29 Ιανουαρίου 1936. Δύο πολίτες βρίσκονται μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Έξω από το συνοικισμό της Καλογρέζας, σε μία βαθιά σπηλιά με διακλαδώσεις, βρίσκουν το πτώμα ενός μικρού αγοριού με σημάδια αποσύνθεσης.
Ήταν δεμένο στα χέρια και στα πόδια με κομμάτια από κουρέλια και σύρματα. Τα μάτια του ήταν διεσταλμένα. Από το στόμα και τα αυτιά του έβγαιναν σκουλήκια. Στο σώμα που είχε απομείνει φαίνονταν σημάδια από δαγκωματιές.
Βασάνισε, σκότωσε και ασέλγησε σε 8χρονο αγόρι
Οι πολίτες ειδοποίησαν αμέσως τους χωροφύλακες, που προσέτρεξαν στο σημείο. Μέχρι να φτάσουν οι ιατροδικαστές και τα συνεργεία σήμανσης, διατάχθηκε να μην κουνηθεί τίποτα στο σπήλαιο.
Μέχρι το πτώμα να ανασυρθεί γίνεται γνωστή η ταυτότητα του θύματος. Ο 8χρονος Σ.Β. είχε εξαφανιστεί πριν από δύο μήνες από τη Νέα Ιωνία Αττικής.
Οι γονείς και οι συγγενείς του θύματος έσπευσαν στο σπήλαιο. Οι χωροφύλακες τους απαγόρευαν την είσοδο.
Έξω από τη σπηλιά σπάραζαν για το χαμό του 8χρονου παιδιού και άναβαν στο χώμα κεράκια.
Με το φως της επόμενης ημέρας οι αρχές έβγαλαν από τη σπηλιά τη σορό του θύματος και την τοποθέτησαν σε φέρετρο για να μεταφερθεί στην ιατροδικαστική υπηρεσία.
Από τη νεκροψία που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι ο θάνατος του παιδιού προήλθε από ασφυξία. Οι ιατροδικαστές δεν κατάφεραν να αποφανθούν με βεβαιότητα αν η ασφυξία προκλήθηκε επειδή ο δράστης έφραξε τη μύτη και το στόμα του θύματος ή αν το στραγγάλισε. Με οποίο τρόπο και να το σκότωσε, είναι σίγουρο ότι στη συνέχεια βίασε το άψυχο σώμα του.
Ο αλκοολισμός και η “ψυχοπαθητική παιδοφιλία”
To 8χρονο αγόρι ήταν θύμα του “δράκου της Καλογρέζας”, όπως χαρακτήριζε ο Τύπος της εποχής τον δράστη. Ο 32χρονος Δ.Μ., πρόσφυγας από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, ζούσε μόνος του σε μία από τις σπηλιές που υπήρχαν στην Καλογρέζα. Είχαν δημιουργηθεί από τρύπες που είχαν ανοίξει κάτοικοι της περιοχής στο λόφο που βρισκόταν στην αρχή του δάσους του Βεΐκου και συνήθως τις χρησιμοποιούσε ο υπόκοσμος της Αθήνας.
“Στα καταφύγια της κολάσεως, όπου ο δράκος της Καλογρέζας παρέσυρε τα δύο αθώα θύματα του, τα βασάνιζε και τα εξόντωνε”, έγραφαν τα δημοσιεύματα.
Ο “καρά-Ντελής”, όπως τον φώναζαν οι κάτοικοι της περιοχής εργαζόταν σποραδικά σε τουβλοποιεία της περιοχής.
Ήταν αλκοολικός και έκανε συχνά χρήση χασίς, ενώ παλιότερα είχε νοσηλευτεί στη ψυχιατρική κλινική της Αγίας Ελεούσας λόγω «ψυχοπαθητικής παιδοφιλίας».
Όταν μάλιστα ο διευθυντής της κλινικής του έδινε εξιτήριο, εκείνος απάντησε “Μα δεν βλέπεις στα ίδια είμαι”.
Η “μέθοδος” με τις καραμέλες και το πρώτο φονικό
Όταν τον κυρίευε το πάθος, ξεγελούσε τα μικρά παιδιά με καραμέλες, τα οδηγούσε στην σπηλιά όπου διέμενε και τα βασάνιζε.
Έτσι έκανε και με το πρώτο θύμα.
Ο Δ.Μ. είχε πάει στη Νέα Ιωνία μαζί με άλλους τουβλοποιούς για να συλλυπηθούν την οικογένεια ενός συναδέλφου τους που είχε πεθάνει. Στο δρόμο είδε πολλά κοριτσάκια να παίζουν. Διάλεξε αυτό που του άρεσε και του προσέφερε καραμέλες. Της υποσχέθηκε να της δώσει και άλλες αν τον ακολουθούσε.
Οι δύο τους απομακρύνθηκαν και περπάτησαν μία ώρα μέσα στο δάσος της περιοχής, ώσπου η μικρή κουράστηκε και ο δράστης την πήρε αγκαλιά και την οδήγησε στην σπηλιά, όπου διέμενε.
Όταν οι γονείς της, την αναζήτησαν, έμαθαν από τις φίλες της ότι ακολούθησε κάποιον ρακένδυτο που μοίραζε καραμέλες.
Οι γονείς ειδοποίησαν τις αστυνομικές αρχές ενώ μαζί με άλλους κάτοικους της περιοχής αναζητούσαν και εκείνοι το μικρό κορίτσι. Λίγο αργότερα, δύο κάτοικοι εντόπισαν τον δράστη στην είσοδο της σπηλιάς να κρατά σφιχτά στην αγκαλιά το θύμα.
Το μικρό κορίτσι ήταν γεμάτο αίματα. Οι κάτοικοι πήραν τη μικρή από τα χέρια του και τράβηξαν τον δράστη έξω από τη σπηλιά.
Το μικρό κορίτσι μεταφέρθηκε σε κοντινό φαρμακείο για να της γίνει ένεση καμφοράς. Ωστόσο ήδη βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Πέθανε λίγη ώρα αργότερα από ακατάσχετη αιμορραγία.
Το λιντσάρισμα των κατοίκων της περιοχής
Ο δράστης παραδόθηκε στους χωροφύλακες. Με κλωτσιές και χαστούκια τον οδήγησαν στο Τμήμα της Καλογρέζας.
Στο χωροφύλακα είπε: “Μη με χτυπάς! Εμένα θα με τιμωρήσει ο νόμος και όχι εσύ”.
Γύρω του είχε συγκεντρωθεί οργισμένο πλήθος.
Ο τύπος της εποχής περιέγραφε ότι είχε φράξει το δρόμο, είχε κουβαλήσει κοφίνια, σανίδες και ξερόχορτα και κρατούσε μπουκάλια με αλκοόλ. Ήθελαν να τον κάψουν ζωντανό.
“Φωτιά στον αντίχριστο, φώναζαν”. Οι χωροφύλακες τον προστάτευσαν, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους.
“Αφήστε τον πρέπει να δούμε αν έχει σκοτώσει και άλλα παιδάκια και που τα έχει θάψει, έλεγαν στο πλήθος.
“Ήμουν μεθυσμένος και το πλήρωσε με το αίμα της”
Στους αστυνομικούς ομολόγησε το φόνο του 5χρονου κοριτσιού: “Η μικρούλα ήταν η ομορφότερη και γι’αυτό τη διάλεξα.
Δεν μου έκανε παραπάνω, δεν μου μίλησε για να καταλάβω τι γίνεται. Κινούσε, όμως, τα χεράκια της.
Μεθυσμένος ήμουνα και το πλήρωσε με το αίμα της και εγώ τη λυπήθηκα.
Δεν απομακρυνόμουν από το πτώμα γιατί με τραβούσε το αίμα”, είχε πει.
“Γιατί τα έκανες αυτά;”, τον είχε ρωτήσει ο ανακριτής.
Μου έρχεται καμιά μανία καμιά φορά. Εγώ πήγαινα Είδα τα κορίτσια. Δε ξέρω πως μου ήρθε”, είχε απαντήσει.
Στη συνέχεια τον ρώτησαν αν είχε βρεθεί ποτέ με γυναίκα.
Ποτέ ήταν η απάντηση του, ενώ μέσα από την τσέπη του έβγαζε μια φωτογραφία γυμνής γυναίκας που είχε αποκόψει από πακέτο τσιγάρων.
Αμέσως διατάχθηκε η προφυλάκιση του. Πίσω από τα κιγκλιδώματα οι αστυνομικοί τον έβλεπαν να θαυμάζει τον εαυτό του που τον έβλεπε φωτογραφημένο στις εφημερίδες.
Έριξε ψόφια ζώα πάνω στο πτώμα του 8χρονου
Όσον αφορά στην δολοφονία του 8χρονου αγοριού, αρχικά την αρνήθηκε. «Μην με ρωτάτε για το φόνο του αγοριού.
Δεν ξέρω τίποτα» επαναλάμβανε.
Οι αστυνομικοί, για να αποσπάσουν την ομολογία του και γνωρίζοντας την αδυναμία του στο χασίς, του προσέφεραν μία μικρή δόση.
Τότε ο δράστης άλλαξε στάση και ομολόγησε και αυτό το έγκλημά του με κάθε λεπτομέρεια.
“Τον κακοποίησα και τον έπνιξα με ένα σύρμα. Πήρα έπειτα το πτώμα από τη σπηλιά, όπου και το έθαψα σκάβοντας με τα νύχια μου.
Για να μην προκαλέσω δε την προσοχή των περαστικών από τη βρώμα του πτώματος, βρήκα τρεις κότες ψόφιες από τα σκουπίδια τις οποίες πήρα και τις έριξα πάνω στο πτώμα του παιδιού.”
Στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν έξω από το γραφείο του ανακριτή προσέθεσε:
“Ήθελα να πάω και φυλακή. Όλοι με διώχνουν από κοντά τους”.
Οι εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή ρεπορτάζ για την υπόθεση του “δράκου της Καλογρέζας”
ενώ οι ξένοι ανταποκριτές έστελναν τηλεγραφήματα στις εφημερίδες τους, παραλληλίζοντας τη δράση του δράκου
με εκείνη του Γερμανού Peter Kurten, ο οποίος σε διάστημα 14 μηνών το 1929-1930
διέπραξε εννέα δολοφονίες -νεαρών γυναικών και παιδιών- επτά απόπειρες φόνου και άλλα μικρότερα αδικήματα «αποκτώντας» το προσωνύμιο «Το βαμπίρ του Ντίσελντορφ».
Ο δράστης δικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Αθηνών τον Οκτώβριο του 1936.
Το δικαστήριο του επέβαλε ποινή ισοβίων. Λίγα χρόνια αργότερα, πέθανε μέσα στη φυλακή.
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Ο «δράκος» Κυριάκος Παπαχρόνης. Βίαζε και σκότωνε γυναίκες επειδή τον ερέθιζε ο ήχος των τακουνιών. Είπε ότι ήθελε να τις εκδικηθεί επειδή μια πόρνη τον αποκάλεσε ανίκανο στην εφηβεία. Τα ερωτικά γράμματα από τις «θαυμάστριες»
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr