Είναι από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς της γενιάς του. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή του με το προφιτερόλ. Προστάτευε πάντα την προσωπική του ζωή, αλλά για πρώτη φορά ο Γιώργος Κωνσταντίνου μοιράζεται τις ιστορίες του μέσα από το βιβλίο του “Showtime”. Άγνωστα περιστατικά και σημαντικές εμπειρίες που έζησε όπως για παράδειγμα ότι ήταν παρόν ακόμα και στον τορπιλισμό της “Έλλης”.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Γιώργου Κωνσταντίνου.
Όταν τορπιλίστηκε η “ΈΛΛΗ”
“Ήμουνα έξι χρονών πια. Βρεθήκαμε στην Τήνο, Δεκαπενταύγουστο. Η μητέρα μου ήθελε να προσκυνήσει – το έκανε και στα επόμενα χρόνια.
Με πήρε μαζί της. Μου είχε αγοράσει ένα μικρό καμηλό παλτουδάκι από του Λαμπρόπουλου. Το πιο φιρμάτο πολυκατάστημα της εποχής. Δεν ξέρω γιατί το κρατούσε στα χέρια της καλοκαιριάτικα.
Βρισκόμαστε στην παραλία, όταν ξαφνικά ακούστηκε μια φοβερή έκρηξη. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος προς το εσωτερικό του νησιού. Η μητέρα μου πέταξε το παλτό και με τραβούσε από το χέρι. Πανικός. Όπως τρέχαμε, ψηλά, πάνω από τα κεφάλια μας, διέσχιζαν τον ουρανό μαύρα κομμάτια σίδερο, αφήνοντας πίσω τους καπνό.
Μπήκαμε μαζί με άλλους σε μία ταβέρνα. Ο ταβερνιάρης έκλεισε τις πόρτες και μας συμβούλευε, φοβισμένος κι αυτός, να δείξουμε ψυχραιμία. Επόμενη εικόνα: εγώ, καθισμένος επάνω σ’ ένα γαϊδούρι, ανηφορίζοντας ένα βουνό. Κόσμος ανεβαίνει με τα πόδια. Ακούω.
Ένα καταδρομικό μας έχει τορπιλιστεί στο λιμάνι από υποβρύχιο. Ήταν γεμάτο πυρομαχικά και υπήρχε ο φόβος μήπως ανατιναχτούν και καταστρέψουν το νησί.
Από την κορυφή του χαμηλού βουνού είδα το χτυπημένο πλοίο και σαν να διέκρινα στη θάλασσα ανθρώπους να κολυμπάνε για να σωθούν. Ήμαστε μακριά.
Σε λίγο, το καράβι αρχίζει να βουλιάζει, χωρίς να ανατιναχτεί. Ήσυχα, ήρεμα, παίρνοντας μαζί του τις όμορφες μέρες ενός ειρηνικού, ξένοιαστου κόσμου, που βυθιζόταν τώρα στο σκοτάδι και στην απόγνωση. Το πλοίο ήταν η «Έλλη» και το ημερολόγιο έγραφε 15 Αυγούστου 1940. Άλλη μια ημερομηνία χαραγμένη στη μεγάλη ταφόπλακα που σκέπασε τον πλανήτη εκείνα τα χρόνια.
Μνήμες πολέμου
Βρέθηκα να κάθομαι στο τραπέζι του σαλονιού ενός διώροφου προπολεμικού σπιτιού, κάπου στην Πλατεία Βάθη. Οι σειρήνες έξω χτυπούσαν, αναγγέλλοντας την αρχή της τραγωδίας η οποία θα παρέσυρε τον κόσμο στον θάνατο και στην απελπισία.
Ήταν το σπίτι της γιαγιάς μου. Ήμουνα πολύ μικρός για να καταλάβω αυτά που συνέβαιναν γύρω μου. Όλη η οικογένεια είχε μαζευτεί εκεί. Σαν τα φοβισμένα ζώα στη θύελλα, που βρίσκουν ένα απάγκιο για να φυλαχτούν.
Η γιαγιά μου είχε πολλά παιδιά. Είχε έρθει από τα Δωδεκάνησα στην Αθήνα με τρία, κι ύστερα απόχτησε άλλα τρία. Τα μεγάλωσε μόνη της – άκουγα τα ονόματα των πατεράδων τους, αλλά δεν τ
Στο σπίτι πάντως αυτό, έμεναν μόνο τα τέσσερα. Η μητέρα μου, ο μεγάλος θείος μου, ο μικρός θείος μου και μία θεία μου, μικρότερη από τη μητέρα μου.
Αν έγραφα με λεπτομέρειες τα γεγονότα, τις εικόνες που έζησα σ’ αυτό το σπίτι, ίσως λίγοι θα με πιστεύανε.
Τα πέντε χρόνια του πολέμου. Σκόρπιες αναμνήσεις κι εδώ. Ο μεγάλος θείος μου βγήκε αντάρτης στα βουνά.
Δεν πιστεύω πια στα θαύματα. Ή, μάλλον πιστεύω: Θαύμα είναι να έχεις υγεία, δύναμη, θέληση, ταλέντο, αισθήματα. Αλλά είμαστε αχάριστοι και θέλουμε παραπάνω. Ε, λοιπόν, τα παραπάνω δε δίνονται με θαύματα. Εξαρτώνται από εμάς. Ο άνθρωπος καθορίζει την μοίρα του, όχι ο Θεός. Έχω ντοκουμέντα γι’ αυτό…
Η εισβολή των Γερμανών στο σπίτι του
Οι Γερμανοί μπήκαν σπίτι μας. Από μια προδοσία. Μια γυναίκα, βαλτή, ήρθε κι είπε στη γιαγιά μου ότι ο μεγάλος μου θείος, ο αντάρτης, την είχε αφήσει έγκυο. Η γιαγιά μου, πρόθυμη, της εξήγησε ότι ο θείος μου ήταν στα βουνά με τον Ζέρβα. Της έδειξε μάλιστα φωτογραφίες και επιστολές που της έστελνε. Και όχι μόνο. Σε μια μικρή καμαρούλα στην ταράτσα της έδειξε τις κρυμμένες σφαίρες. Και τις δύο χειροβομβίδες, σ’ ένα καζανάκι της τουαλέτας. Αυτό ήταν. Οι Γερμανοί είχαν μια πλήρη εικόνα.
Μπήκαν σπίτι μας. Βρήκαν τις σφαίρες. Τις χειροβομβίδες δεν τις βρήκαν, γιατί η μητέρα μου της είχε κρύψει στον κόρφο της. Μέσα στο στήθος της.
Εγώ, μικρός, ασήμαντος, έβλεπα τους τεράστιους στρατιώτες με τις στολές που γυάλιζαν και με τα όπλα στα χέρια. Δεν είχα ακόμα την αίσθηση του φόβου. Δεν καταλάβαινα.
Μπροστά ήταν ο διερμηνέας, που φώναζε έξαλλος τη γιαγιά μου δείχνοντας τις σφαίρες. Όμως διέκρινα ότι της έκλεινε το μάτι καθώς μιλούσε. Σαν να μας καθησύχαζε. Δεν μας συνέλαβαν. Δεν μας έστειλαν σε στρατόπεδο.
Μετά έμαθα, όταν μεγάλωσα. Η θεία μου, η μικρή αδερφή της μητέρας μου, που ήταν αστέρι του βαριετέ της εποχής, είχε θαυμαστές που την βοηθούσαν και την στήριζαν. Αυτό μας έχει σώσει.
Ένα βράδυ, κοντά στο τέλος του πολέμου, οι Γερμανοί μας ξαναχτύπησαν άγρια την πόρτα και μας διέταξαν να κατέβουμε στο δρόμο. Τρέξαμε πανικόβλητοι, κουτρουβαλώντας τη σκάλα. Είχα μόλις αρχίσει να συνειδητοποιώ μερικά πράγματα και ρώτησα την μητέρα μου:
«Θα μας σκοτώσουν;»
Δε θυμάμαι πως ακριβώς αισθανόμουν, αν με είχε κυριεύσει φόβος ή κάτι άλλο, αλλά θυμάμαι πολύ καθαρά ότι έκανα αυτήν ακριβώς την ερώτηση.
Δεν έγινε τίποτα, κάποιους έψαχναν.
Στα επόμενα χρόνια, το είχα βάρος μέσα. Σκεφτόμουν πως ένιωσε αυτή η γυναίκα που άκουσε το παιδί της να τη ρωτάει κάτι τόσο τραγικό.
Είμαι πολύ αυστηρός κριτής του εαυτού μου. Πολλές φορές δεν αντέχω την αυτοκριτική μου. Το θεωρώ βέβαια χάρισμα, το να κρίνεις και να παραδέχεσαι τα σφάλματα και τα αμαρτήματα σου. Νιώθεις όμως βαθιά θλίψη κάθε φορά που τα φέρνεις στη μνήμη σου.
Πηγή: “Showtime” του Γιώργου Κωνσταντίνου, εκδόσεις ΙΑΝΟΣ, 2017
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Γιατί ο Γιώργος Κωνσταντίνου, όταν είδε για πρώτη φορά τον εαυτό του στον κινηματογράφο, σηκώθηκε να φύγει. Απορρίφθηκε από το Εθνικό Θέατρο ως «εντελώς ατάλαντος». Η σχέση του με την Έλενα Ναθαναήλ…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr