Η “νέα Γερμανία”, με το χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας στο πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη γερμανική ομάδα του παρελθόντος (πλην αυτής του Μουντιάλ του 1934), αποτελεί κάλλιστα αντικείμενο σπουδών MBA. Η “multi-culti” Γερμανία, όπως αποκαλείται από τον γερμανικό Τύπο και την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, θα μπορούσε να διδάσκεται σε τμήματα κοινωνιολογικής μελέτης.
Το Contra.gr επιχειρεί μία μικτή προσέγγιση στο… μάθημα “Αναμόρφωση του ποδοσφαίρου της Γερμανίας 101” κι εξετάζει το πως με άρτια οργάνωση και σωστή υλοποίηση πλάνου, μία χώρα που ποδοσφαιρικά κινδύνευσε να αγγίξει το ναδίρ, μέσα σε λίγα χρόνια εξελίσσεται σε μοντέλο λειτουργίας, βασισμένο σε 2 άξονες: ακαδημίες και αλλοδαπό στοιχείο.
Α. Η λειτουργία των ακαδημιών
Το 1997 το γερμανικό ποδόσφαιρο πάτησε την κορυφή της Ευρώπης. Οι 2 πολυδιαφημισμένες εκπρόσωποι της κοιλάδας του Ρουρ, Ντόρτμουντ και Σάλκε, είχαν κατακτήσει το Champions League και το Κύπελλο UEFA αντιστοίχως. Ένα χρόνο νωρίτερα, η εθνική Γερμανίας του Μπέρτι Φογκτς είχε στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Euro 1996. Η πραγματικότητα που υπέβοσκε, όμως, δεν προοικονομούσε για τόσο αισιόδοξα μηνύματα, όσον αφορά στο μέλλον του γερμανικού ποδοσφαίρου.
Η χρηματοδότηση για τα εξειδικευμένα αθλητικά σχολεία που φίλτραραν παιδιά από πολύ μικρή ηλικία είχε σταματήσει. Στη Bundesliga, το πρώτο παλιρροϊκό κύμα χρημάτων από την τηλεόραση οδήγησε τις ομάδες σε ένα ανεξέλεγκτο shopping spree, διπλασιάζοντας τον αριθμό των ξένων ποδοσφαιριστών στην κατηγορία μέσα σε 5 χρόνια, από 17% (το 1992) σε 34% (το 1997). Το ίδιο ποσοστό, το 2000, άγγιξε το 50%!
Η κάνουλα ντόπιου ταλέντου είχε στερέψει για τη Γερμανία. Τα αποτελέσματα μιλούσαν από μόνα τους.Προημιτελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998 και η… 5χρονη Κροατία (μέλος της FIFA από το 1993) διέλυε με 3-0 την 3 φορές πρωταθλήτρια κόσμου, πετώντας την εκτός τουρνουά. Η πρώτη αποτυχία των “πάντσερ” του Έριχ Ρίμπεκ σήμανε “συναγερμό” στις τάξεις της ομοσπονδίας. Το Μάιο του 1999, ο αντιπρόεδρος Φραντς Μπέκενμπαουερ, ο ομοσπονδιακός τεχνικός Ρίμπεκ, ο γενικός διευθυντής της Λεβερκούζεν, Ράινερ Κάλμουντ, κι ο επικεφαλής ανάπτυξης “μικρών” εθνικών, Ντίτριχ Βάιζε, πήραν από κοινού την απόφαση να αλλάξουν το ρου της ιστορίας, επενδύοντας στο ταλέντο ανά τη χώρα. Το περιβόητο γαλλικό σύστημα ήταν αρκετά ελκυστικό κι οι ιθύνοντες του γερμανικού ποδοσφαίρου επιχείρησαν να κάνουν κάτι παρόμοιο, αξιοποιώντας τα “ακατέργαστα διαμάντια” που de facto υπήρχαν σε μία αχανή χώρα 80.000.000 ανθρώπων.
Επένδυσαν σε 121 νεόκτιστες αθλητικές εγκαταστάσεις της ομοσπονδίας, στις οποίες είχαν τη δυνατότητα να προπονούνται παιδιά ηλικίας 10 έως 17 ετών. Κάθε κέντρο προσλάμβανε 2 προπονητές πλήρους απασχόλησης, που κόστισαν στη DFB (γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία) περί τα 11.200.000 ευρώ μέσα σε μία 5ετία. Ίσως το πιο σημαντικό σημείο, όμως, ήταν ο κανονισμός που ψηφίστηκε κι υποχρέωνε τους 18 συλλόγους της Bundesliga και τους 18 της Zweiteliga (2η τη τάξει κατηγορία) να χτίσουν και να λειτουργήσουν ακαδημίες υψηλών standards (γήπεδα με προβολείς, ομάδες με καθορισμένο αριθμό παικτών, πιστοποιημένους προπονητές, scouts, διαρκείς έλεγχοι από την ομοσπονδία), ώστε να αποκτήσουν άδεια συμμετοχής στα πρωταθλήματα. “Εάν αυτή η ιδέα λειτουργήσει, θα δούμε αρκετούς νεαρούς να παίζουν στη Bundesliga τα επόμενα χρόνια”, προεξόφλησε ο Βάιζε, ο οποίος έβλεπε τις πολιτικές εξελίξεις να συμβαδίζουν με τις επιθυμίες της γερμανικής ποδοσφαιρικής κεφαλής. Το 1999 άλλαξε η νομοθεσία περί απόκτησης γερμανικής υπηκοότητας από αλλοδαπούς κι από παιδιά μεταναστών, ένα μέτρο που θα πλημμύριζε τα ποδοσφαιρικά κέντρα της ομοσπονδίας με φερέλπιδες νεαρούς, ανεξαρτήτως καταγωγής.
Η προσπάθεια αναμόρφωσης άρχισε με 2 απανωτά “χαστούκια”. Το πρώτο ράπισμα σημειώθηκε τον Αύγουστο του 2000. Τα “δεύτερα” της Πορτογαλίας επικρατούσαν 3-0 της Γερμανίας στο Euro που διεξήχθη στα γήπεδα της Ολλανδίας και του Βελγίου. Είχαν προηγηθεί μία ισοπαλία κόντρα στη Ρουμανία και μία ήττα 1-0 από την Αγγλία, που εκ των πραγμάτων εξωθούσαν το βοηθό του Ρίμπεκ, Χορστ Χρούμπες, σε ξέσπασμα δακρύων, και τον προϊστάμενό του εκτός εθνικής. Το low point ήταν γεγονός. Σαν να μην έφτανε αυτό, η κατάρρευση του τηλεοπτικού κολοσσού του Λέο Κιρχ το 2002 στέρεψε απότομα τη ροή χρημάτων προς τη Bundesliga, με συνέπεια οι σύλλογοι να ξεφορτωθούν όλη τη ξενόφερτη “φύρα” (το 2002-2003, οι ξένοι παίκτες αποτελούσαν το 60% στην κατηγορία) και συνάμα τους παχυλούς μισθούς της.
Ο τότε πρόεδρος της DFB, Γκέρχαρντ Μάγερ Φόρφελντερ, αποφασίζει να ενεργήσει πριν είναι αργά. Σε ενίσχυση των μέτρων που είχαν παρθεί λίγα χρόνια νωρίτερα, εκπονεί ένα πλάνο περαιτέρω ενίσχυσης του εγχώριου ταλέντου. Για την υλοποίησή του, σχηματίστηκαν 366 προπονητικά κέντρα (τα περισσότερα στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις συλλόγων) σε όλη την επικράτεια της χώρας, ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή κάλυψη. Στη Γερμανία δραστηριοποιούνται 26.000 ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, αριθμός που αντιστοιχεί σε 70 ανά κέντρο. “Τα ταλέντα βρίσκονται παντού και πλέον υπάρχουν ίδιες πιθανότητες να εντοπιστούν και να καλλιεργηθούν”, τονίζει ο Μάγερ Φόρφελντερ.
Κάθε χρόνο οι προπονητικές εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνται από 14.000 παιδιά ηλικίας 11 μέχρι 14 ετών. Για τη σωστή εκπαίδευσή τους τους έχουν προσληφθεί 1.000 τεχνικοί, κατέχοντες το σήμα της DFB, που προπονούν τους νεαρούς με επαγγελματικές μεθόδους και στόχο την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους με την μπάλα ή χωρίς και τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης. “Τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες μαθαίνουν πολύ γρήγορα”, δήλωνε ένας εκ των 1.000 προπονητών και το 2010 τεχνικός του Φάνη Γκέκα, του Γιάννη Αμανατίδη και του Γιώργου Τζαβέλλα στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης, Μίχαελ Σκίμπε. Η προπόνηση αυτή προγραμματιζόταν μία φορά την εβδομάδα, είχε 2ωρη διάρκεια κι ήταν επιπρόσθετη σε αυτές που έκαναν τα παιδιά στα σωματεία, όπου ανήκαν. Η διαφοροποίηση έγκειται στα πράγματα τα οποία διδάσκονταν και που ταίριαζαν στη φιλοσοφία που επιθυμούσε να εμφυσήσει η γερμανική ομοσπονδία. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι προπονητές της DFB ασχολούνται με το κάθε παιδί και σε ατομικό επίπεδο. Από εκεί και πέρα, 29 γερμανικά σχολεία καταρτισμού μετατράπηκαν σε Ανώτατα Ποδοσφαιρικά Σχολεία. Οι μαθητές λαμβάνουν κανονική, ακαδημαϊκή μόρφωση μέχρι να δώσουν εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, αλλά ευνοούνται από το άφθονο ποδόσφαιρο, που αποτελεί μέρος του προγράμματος εκμάθησης. Μέχρι σήμερα, το εν λόγω εγχείρημα έχει απορροφήσει πάνω από 500.000.000 ευρώ σε πόρους, από όλους τους φορείς. Μόνο το 2009-2010 δαπανήθηκαν 83.000.000 ευρώ από την ομοσπονδία και τους συλλόγους, ο καθένας εκ των οποίων προϋπολογίζει έναν 7ψήφιο αριθμό γι’ αυτόν τον σκοπό σε κάθε ετήσιο μπάτζετ του. Η παραγωγή μιας σειράς από Οζίλ, Σάμι Κεντίρα, Τόμας Μίλερ και Μάριο Γκέτσε κοστίζει, αλλά οι “καρποί” του 2010 και του 2012 αποδεικνύουν ότι άξιζε τον κόπο…
Η διαχείριση του προγράμματος
Η παρουσία της Γερμανίας στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002 φάνταζε ως ο επιθανάτιος ρόγχος μιας ποδοσφαιρικής νοοτροπίας, για την οποία είχε παρθεί η απόφαση να τοποθετηθεί στη ναφθαλίνη. Οι “ηρωισμοί” του Μίχαελ Μπάλακ και του Καν, μαζί με τα διόλου πειστικά, αλλά αποτελεσματικά 1-0, έπρεπε να αντικατασταθούν άμεσα από ένα ποδόσφαιρο τεχνικό, σύγχρονο, ομαδικό. Η παταγώδης αποτυχία του Euro 2004, όπου τα “πάντσερ” για 2η σερί φορά δεν προκρίνονταν από τη φάση των ομίλων, υπέδειξε ότι είχε έρθει η ώρα της εφαρμογής του σχεδίου.
Ο Ρούντι Φέλερ αντικαταστάθηκε από το Γίργκεν Κλίνσμαν, ο οποίος άδραξε την ευκαιρία να δώσει τις κατευθύνσεις του για την αναγέννηση της Γερμανίας. Στο πλευρό του, ο Γιόαχιμ Λεβ, με τον οποίο έκριναν απαραίτητο να δώσουν μία αγωνιστική ταυτότητα στην ομάδα. “Τελικώς, αποφασίσαμε να επενδύσουμε στην επιθετική νοοτροπία, τις πάσες στο έδαφος από πίσω προς τα μπροστά όσο το δυνατόν γρηγορότερα, χρησιμοποιώντας δυναμικό ποδόσφαιρο”, τονίζει ο ίδιος ο Κλίνσμαν.
Σε αυτήν την προσπάθεια, καταλυτικό ρόλο έπαιξε κι η συνεργασία των συλλόγων. Ο Κλίνσμαν απευθύνθηκε στην ομοσπονδία ώστε να πιέσει τις 36 ομάδες των 2 κορυφαίων κατηγοριών της γερμανικής “πυραμίδας” ποδοσφαίρου, για να το διευκολύνουν στο έργο του, υποστηρίζοντας τα προγράμματα των ακαδημιών, που υποχρεωτικά έπρεπε να λειτουργούν υπό την αιγίδα τους.
Ακολούθησαν κάποια meetings στα οποία ο Κλίνσμαν ζήτησε από τους εκπροσώπους των ομάδων να απαντήσουν σε 3 πράγματα: στο πώς θέλουν να παίζουν (σ.σ. οι ομάδες τους), στο πώς θέλουν να βλέπει ο κόσμος της Γερμανίας ότι παίζουν και πως θέλουν να βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος ότι παίζουν. Με αυτά τα δεδομένα, το τεχνικό δίδυμο επιχείρησε να συνθέσει μία αγωνιστική ταυτότητα, αφού πρώτα ξεχώρισε 10-12 σημεία αναφοράς από τις προτάσεις. Ανακοινώθηκε, δε, ότι πρόθεση ήταν ένα γρήγορο, επιθετικό παιχνίδι, με έμφαση στη δράση. “Με τον όρο αυτό”, εξομολογείται ο Κλίνσμαν, “υπήρξε μία παρανόηση, την οποία εξηγήσαμε, λέγοντας πως με τη λέξη ‘δράση’ εννοούμε ότι δεν θα αντιδρούμε σε ό,τι κάνει ο αντίπαλός μας, αλλά θα παίζουμε με τον τρόπο που είναι σωστός για εμάς”.
Όταν δημιουργήθηκε ο κατάλληλος οδηγός, μοιράστηκε σε όλα τα κλιμάκια της εθνικής ομάδας, για τη σχετική προετοιμασία. Μέχρι το Μουντιάλ του 2006, το οποίο και διοργάνωνε η Γερμανία, υπήρχαν ελάχιστα χρονικά περιθώρια και γι’ αυτό ο Κλίνσμαν ζήτησε την άμεση εφαρμογή του σχεδίου του, τουλάχιστον στην κ-21, η οποία θα αποτελούσε τη βασική “τροφό” της αντρικής ομάδας. Τοποθέτησε, μάλιστα, τον πρώην συμπαίκτη του Ντίτερ Έλιτς, σε θέση ομοσπονδιακού τεχνικού, ζητώντας του η κ-21 να αγωνίζεται με τον ίδιο τρόπο με την αντρική ομάδα.
Στις μικρότερες ηλικίες η βιασύνη ήταν λιγότερη, ωστόσο δεν ετίθετο θέμα εκπτώσεων σε επίπεδο υποδομών: από την εθνική κ-15 και άνωθεν, οι ομάδες όφειλαν να έχουν παρεμφερή υποστήριξη με την εθνική ανδρών. Πρακτικά αυτό σημαίνει προσωπικό που περιλαμβάνει αθλητικό ψυχολόγο, γυμναστή, καλούς γιατρούς και φυσιοθεραπευτές. Θα πρέπει επίσης να υπάρχουν για κάθε παίκτη εκτεταμένες αναλύσεις σε κάθε παιχνίδι, ιατρικά δεδομένα, αποτελέσματα εξετάσεων, αναλύσεις επιδόσεων. Τίποτα δεν θα έμενε στην τύχη και σε αυτό θα βοηθούσε ακόμα ένα πρωτοκλασάτο στέλεχος του παρελθόντος.
Ο πρώην αρχηγός της Ντόρτμουντ, Ματίας Ζάμερ, προσλαμβάνεται από την ομοσπονδία σε θέση τεχνικού διευθυντή με 5ετές συμβόλαιο. Το πόστο δημιουργείται αποκλειστικά για εκείνον, αναλαμβάνοντας αρμοδιότητες που αφορούσαν στις “μικρές” εθνικές ομάδες κι εστιάζοντας στα νεαρά ταλέντα μεταξύ 11 και 18 ετών. Ο πρωταθλητής Ευρώπης του 1997 με την Μπορούσια φέρει ευθύνη και για την εισαγωγή των τελευταίων εξελίξεων της αθλητικής επιστήμης στην προπονητική μεθοδολογία της ομοσπονδίας. Τέλος, έχει υποχρέωση να συνεργάζεται με τον εκάστοτε ομοσπονδιακό τεχνικό της ανδρικής ομάδας, πάνω σε θέματα τακτικής.
Ο Ζάμερ επέβλεπε το όλο σύστημα, που είχε αρχίσει να στριφογυρίζει τα “γρανάζια” του από τη σεζόν 2002-2003. Οι ακαδημίες της ομοσπονδίας και κυρίως των συλλόγων έπρεπε να ακολουθούν κάποιες αυστηρές ντιρεκτίβες, όσον αφορά στη φιλοσοφία τους. Τα προτεινόμενα συστήματα πάνω στα οποία θα δούλευαν οι προπονητές ήταν το 4-2-3-1 και το 4-3-3, τα οποία είναι ευμετάβλητα. Απώτερος στόχος ήταν το επιθετικό ποδόσφαιρο κι οι παίκτες να πηγαίνουν πάντα μπροστά. Από την εθνική κ-15 και πάνω, ο έλεγχος της μπάλας, το δημιουργικό παιχνίδι, η εναλλαγή θέσεων κι η δράση έναντι της αντίδρασης βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα. Ζάμερ, Κλίνσμαν και Λεβ συνεργάστηκαν άψογα (παρότι οι 2 πρώτοι δεν τα πηγαίνουν και τόσο καλά από τον καιρό που ήταν ποδοσφαιριστές) κι η τιμητική 3η θέση στο “εντός έδρας” Μουντιάλ αποτέλεσε την επιβράβευση των πολυετών κόπων όλων των παραγόντων. Ο Κλίνσμαν μπορεί να αποχώρησε εκείνο το καλοκαίρι από τα “πάντσερ”, ωστόσο σχεδόν επέβαλε το Λεβ ως διάδοχό του, αφού μόνο αυτός γνώριζε από πρώτο χέρι τις επόμενες κατευθύνσεις προς τις οποίες έπρεπε να κινηθεί η ομάδα. Ο 11ος τεχνικός στην ιστορία της “νάτσιοναλμανσαφτ” ακολούθησε τα χνάρια του προκατόχου του και πήγε κι ένα βήμα πιο μπροστά, αφού είχε την τύχη η πρώτη “φουρνιά” παικτών του… συστήματος να πέσει στα χέρια του. Οι Οζίλ, Κεντίρα, Μίλερ, Μάνουελ Νόιερ, Τζερόμ Μπόατενγκ κι όλοι οι ταλαντούχοι -και πλέον γνωστοί- διεθνείς Γερμανοί, αφού πέρασαν από σχεδόν όλες τις “μικρές” εθνικές, τέθηκαν στη διάθεση του 52χρονου προπονητή, ο οποίος κατέληξε να απολαμβάνει τους “καρπούς” σχεδόν μιας 10ετίας. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι οι παράγοντες του ποδοσφαίρου της χώρας έχουν ενοχληθεί από το γεγονός ότι όλη η… δόξα για την προσπάθεια αναγέννησης του γερμανικού ποδοσφαίρου αποδίδεται στον Κλίνσμαν και στο Λεβ. Χαρακτηριστικό είναι ότι συχνά σε συνεντεύξεις τους υπενθυμίζουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ευδοκίμησαν τα σχέδια των 2 τελευταίων ομοσπονδιακών τεχνικών της χώρας.
Τα πρώτα αποτελέσματα της νέας τάξης πραγμάτων του γερμανικού ποδοσφαίρου ήταν τόσο απρόσμενα, όσο και φυσικά. Εν έτει 2002, σε μία Bundesliga που είχε πληγεί ανεπανόρθωτα από την κατάρρευση του ομίλου Κιρχ, η Στουτγκάρδη έδειχνε πρόωρα το δρόμο της συγκριτικά ανέξοδης επιτυχίας. Οι Τίμο Χίλντεμπραντ, Κέβιν Κουράνι και Αντρέας Χίνκελ, υπό την καθοδήγηση του Φέλιξ Μάγκατ, θα διαφήμιζαν τη δουλειά των ακαδημιών των Σουηβών, οδηγώντας τους κατ’ αρχήν σε μία σπουδαία πορεία στο γερμανικό πρωτάθλημα κι ακολούθως σε μία ιστορική νίκη επί της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Champions League το 2003-2004.
“Τα παιδιά σίγουρα επωφελήθηκαν από την κατάρρευση Κιρχ. Ο σύλλογος δεν ήταν σε θέση να αγοράσει παίκτες για 18 μήνες μεταξύ 2001 και 2002 και ξάφνου νεαροί όπως αυτοί πήραν ευκαιρίες”, υπογραμμίζει ο συντονιστής του προγράμματος ακαδημιών του συλλόγου, Τόμας Άλμπεκ, συνεχίζοντας: “Δύο χρόνια αργότερα βρισκόμασταν στο Champions League με αυτούς. Μπορείτε να δείτε και την Ντόρτμουντ με τη Χέρτα, που αμφότερες αγκομαχούσαν οικονομικά κι έπρεπε να επιλέξουν νεαρούς παίκτες. Δούλεψε και γι’ αυτούς το σύστημα κι ολοένα και περισσότεροι σύλλογοι αφυπνίστηκαν από το γεγονός ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν πραγματικά περιουσιακά στοιχεία δαπανώντας χρήματα σε παιδιά”.
Η Ντόρτμουντ, από την πλευρά της, χρησιμοποίησε μέρος των χρημάτων που έλαβε από την Μπέτις για τη μεταγραφή του Ντάβιντ Οντόνκορ το 2005 για την κατασκευή των νέων ακαδημιών της. “Μπορεί να είναι ακριβός, αλλά είναι ο σωστός τρόπος”, τόνισε ο πρόεδρος του συλλόγου, Ράινχαρντ Ράουμπαλ, ο οποίος είναι πρόεδρος και της γερμανικής λίγκας. Εν έτει 2012, η Βεστφαλία περιφανεύεται για το μεγαλύτερο ταλέντο του γερμανικού ποδοσφαίρου, του 20χρονου Γκέτσε, και για την επιστροφή του επίσης καταπληκτικού 23χρονου μεσοεπιθετικού Μάρκο Ρόις, ο οποίος μέχρι το 2006 ανήκει στις ακαδημίες της νταμπλούχου Γερμανίας.
Πριν 5 χρόνια, στη Bundesliga αγωνίζονταν 88 παίκτες που προέρχονταν από τις ακαδημίες των συλλόγων και στην Zweiteliga αγωνίζονταν 56. Το 2009-2010 αυτά τα νούμερα αυξήθηκαν σε 110 και 88 αντιστοίχως, αντικατοπτρίζονταν πλέον το 20% όλων των παικτών. Όπως είναι λογικό, παίκτες γνώριμοι στο περιβάλλον των φιλάθλων καθιστά ακόμα πιο ελκυστικό τορεθσ προϊόν, με τα γερμανικά γήπεδα της Bundesliga να έχουν την πρωτοκαθεδρία σε προσέλευση ανά αγώνα σε σχέση με τα προηγμένα πρωταθλήματα (κι όχι μόνο φυσικά), με 42.000 θεατές μ.ό.. Το αξιοσημείωτο, δε, είναι ότι η μέση τιμή του εισιτηρίου δεν ξεπερνά τα 20 ευρώ, ποσό που είναι μικρότερο σε σχέση με τα κορυφαία πρωταθλήματα του κόσμου. Παρά τις φθηνές τιμές, ουδείς σύλλογος της κορυφαίας κατηγορίας δεν βρίσκεται στα όρια της χρεοκοπίας ή εισήχθη σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης όπως συμβαίνει τον τελευταίο καιρό στην πολυδιαφημισμένη Premiership (Λίβερπουλ επί Χικς-Τζιλέτ, Πόρτσμουθ).
Οι ακαδημίες επάνδρωσαν και τις εθνικές ομάδες όλων των κατηγοριών. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εθνική ομάδα κ-21 της σεζόν 2009-2010 απαρτιζόταν εξ ολοκλήρου από παίκτες των ακαδημιών, ενώ στην αντίστοιχη κ-20 το ποσοστό ήταν 21/24. Η μαζική προώθηση των κορυφαίων ταλέντων του γερμανικού ποδοσφαίρου από τη μία εθνική ομάδα στην επόμενη είχε ως αποτέλεσμα από το 2007 να σηματοδοτήσει την απαρχή των επιτυχιών της χώρας.
πηγή: news247
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr