ΠΗΓΗ: “Φιλική Εταιρία. Α’ το παράνομο οργανωτικό της Β’ ο διωγμός της από τους ξένους”, Τάσος Βουρνάς. Εκδόσεις Αφών Τολίδη
Κύρια όργανα για τη διάδοση των σκοπών της Φιλικής Εταιρίας ήταν τα μεσαία στελέχη, που στην συνθηματική γλώσσα της οργάνωσης λέγονταν «Ιερείς», ενώ η Εταιρία λεγόταν με το συνθηματικό όνομα «Ναός».
Ο ιερέας ήταν η βάση της Φιλικής. Αυτός είχε δικαίωμα να κατηχεί στους σκοπούς της οργάνωσης, πατριώτες, δίνοντάς τους το δικό του βαθμό του ιερέα ή τους κατώτερους των «Αδελφοποιητών ή Βλάμηδων» και των «Συστημένων».
Το ανώτερο βαθμό του Ποιμένα μόνο η «Αόρατη Αρχή» είχε δικαίωμα ν’ απονέμει στους πατριώτες, δηλαδή στην ουσία το Διευθυντήριο της Φιλικής.
Για να καθιερωθεί ένας ραγιάς σαν Ποιμένας της Εταιρίας, έπρεπε να ‘χει εξαιρετικά πνευματικά διοικητικά και οργανωτικά προσόντα κι όπως θα δούμε, πολύ λίγοι αναδείχτηκαν σ’ αυτό τον βαθμό.
Ο όρκος των Φιλικών
Η ορκωμοσία του αδελφοποιητού ή βλάμη
Οι ταπεινοί και ανώνυμοι ραγιάδες έμπαιναν στις γραμμές της «Φιλικής», με τον βαθμό του αδελφοποιητού ή βλάμη, αν ήταν εντελώς αγράμματοι.
Αφού ελέγχονταν η φιλοπατρία τους και η αφοσίωσή τους στην υπόθεση της λευτεριάς, τους πλησίαζαν οι ιερείς και άρχιζαν να τους κατηχούν πλάγια στους σκοπούς της εταιρίας.
Πριν τελειώσει η υπόθεση του προσηλυτισμού, ο βλάμης έπρεπε να ορκιστεί.
Δεν ήταν όμως και πολύ εύκολο πράγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου ο παπάς που θα όρκιζε τον καινούριο Φιλικό, δεν γνώριζε το μυστικό.
Γι’ αυτό, η “δουλειά” γινόταν περίπου έτσι:
Ο κατηχητής πήγαινε και έβρισκε έναν παπά και του λεγε ότι επιθυμεί να ορκίσει θρησκευτικά έναν άνθρωπο χριστιανό για να βεβαιωθεί, αν σε μια ατομική τους υπόθεση του λέει ή όχι την αλήθεια.
Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι του και έφερνε το Ευαγγέλιο και τότε ο κατηχητής τραβούσε λίγο παράμερα από τον παπά τον κατηχούμενο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον “μικρόν όρκον” των Φιλικών, που ο κατηχούμενος είχε υποχρέωση να τον επαναλάβει χαμηλόφωνα:
«Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπαρτάτου Όντος να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν καθ’ όλην την δύναμιν της λέξεως το μυστήριο, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ».
Επαναλάμβανε τον όρκο τρεις φορές και τότε ο κατηχούμενος τον ρωτούσε, μπροστά στον παπά:
-Είναι αληθινά, αδελφέ, αυτά που μου επανέλαβες τρεις φορές;
-Είναι και θα είναι αληθινά και για την ασφάλειά τους ορκίζομαι στο Ιερό Ευαγγέλιο!
Την ίδια ερώτηση έκανε και ο παπάς και τον όρκιζε στο Ευαγγέλιο, χωρίς να ξέρει την ουσία της υπόθεσης.
Μετά την ορκωμοσία, ο ιερέας Φιλικός έβαζε στο μυστικό της Εταιρίας τον καινούριο βλάμη.
Από και πέρα ο νεοφώτιστος θεωρούνταν κανονικό μέλος της Φιλικής.
Η ορκωμοσία του συστημένου
Αν ο πατριώτης που επρόκειτο να μυηθεί στη Φιλική ήξερε γράμματα, έπαιρνε τον βαθμό του συστημένου και περνούσε από την ίδια πρωταρχική διαδικασία, όπως και ο βλάμης.
Εδώ όμως επειδή η μόρφωση του έδινε την ευχέρεια της προαγωγής, η διαδικασία ήταν πιο εξονυχιστική.
Έπρεπε να απαντήσει με ειλικρίνεια στο παρακάτω ερωτηματολόγιο:
Α) Πώς ζεις και πόθεν ο πόρος της ζωής σου;
β) Τι συγγενείς έχεις, τι επαγγέλματος και ποιας καταστάσεως;
γ) Εσυγχίσθης ποτέ με κανέναν από αυτούς ή φίλον σου, ή άλλον τινά;
δ) Εφιλιώθης με αυτούς, διά ποίαν αιτίαν;
ε) Είσαι υπανδρευμένος; Έχεις κλίσιν να υπανδρευθείς;
στ) Έχεις έρωτα; Είχες ποτέ σου; Σου επέρασε; Και από τί καιρόν;
ζ) Σου ακολούθησε καμιά μεγάλη ζημία ή μεταβολή της καταστάσεώς σου;
η) Είσαι ευχαριστημένος εις το επάγγελμα που ευρίσκεσαι; Και ποιον επιθυμείς περισσότερον;
θ) Έχεις κανένα φίλον πιστόν και ποιος είναι;
ι) Πώς στοχάζεσαι και πού στοχάζεσαι να ζήσεις εις το εξής;
Στη συνέχεια, υπέγραφε ένα χαρτί που έγραφε το ποσό που δώρισε στην εταιρία.
Στο πίσω μέρος του χαρτιού, ο κατηχητής σημείωνε το όνομα της μητέρας του νέου Φιλικού, το οποίο είχε μάθει χωρίς να τον ρωτήσει ευθέως.
Έπρεπε να το μάθει έντεχνα, χωρίς ο κατηχούμενος να θυμάται ότι το είχε πει.
Αυτό χρησιμοποιούνταν από τους ιερείς, για να εξακριβώνουν την ταυτότητα του συστημένου, όταν τον συναντούσαν.
Ρωτούσαν το όνομα της μητέρας τους και αν τους έδιναν το λάθος, ήξεραν ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε.
Η ορκωμοσία του ιερέα
Οι κατώτεροι βαθμοί δεν γνώριζαν τι συνέβαινε στην «Ανώτατη Αρχή», ούτε ποια ήταν τα ανώτερα μέλη.
Από τις τάξεις των συστημένων αναδεικνύονταν, ύστερα από λεπτομερή παρακολούθηση κι όταν κάποιος κρινόταν ώριμος, τον πλησίαζε κρυφά ένας κατηχητής.
Τον ρωτούσε αν ήταν έτοιμος να φυλάξει το μυστικό με κίνδυνο της ζωής του, να αντέξει σκληρά βασανιστήρια, να αφιερώσει τη ζωή του στην Εταιρία και την πατρίδα.
Η τελετή γινόταν το βράδυ με ένα κερί ως «μοναδικό μάρτυρα, όπου η δυστυχισμένη πατρίδα λαμβάνει όταν τα τέκνα της δίνουν τον όρκο της ελευθερίας της».
Όσοι κατηχούνταν για ιερείς έπρεπε να απαντήσουν και σε περαιτέρω ερωτήσεις:
Α) Είσαι κατατρεγμένος συ ή κανένας συγγενής ή φίλος σου από την διοίκηση της πατρίδος μας ή από άλλον τίνα και διά ποίαν αιτίαν;
β) Έχεις κανένα συγγενή ή φίλον είς φυλακή και δία ποίαν αιτίαν;
γ) Εφονεύθη κανένας συγγενής ή φίλος σου από την διοίκησιν ή από άλλον τινά και διά ποίαν αιτίαν;
δ) Σου ακολούθησε μέγα τι εις την ζωήν σου;
ε) Ηξεύρεις κανέναν μέγα πολιτικόν μυστικόν, καμμίαν ακοινολόγητον εφεύρεσιν ή άλλο τι μέγα απόκρυφον; Πόθεν το έμαθες; Το ηξεύρουν άλλου; Ποιοι είναι αυτοί; Έχεις τα αναγκαίας αποδείξεις του; Και τί είναι αυτό;
στ) Έχεις κανένα μέγα προτέρημα κρυφόν ή φανερωμένο ή καμμίαν ξεχωριστή επιτηδειότητα;
Ο μυστικός κώδικας των Φιλικών
Όταν δύο πατριώτες συναντιόνταν και ήθελαν να εξακριβώσουν αν είναι «μπασμένοι» στο μυστικό της Φιλικής μεταχειρίζονταν τον παρακάτω συνθηματικό τρόπο:
Ο ένας έβαζε την αριστερή παλάμη του μέσα στη δεξιά κι έκανε τάχα, πως έπλενε τα χέρια του.
Ο άλλος έπρεπε αμέσως να βάλει τα δύο δάχτυλα του δεξιού του χεριά μέσα στην αριστερή χούφτα.
Αυτό ήταν το πρώτο σημείο αναγνώρισης.
Αν τώρα ο πρώτος ήθελε να κουβεντιάσει με τον δεύτερο για ζητήματα της Φιλικής έπρεπε πρώτα να βάλει κι αυτός τα δύο δάχτυλα του δεξιού του χεριού στην αριστερή του παλάμη και μετά να πιάσει και τα δύο χέρια του συντρόφου του, λέγοντας:
-Έχεις κανένα τσιμπούκι;
Ο δεύτερος έπρεπε απαραίτητα ν’ απαντήσει:
-Τσιμπούκι; Όχι! Έχω όμως τσαρούχι!
Τα μυστικά σημεία αναγνώρισης μεταξύ των «συστημένων» ήταν τα παρακάτω:
Ο ένας ανοίγει τα δάχτυλα και στις δύο παλάμες του, τα ενώνει και κάνει πως πλένει τα χέρια του.
Ο δεύτερος πιάνει με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού το αυτό του και κατόπι τα χείλη του.
Αν ο πρώτος θέλει να μιλήσουν, χτυπά με τα δύο πρώτα δάχτυλα του δεξιού χεριού του τη γροθιά του αριστερού του.
Πιάνονται ύστερα από τα χέρια και λέει ο πρώτος:
-Από πολύ το επιθυμούσα!
-Και εγώ ομοίως, απαντά ο δεύτερος.
Έπειτα ο πρώτος συνεχίζει:
-Λάμδα!
-Άλφα, λέει ο δεύτερος.
-Νι, λέει ο πρώτος.
-Ταυ, ο δεύτερος.
-Όμικρον, ο πρώτος.
-Νι, ο δεύτερος.
Έχουν έτσι σχηματίσει, λέγοντας ο καθένας διαδοχικά ένα γράμμα, τη συνθηματική λέξη «Λαντόν».
Με τον ίδιο τρόπο, οι ιερείς αναγνωρίζονταν μεταξύ τους, σχηματίζοντας τη λέξη: «Χακίκι».
ΠΗΓΗ: “Φιλική Εταιρία. Α’ το παράνομο οργανωτικό της Β’ ο διωγμός της από τους ξένους”, Τάσος Βουρνάς. Εκδόσεις Αφών Τολίδη
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr