βρέθηκαν δεμένα με έναν ίδιο ασυνήθιστο κόμπο.
Οι αρχές ξεκίνησαν τις ανακρίσεις από το πανεπιστήμιο που σπούδαζε το ένα θύμα. Πολλές φοιτήτριες κατήγγειλαν ότι είχαν δεχτεί τηλεφωνήματα, από έναν άντρα που παρουσιάστηκε ως βετεράνος από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Μία από αυτές μάλιστα κατήγγειλε ότι η Σπρίνκερ, που είχε δολοφονηθεί είχε δεχτεί και εκείνη τα ίδια τηλεφωνήματα. Οι αστυνομικοί ειδοποίησαν τις κοπέλες αν δεχτούν ξανά το ίδιο τηλεφώνημα να τους ειδοποιήσουν. Έτσι και έγινε. Όταν κάλεσε ξανά ο “βετεράνος”, η αστυνομία είχε όλες τις πληροφορίες για το ραντεβού. Έτσι αντί να παρουσιαστεί μία φοιτήτρια στη συνάντηση παρουσιάστηκε η αστυνομία. Ανέκριναν τον Μπρούντος, αλλά δεν είχαν αρκετά στοιχεία για να τον συλλάβουν. Γι’ αυτό και τον άφησαν ελεύθερο μέχρι που έφτασε στην αστυνομία μια ακόμη καταγγελία. Μια φοιτήτρια τον κατήγγειλε ότι είχε προσπαθήσει να την απαγάγει, αλλά εκείνη κατάφερε να ξεφύγει.
Αμέσως βγήκε ένταλμα έρευνας για το σπίτι του Μπρούντος. Εκεί η αστυνομία ήρθε αντιμέτωπη με μακάβρια ευρήματα. Το σχοινί με το οποίο έδενε τα θύματα του, τις φωτογραφίες των νεκρών θυμάτων του, τα παπούτσια, τα εσώρουχα και διαμελισμένα πτώματα. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Μπρούντος ήταν ο δράστης των φρικιαστικών εγκλημάτων. Προσπάθησε να αποδείξει ότι σκότωνε τα θύματα του χωρίς να έχει σώας τας φρένας. Οι ψυχίατροι όμως που τον εξέτασαν, δεν συμπέραναν κάτι τέτοιο. Ο Μπρούντος καταδικάστηκε σε τρις φορές ισόβια.
Η γυναίκα του τον χώρισε και άλλαξε το όνομά της. Έμεινε 37 χρόνια στη φυλακή όπου πέθανε το 2006. Η περίπτωση του κατά συρροήν δολοφόνου με το φετίχ στα γυναικεία παπούτσια έγινε επεισόδιο στη σειρά του Νέτφλιξ “Mindhunter”.
Πηγή φωτογραφιών: Youtube
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: «Θέλω να σκοτώσω ένα κορίτσι σήμερα. Πιστεύω ότι δεν θα με πιάσουν». Ο δολοφόνος που δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Είχε κόμπλεξ κατωτερότητας και ήθελε να μοιάσει στον Έλβις
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr