Τέλη Ιουνίου 1961. Οι αναγνώστες των εφημερίδων διάβαζαν για την ανακάλυψη, ενός μυστικού σταθμού ασυρμάτου, στο χωριό Ακροποταμιά του Κιλκίς.
Η Ελληνική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας, σε συνεργασία με το στρατό, έφτασε άμεσα στα ίχνη του ασυρματιστή. Το αποτέλεσμα ήταν, ότι ένας 30χρονος ντόπιος, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της υπηρεσίας πληροφοριών του βουλγαρικού επιτελείου στρατού.
Εκτός από τον ασύρματο πομπό, κατασχέθηκαν κρυπτογραφικοί κώδικες, αντίγραφα των σημάτων και όπλα. Κατά την αποκρυπτογράφηση των σημάτων, βρέθηκαν ορισμένα που περιλάμβαναν πληροφορίες στρατιωτικής φύσεως, όπως οι τοποθεσίες διαφόρων μοιρών πυραύλων και τα ονόματα διοικητών μεγάλων μονάδων.
Πώς εντοπίστηκε το κρησφύγετο
Ενδείξεις για τη λειτουργία παράνομου σταθμού ασυρμάτου στο Κιλκίς υπήρχαν από το 1955. Μια μονάδα διαβιβάσεων, σε συνεργασία με τις αντικατασκοπεία, προσδιόρισε την Ακροποταμιά ως επίκεντρο και οι έρευνες στην περιοχή εντατικοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1961.
Όταν οι αρχές επισκέφθηκαν για πρώτη φορά το σπίτι του 30χρονου, εκείνος τις υποδέχθηκε πρόθυμα και δίχως να προσπαθήσει να εμποδίσει την έρευνα. Τη δεύτερη φορά, όμως, είχε φύγει από το σπίτι και την πόρτα άνοιξε η ηλικιωμένη μητέρα του.
Ένας αξιωματικός εντόπισε κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας έναν τενεκέ γεμάτο νερά. Τον πήρε, τον άδειασε και έκπληκτος αντίκρισε δύο περίστροφα τυλιγμένα σε νάιλον. Λίγο μετά, ανιχνεύτηκαν και τέσσερις χειροβομβίδες κάτω από τα κεραμίδια του σπιτιού.
Όπως έγραφε το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία», ο 30χρονος ισχυρίστηκε «με μίαν καταπληκτικήν απάθειαν και ψυχραιμίαν» ότι είχε τα πιστόλια από το 1950, ήθελε να τα παραδώσει στην αστυνομία, αλλά «δίσταζε να μην παρεξηγηθεί». Υπήρχε σχέδιο για κάθοδό του στην Αθήνα και φέρεται να εισέπραξε αμοιβή 56.000 δραχμών.
Ο 30χρονος κατά την ανάκριση ομολόγησε, πως στην κατοχή του βρισκόταν και δεύτερος ασύρματος. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, εκπαιδεύτηκε σε σχολή κατασκοπείας στη Βουλγαρία, είχε αδελφή που διέμενε στην Τσεχοσλοβακία και ερχόταν σε επικοινωνία με την πρωτεύουσα Σόφια «προς την οποίαν και μετέδιδε διαφόρους στρατιωτικής φύσεως πληροφορίας εις βάρος της αμύνης της Ελλάδος».
Η ανακοίνωση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας τον χαρακτήριζε «φανατικό μέλος της ΕΔΑ». Το κόμμα της Αριστεράς, που, εκείνη την περίοδο, ήταν αξιωματική αντιπολίτευση, απάντησε ότι ο 30χρονος ήταν απλώς ψηφοφόρος της στις εκλογές του 1958 και κατηγόρησε την κυβέρνηση της ΕΡΕ για «κατασυκοφάντηση» και προσπάθεια αποπροσανατολισμού του λαού για ψηφοθηρικούς σκοπούς.
Οι μαρτυρίες και οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων στη δίκη
Ο 30χρονος παραπέμφθηκε σε δίκη στο Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 1961, με βάση τις διατάξεις του Αναγκαστικού Νόμου 375/1936 «περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας». Στο εδώλιο του κατηγορουμένου έκατσαν, επίσης, η μητέρα, η σύζυγός του και άλλα τέσσερα άτομα ως συνεργάτες.
Σύμφωνα με αξιωματικό που προσήλθε ως μάρτυρας κατηγορίας, ο 30χρονος είχε ισχυριστεί στην Ασφάλεια ότι χρειαζόταν τα χρήματα που του έδινε η βουλγαρική υπηρεσία πληροφοριών, για να θεραπεύσει τον εαυτό του και μέλη της οικογένειάς του από τη φυματίωση. Ο αγροφύλακας της Ακροποταμιάς, ο οποίος έλαβε μέρος στις έρευνες, κατέθεσε ότι είχε κάποτε αντιληφθεί τον 30χρονο να περιφέρεται στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Αρκετοί μάρτυρες υποστήριξαν ότι ο κατηγορούμενος, μολονότι δεν δούλευε, εμφανιζόταν να έχει οικονομική άνεση, καθοδηγήθηκε από την αριστερή ιδεολογία του και υπέγραψε δήλωση μετανοίας, «για να ρίξη στάχτη στα μάτια των αρχών».
Παλαιό στέλεχος του ΚΚΕ που σπούδαζε στη Σόφια, ανέφερε στους δικαστές ότι οι πράκτορες της βουλγαρικής υπηρεσίας πληροφοριών συνήθιζαν να στρατολογούν Έλληνες κομμουνιστές και οπαδούς της ΕΔΑ. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο βασιλικός επίτροπος του δικαστηρίου, ο οποίος κατέθεσε ότι 227 πράκτορες των Βουλγάρων δρούσαν στην Ελλάδα μέχρι εκείνη την περίοδο.
Από τη μεριά του, ο 30χρονος επιβεβαίωσε τα κομμουνιστικά του φρονήματα, αλλά στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι «δεν είχε ιδέα για τον ασύρματο» και αρνήθηκε ότι είχε πάει στη Βουλγαρία. «Επειδή εμείς οι κομμουνισταί ανήκουμε σε κόμμα παράνομο, υποχρεωτικά πρέπει να ψηφίσουμε και κάποιο συγγενικό κόμμα.
Έτσι το 1958 αναμίχθηκα στην προεκλογική κίνησι, ταχθείς υπέρ της ΕΔΑ. Είναι αλήθεια ότι έκανα δήλωσι. Την έκανα, όμως, γιατί φοβήθηκα μήπως με στείλουν στον Άη Στράτη. Μη νομίσετε, όμως, πως ένας άνθρωπος με το να κάνη δήλωσι αλλάζει τα φρονήματά του», είπε μεταξύ άλλων.
Τόσο η μητέρα όσο και η σύζυγος του 30χρονου κατασκόπου διατείνονταν ότι δεν γνώριζαν την ύπαρξη των πιστολιών και των χειροβομβίδων στο σπίτι τους. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν στις απολογίες τους ότι δημιούργησαν κατασκοπευτικό δίκτυο στην Ακροποταμιά. Μία γυναίκα ομολόγησε ότι ο γιος της ενεργούσε ως πράκτορας των Βουλγάρων, αλλά αρνήθηκε να αναμιχθεί, όταν εκείνος της το πρότεινε.
Η καταδίκη και η αντίδραση της Βουλγαρίας
Από τους συνολικά επτά κατηγορούμενους, οι πέντε κρίθηκαν ένοχοι: ο 30χρονος, ο οποίος καταδικάστηκε δις εις θάνατον*, και άλλα τέσσερα άτομα, στα οποία επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης από 3 έως 14 χρόνια. Από τις κατηγορίες απαλλάχθηκαν η μητέρα και η σύζυγος του 30χρονου.
Λίγες μέρες μετά την καταδίκη του 30χρονου κατασκόπου, οι Βούλγαροι επέβαλαν τη θανατική ποινή σε έναν Έλληνα που εργαζόταν ως νεωκόρος στο παρεκκλήσι της ελληνικής πρεσβείας, με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος της Ελλάδας. Παρουσίασαν, επίσης, έναν πράκτορα που δρούσε στην Ελλάδα για λογαριασμό τους, ως πράκτορα της Ελλάδας στη χώρα τους.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εις θάνατον καταδίκη υπό του Στρατοδικείου Σόφιας του νεωκόρου του παρεκκλησίου τής εκεί ελληνικής πρεσβείας αποτελεί εκδίκησιν δια την ανάλογον καταδίκην υπό του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης», σχολίασε η εφημερίδα «Το Βήμα».
* Η ποινή φαίνεται ότι δεν εκτελέστηκε, καθώς, με βάση δημοσιεύματα του Τύπου τον Αύγουστο του 1973, ο 30χρονος βρισκόταν στη φυλακή
Το ευρύτερο πλαίσιο
Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες των Ελλήνων από τη σκληρή βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και γεγονότα, όπως οι σφαγές που διέπραξε ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής, Άντον Κάλτσεφ στη Μακεδονία.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων δεν ήταν ποτέ αρμονικές, με δεδομένη τη σταθερή επιδίωξη των δεύτερων για προσάρτηση εδαφών που θα υλοποιούσαν το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας». Ακόμη και μετά τη σύναψη συνθήκης ειρήνης, το Φεβρουάριο του 1947, οι δύο χώρες εξακολούθησαν να είναι καχύποπτες η μία απέναντι στην άλλη.
«Εγκλωβισμένες σε ένα τοξικό διεθνές περιβάλλον, απόρροια της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου, οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις βρέθηκαν ήδη από την αρχή να ακροβατούν μεταξύ ειρήνης και πολέμου. Στα πάθη του παρελθόντος και στην εμπειρία της βουλγαρικής κατοχής προστέθηκε, μετά το τέλος του πολέμου, και η ένταξη σε διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά στρατόπεδα […]
Παρά τις προσπάθειες του ΟΗΕ, τα συνοριακά επεισόδια, η παραμονή στη Βουλγαρία ανταρτών που επιδίδονταν σε ενέργειες δολιοφθοράς, καθώς και το ζήτημα του επαναπατρισμού των Ελληνοπαίδων συντηρούσαν την ένταση στις διμερείς σχέσεις», υπογραμμίζει ο διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας, Ευάγγελος Κατσάρας.
Σε αυτό το φορτισμένο πλαίσιο, η στρατολόγηση κατασκόπων, οι οποίοι θα αποσπούσαν πολύτιμες πληροφορίες, ήταν συχνό φαινόμενο. Και καθώς η Βουλγαρία εντάχθηκε στο λεγόμενο «ανατολικό μπλοκ», το παράνομο τότε ΚΚΕ και η ΕΔΑ βρέθηκαν εξαρχής στο στόχαστρο της Δεξιάς, η οποία τα κατηγορούσε για συνεργασία με τη γειτονική χώρα.
Τον Απρίλιο του 1960, ο Υφυπουργός Εσωτερικών, Ευάγγελος Καλαντζής χαρακτήρισε «προδότη» τον βουλευτή της ΕΔΑ, Θανάση Κακογιάννη, επειδή φέρεται να μοίραζε μυστικά κονκάρδες με το πρόσωπο ενός Βούλγαρου κομμουνιστή πολιτικού σε υποστηρικτές του ΚΚΕ στο Αγρίνιο. Ακολούθησε ανταλλαγή προπηλακισμών και η σύρραξη μεταξύ των βουλευτών της ΕΡΕ και της ΕΔΑ έληξε με επέμβαση της Χωροφυλακής.
Οι πληροφορίες του άρθρου αντλήθηκαν από:
- τις εφημερίδες «Μακεδονία», «Τα Νέα», «Το Βήμα» και «Ελευθερία»
- το κείμενο «Από το ναδίρ στην εξομάλυνση: οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις 1944-1954» του Ευάγγελου Κατσάρα στο περιοδικό «Σελίδες Ιστορίας» της «Καθημερινής» (τεύχος 2, Μάιος-Ιούνιος 2023)
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: εφημερίδα «Μακεδονία»
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr