22 Νοεμβρίου 1962. Οι επτά Έλληνες ναυτικοί του μικρού αλιευτικού “Μαρίτσα” τυφλώνονται από τα φώτα του τουρκικού περιπολικού Ζ17. Λίγη ώρα αργότερα, ένας καταιγισμός από σφαίρες διατάραξε τη γαλήνη της νυχτερινής θάλασσας και το ελληνικό πλοιάριο βρέθηκε να βυθίζεται εντός των χωρικών μας υδάτων.
Μόνο ο καπετάνιος Μανώλης Λόλιας κατόρθωσε να διαφύγει της προσοχής του τουρκικού περιπολικού και να κολυμπήσει ως την κοντινότερη ακτή.
Μετά από 5ωρη πάλη με τα κύματα, έφτασε στην Ψέριμο, ένα μικρό νησάκι βόρεια της Κω.
Έλαβε τις πρώτες βοήθειες και ενημέρωσε τους ντόπιους για το τι είχε συμβεί. Όμως ήταν ήδη αργά. Τέσσερις από τους υπόλοιπους Έλληνες ναυτικούς είχαν αιχμαλωτιστεί και δύο ήταν νεκροί στον βυθό του Αιγαίου.
Η μοιραία “συνάντηση”
Στο “Μαρίτσα” επέβαιναν έξι Καλύμνιοι κι ένας Μυτιληνιός. Ο 30χρονος καπετάνιος Μανώλης Λόλιας, ο 22χρονος Ιωάννης Λόλιας, ο 70χρονος Γιάννης Κουλλιάς, ο Ζαχαρίας Καραμαλής, καθώς και τρεις ανήλικοι “ναυτόπαιδες”. Ο 15χρονος Γιώργος Μυλωνάς τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι και οι 17χρονοι Μανώλης Μηλιάδης και Γιάννης Γιατζόγλου έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες.
Το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου του 1962, καθώς έπλεαν με το αλιευτικό τους στην περιοχή Καλολίμνου και Ιμίων, βλέπουν ένα πλοίο να ανάβει τους προβολείς του. Ήταν ένα τουρκικό περιπολικό που βρισκόταν παράτυπα στα ελληνικά χωρικά ύδατα.
Σύμφωνα με τις περιγραφές των επιζώντων, οι Τούρκοι τους πλησίασαν και διέταξαν τον Έλληνα κυβερνήτη να ανεβεί στο σκάφος τους. Αντί για τον καπετάν Μανώλη όμως, πήγε ο γηραιότερος, ο 70χρονος Γιάννης. Παρά την ηλικία του, οι Τούρκοι τον “υποδέχθηκαν” δέρνοντάς τον αλύπητα.
Τότε οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τι τους περίμενε. Με γρήγορες κινήσεις, έσβησαν τα φώτα του αλιευτικού και έβαλαν μπροστά τη μηχανή για να διαφύγουν. Πάνω στο ελληνικό πλοίο όμως βρισκόταν ακόμα ο Τούρκος υπαξιωματικός Μετίν, που είχε βοηθήσει τον 70χρονο να περάσει από την άλλη. Ξεκίνησε τότε με ένα φανάρι να κάνει σήματα στους συμπατριώτες του για να τους ακολουθήσουν.
Ο καπετάν Μανώλης που τον είδε, προσπάθησε να του το πάρει. Ακολούθησε συμπλοκή μεταξύ τους, με αποτέλεσμα οι δύο άντρες να πέσουν στη θάλασσα.
Ο Έλληνας καπετάνιος κατάφερε να ξεφύγει δίχως να γίνει αντιληπτός. Η μοίρα των υπολοίπων προβλεπόταν τραγική.
Ο εμβολισμός και οι θηριωδίες
Ο Μετίν, κολύμπησε προς το τουρκικό πλοίο. Βλέποντάς τον στην θάλασσα, οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι πάνω στο αλιευτικό είχαν απομείνει μόνο Έλληνες. Χωρίς τον κίνδυνο να τραυματίσουν τον δικό τους, ξεκίνησαν να πυροβολούν με μανία, ενώ πλησίαζαν απειλητικά το πλοίο.
Προκειμένου να προστατευτούν, οι Έλληνες κλείστηκαν στο αμπάρι. Μία από τις σφαίρες είχε ήδη τραυματίσει τον 15χρονο Γιώργο Μυλωνά στο πόδι.
Μόλις πλησίασαν αρκετά, εμβόλισαν το αλιευτικό δύο φορές. Καθώς άρχισε να γεμίζει νερά, το πλήρωμα έπρεπε να βγει από το αμπάρι για να σωθεί. Εν τω μεταξύ, οι Τούρκοι έκαναν σάλτο στην πλώρη.
Ένας εξ αυτών, ο Χαμίτ Αλεμντάρ, πυροβόλησε εξ επαφής τον 17χρονο Γιάννη Γιατζόγλου, ο οποίος έπεσε νεκρός. Τους υπόλοιπους συνέχισαν να τους ξυλοκοπούν άγρια μέχρι που τους μετέφεραν πάνω στο τουρκικό σκάφος. Ο νεαρός Μανώλης Μηλιάδης σφάδαζε από τους πόνους. Τότε ένας Τούρκος τον αποκεφάλισε και πέταξε το πτώμα του στη θάλασσα.
Φυλάκιση
Όταν έπιασαν στεριά, μετέφεραν τους βασανισμένους αιχμαλώτους στις αρχές της Αλικαρνασσού. Εκεί τους υποχρέωσαν να υπογράψουν καταθέσεις στα τουρκικά -που δεν γνώριζαν-, στις οποίες παραδέχονταν ότι αλίευαν σε τουρκικά χωρικά ύδατα και ότι το ελληνικό πετρελαιοκίνητο ερρίφθη κατά του τουρκικού με σκοπό να το βυθίσει.
Ο πρώτος ισχυρισμός ήταν απλώς ψευδής. Ο δεύτερος ήταν πρακτικά αδύνατος. Η ξύλινη πρώρα του ελληνικού αλιευτικού δεν θα μπορούσε να έχει εμβολίσει την σιδερένια πλευρά του τουρκικού σκάφους, όπως περιγραφόταν στην κατάθεση.
Μετά την Αλικαρνασσό, οι τέσσερις ναυτικοί μεταφέρθηκαν στις φυλακές των Μούγλων. Μάλιστα, κλήθηκαν να πληρώσουν την μεταφορά τους με ό,τι χρήματα είχαν πάνω τους. Ειδάλλως θα έπρεπε να διανύσουν τα 135 χιλιόμετρα με τα πόδια. Έτσι, με 900 δραχμές που είχε ο Ζαχαρίας Καραμαλής στην τσέπη, μίσθωσαν ένα τζιπ και έφτασαν στα Μούγλα.
Εκεί, η υποδοχή που τους επιφύλασσαν ήταν ανάλογη με τη μεταχείριση των προηγούμενων ημερών: ξύλο και χλεύη. Οι Τούρκοι φύλαρχοι τους απαγόρευσαν να μιλούν μεταξύ τους στα ελληνικά και τις επόμενες μέρες τους επέβαλαν μαθήματα τουρκικών. Όπως σημειώνει ο ρεπόρτερ της εφημερίδας “Ελευθερία”, πιθανότατα για να δικαιολογήσουν τις καταθέσεις στην τουρκική γλώσσα.
Οι βασανισμένοι ναυτικοί παρέμειναν στις φυλακές για 4 μήνες. Οι συνθήκες ήταν άθλιες, ενώ για τους ξυλοδαρμούς αρκούσε η πιο ασήμαντη αφορμή. Παραδείγματος χάριν, ένας από τους πιο άγριους συνέβη ανήμερα των Χριστουγέννων, ως “δώρο” για την μεγάλη χριστιανική γιορτή.
Η παρακάτω φωτογραφία, που τραβήχτηκε στα Μούγλα και δόθηκε στη δημοσιότητα αργότερα, είναι χαρακτηριστική. Όπως αναφέρει η περιγραφή, εικονίζονται οι τέσσερις ναυτικοί και στην άκρη αριστερά “ο Τούρκος φύλαξ επιχαίρων”.
Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα
Παρά τις πιέσεις των Καλύμνιων και της κοινής γνώμης, τα υπουργεία Εξωτερικών και Ναυτιλίας δεν μπόρεσαν να δράσουν άμεσα και αποτελεσματικά.
Ιδιαίτερα ο ναυτικός κόσμος διαμαρτυρόταν έντονα στην Ελληνική Κυβέρνηση. Απαιτούσε την απελευθέρωση των ναυτικών, την αποζημίωση των οικογενειών τους και κυρίως την λήψη μέτρων για την κατοχύρωση της εργασίας, της ελευθερίας και της ασφάλειας των αλιέων του Αιγαίου.
Το ναυάγιο του “Μαρίτσα” εντοπίστηκε τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1963. Ήταν η αδιάσειστη απόδειξη ότι οι ισχυρισμοί των Τούρκων ήταν ψευδείς. Το αλιευτικό βρισκόταν εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, το κατάρτι του ήταν διάτρητο από τις σφαίρες και η δεξιά πλευρά της πρύμνης ήταν πλήρως κατεστραμμένη από τον εμβολισμό.
Τα πτώματα των δύο νεκρών Ελλήνων ναυτικών εντοπίστηκαν με διαφορά δύο μηνών, το ένα τον Δεκέμβριο και το άλλο τον Φεβρουάριο. Παρόλα αυτά, οι Τούρκοι δεν έκαναν πίσω. Δεν έδειχναν πρόθυμοι να απελευθερώσουν τους ομήρους.
Ο ελληνικός τύπος έκανε λόγο για “κυβερνητική δουλοφροσύνη”. Η απαθής στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης είχε ως στόχο να “μην διαταραχθούν οι φιλικές σχέσεις με την Τουρκία”. Ακόμα και η ανάσυρση του “Μαρίτσα”, που κατέστη δυνατή μόλις τον Μάρτιο, χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από ιδιώτες.
Η τύχη των ναυτικών
Εν τέλει, έπειτα και από διεθνείς πιέσεις, οι Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι τον Μάρτιο του 1963. Η τουρκική κυβέρνηση παρείχε αμνηστία “εις παντοειδείς εγκληματίας εκτίοντας φυλάκιση μέχρι πέντε ετών”. Μαζί με τους τέσσερις ναυτικούς, επέστρεψαν πολλοί ακόμη Έλληνες ψαράδες που είχαν συλληφθεί παράνομα στα ελληνικά ύδατα, δίχως να γίνουν αντιληπτοί.
Άλλωστε, η υπόθεση “Μαρίτσα” δεν ήταν η πρώτη, ούτε η μοναδική. Ο λόγος που έγινε γνωστή και πήρε μεγάλες διαστάσεις ήταν χάρη στον καπετάν Μανώλη Λόλια, που κατάφερε να ξεφύγει και να φτάσει στη στεριά. Η πλεύση τουρκικών καταδιωκτικών στα ελληνικά ύδατα, οι “εξαφανίσεις” ψαράδων και η άτυπη διεκδίκηση και αξίωση μέρους της θαλάσσιας ζώνης αποτελούσαν διαχρονικά προβλήματα.
Στην Κάλυμνο, η υποδοχή των τεσσάρων ναυτικών ήταν πανηγυρική. Μετά από τέσσερις εφιαλτικούς μήνες στα τουρκικά κάτεργα, οι ταλαίπωροι άντρες έσμιξαν και πάλι με τις οικογένειές τους.
Δυστυχώς, ο 70χρονος Γιάννης Κουλλιάς δεν άντεξε τις κακουχίες και πέθανε λίγο μετά την επιστροφή του.
Ο καπετάν Μανώλης έζησε στο νησί μέχρι τα βαθιά γεράματα. Θυμόταν πάντοτε τα τραγικά γεγονότα και τα εξιστορούσε με κάθε λεπτομέρεια. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 90 ετών την Τρίτη 2 Ιουνίου του 2021.
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr