Υπήρξε ο άνθρωπος που αποκάλυψε τις στενές σχέσεις που διατηρούσαν οι ΗΠΑ με τη δικτατορία των Συνταγματαρχών και ειδικότερα την ελληνική παράμετρο του σκανδάλου Watergate.
Από τη δική του έρευνα φανερώθηκε ότι η Χούντα διοχέτευσε παράνομα μισό εκατομμύριο δολάρια για την προεκλογική εκστρατεία του Ρίτσαρντ Νίξον το 1968 – χρήματα που προέρχονταν από τον προϋπολογισμό της ΚΥΠ, η οποία χρηματοδοτείτο κρυφά από τη CIA, και τα οποία διαχειριζόταν ο μεγαλοεπιχειρηματίας και χορηγός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, Τομ Πάπας.
Ρεπόρτερ διεισδυτικός και θαρραλέος, ανεξάρτητος και ασυμβίβαστος, που έδρασε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και για μεγάλο διάστημα μακριά από την πατρίδα του, συνομιλούσε με ισχυρές προσωπικότητες της πολιτικής, του στρατού και της διπλωματίας. Δεν φοβόταν να συγκρουστεί με κανέναν, προκειμένου να φέρει στο “φως” αλήθειες που άλλοι απέκρυπταν ή υποβάθμιζαν.
Οι εχθροί που απέκτησε και στις δύο όχθες του Ατλαντικού δεν ήταν λίγοι. Η CIA και το FBI επιχείρησαν επανειλημμένα να τον σπιλώσουν, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον κήρυξε “persona non grata” και η Χούντα απεργάστηκε σχέδιο απαγωγής του και ενδεχομένως φόνου του. Ανάμεσα σε αυτούς που τον μισούσαν ήταν και ο Χένρι Κίσινγκερ, τον οποίο ήθελε να δει να δικάζεται στη Χάγη για το ρόλο του στην τραγωδία της Κύπρου, τον Ιούλιο του 1974.
Ο λόγος για τον δημοσιογράφο Ηλία Δημητρακόπουλο, ο οποίος από νεαρή ηλικία αφιέρωσε και έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του, προκειμένου να υπερασπιστεί τη δημοκρατία και την ελευθερία της πατρίδας και του Τύπου. Η συναρπαστική ζωή του, αν δεν ήταν αληθινή, θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από ταινία.
Όπως αναφέρει ο βιογράφος του, Τζέιμς Μπάρον, «ο Δημητρακόπουλος επί δεκαετίες ήταν γνωστός στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ και στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης απλά ως “Ηλίας”. Και το να είσαι διάσημος στην Ουάσινγκτον είναι διαφορετικό από το να είσαι διάσημος στο χώρο της μουσικής ή στο Χόλιγουντ».
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ηλίας Δημητρακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 1928. Από μικρός συνήθιζε να κάθεται με τους μεγαλύτερους, όταν άκουγαν τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο και σχολίαζαν την επικαιρότητα.
Ο συντηρητικός και φιλοβασιλικός πατέρας του άκουγε τις εκπομπές του BBC και διάβαζε σχεδόν αποκλειστικά την «Καθημερινή», ενώ ο μικρός Ηλίας αγόραζε και τα «Νέα».
Τα πρώτα του χρήματα τα κέρδισε σε ηλικία εννέα ετών, πουλώντας εφημερίδες με το καροτσάκι στη γειτονιά. Αυτή ήταν, ουσιαστικά, η πρώτη του επαγγελματική επαφή με τον κλάδο της δημοσιογραφίας.
Η γνωριμία με τον Ιβάνοφ και οι βασανισμοί στην Κατοχή
Την περίοδο της Κατοχής, ο Δημητρακόπουλος έγινε αντιστασιακός ως πληροφοριοδότης, διενεργούσε δολιοφθορές και πουλούσε λογοκριμένα έντυπα για λογαριασμό της Οργάνωσης Αντιστάσεως Γένους (ΟΑΓ), μιας μικρής αντιστασιακής ομάδας που αποτελείτο από γιατρούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους, Έλληνες στρατιωτικούς και εκπατρισμένους Άγγλους.
Ανάμεσα στους συνεργάτες της ΟΑΓ περιλαμβανόταν και ο θρυλικός Ελληνοπολωνός σαμποτέρ, Γεώργιος Ιβάνοφ, «ο οποίος έμελλε να αναδειχθεί σε μια σημαντική προσωπικότητα στη ζωή του Ηλία Δημητρακόπουλου», αναφέρει ο Τζέιμς Μπάρον και συμπληρώνει:
«Αν και ο Ηλίας ποτέ δεν ήταν ενήμερος εκ των προτέρων για τα σχέδια του Ιβάνοφ, μοιραζόταν τη δόξα των τολμηρών κατορθωμάτων του αντιστασιακού ηγέτη […] Η είδηση του θανάτου του 32χρονου Ιβάνοφ υπήρξε μεγάλο πλήγμα για τον Ηλία […] Είχε γνωρίσει άλλα μέλη της οργάνωσης που είχαν σκοτωθεί, ακόμη και διαμελιστεί. Όμως ο Ιβάνοφ τού είχε δώσει την εντύπωση του άφθαρτου υπερήρωα».
Το Σεπτέμβριο του 1943, ο 15χρονος Δημητρακόπουλος κατάφερε, έχοντας πλαστή γερμανική ταυτότητα, να αφοπλίσει τρεις Ιταλούς αξιωματικούς και να αποσπάσει σφαίρες, χειροβομβίδες και εκρηκτικά από το ιταλικό αρχηγείο στη Λεωφόρο Αμαλίας. Δεν κατάφερε, όμως, να εξαπατήσει έξι Γερμανούς των Ες Ες και της Βέρμαχτ, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν.
«Αν δεν αποκαλύψεις πού κρύβεις τους Άγγλους και τα όπλα, το αίμα σου θα τρέξει στους δρόμους», ήταν τα απειλητικά λόγια του Έλληνα διερμηνέα και συνεργάτη των κατακτητών, Μενέλαου Γιαντίσκου. «Μπορείς να με σκοτώσεις, αλλά δεν θα πάρεις τίποτε από μένα. Μια μέρα θα πληρώσεις για τα εγκλήματά σου, προδότη», ήταν η απάντηση του Δημητρακόπουλου στον Γιαντίσκο πριν τον φτύσει στα μούτρα.
Ο Δημητρακόπουλος στάλθηκε στα κρατητήρια της Κομαντατούρ, στο κολαστήριο της οδού Κοραή 4, όπου υπέστη άγρια βασανιστήρια. Καταδικάστηκε σε θάνατο και μεταφέρθηκε σε ένα κελί 4 τ.μ. στις φυλακές Αβέρωφ. Αντί, όμως, να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, οδηγήθηκε στο Αιγινήτειο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, πιθανότατα χάρη στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος ήταν επιστήθιος φίλος ενός θείου του.
Ο «άρπαγας των ειδήσεων» που απέρριψε τη CIA
Σύμφωνα με τον Μπάρον, το γεγονός που λειτούργησε ως καταλύτης, για να ασχοληθεί ο Ηλίας Δημητρακόπουλος με την ερευνητική δημοσιογραφία ήταν η δολοφονία του Αμερικανού ανταποκριτή του CBS, Τζορτζ Πολκ στη Θεσσαλονίκη, το Μάιο του 1948.
Ο Δημητρακόπουλος άρχισε την καριέρα του ως διπλωματικός συντάκτης στην «Καθημερινή» και αργότερα δούλεψε ως πολιτικός αρθρογράφος στη «Μακεδονία» και το «Έθνος». Διεύρυνε τον κύκλο των επαφών του, προστάτευε αυστηρά τις πηγές του και φρόντιζε πάντοτε να εξασφαλίζει αποκλειστικές ιστορίες και συνεντεύξεις.
Συνεργάστηκε με διάφορα ξένα ΜΜΕ, διετέλεσε σύμβουλος εταιρειών της Wall Street, αλλά απέρριψε κατηγορηματικά μια ελκυστική οικονομικά πρόταση να εργαστεί ως πράκτορας για τη CIA.
«Αμερικανοί αξιωματούχοι και συνάδελφοι δημοσιογράφοι άρχισαν να αποκαλούν τον 22 ετών Δημητρακόπουλο “άρπαγα των ειδήσεων” […] Ήταν ένας υπερήφανος εγωιστής και ανέφερε πάντοτε τις σημαντικές γνωριμίες του, δίνοντας την εντύπωση ότι είχε επαφές παντού, σε όλο τον κόσμο – παρότι καλλιεργούσε προσεκτικά μια ατμόσφαιρα μυστηρίου με το να μην αναφέρει συγκεκριμένες λεπτομέρειες», επισημαίνει ο Μπάρον.
Την ίδια στιγμή, όμως, το FBI και η CIA παρακολουθούσαν στενά τις δραστηριότητες και τα ταξίδια του Δημητρακόπουλου, διότι πίστευαν ότι ήταν διπλός πράκτορας και «επικίνδυνος για την εσωτερική ασφάλεια των ΗΠΑ».
Μάλιστα, ο υποδιευθυντής σχεδιασμού της CIA ισχυριζόταν πως ο Έλληνας δημοσιογράφος είχε πάθει «βλάβη των πνευματικών του ικανοτήτων ως αποτέλεσμα της φυλάκισής του από τους Γερμανούς στη διάρκεια του Β’ Π.Π.».
«Μην τα βάζεις μαζί μου». Η συνέντευξη με τον Μακάριο και η κόντρα με τον Καραμανλή
Τον Απρίλιο του 1957, ο Δημητρακόπουλος σημείωσε μία από τις μεγάλες δημοσιογραφικές του επιτυχίες: ταξίδεψε μέχρι τη Μαδαγασκάρη για λογαριασμό της «Καθημερινής», προκειμένου να πάρει συνέντευξη από τον μέχρι τότε εξόριστο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, Μακάριο Γ’.
Λίγους μήνες μετά, ετοίμασε ένα ρεπορτάζ για το πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής», στο οποίο περιέγραφε τα σχέδια του ΝΑΤΟ για εγκατάσταση πυρηνικών πυραύλων στην Ελλάδα. Ωστόσο, η «Καθημερινή» δημοσίευσε το κείμενο στην τελευταία σελίδα χωρίς υπογραφή.
Ο Δημητρακόπουλος εξοργίστηκε και έδωσε το άρθρο στη «Μακεδονία», η οποία το έκανε πρώτο θέμα στο φύλλο της 23ης Νοεμβρίου 1957 με τίτλο: «Το ΝΑΤΟ ζητεί να εγκαταστήση εις την Κρήτην πεδίον δοκιμών κατευθυνόμενων βλημάτων;».
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, που το προηγούμενο διάστημα διέψευδε τις φήμες για πυρηνικές κεφαλές στην Ελλάδα, έγινε έξαλλος με το δημοσίευμα του Δημητρακόπουλου. Απαίτησε την απόλυση του δημοσιογράφου από τη διευθύντρια της «Καθημερινής», Ελένη Βλάχου, ο Δημητρακόπουλος τέθηκε σε διαθεσιμότητα και στις αρχές του 1958 παραιτήθηκε.
Στις 4 Ιουλίου του ίδιου έτους, κατά την ετήσια δεξίωση της αμερικανικής πρεσβείας, ο Δημητρακόπουλος διασταυρώθηκε με τον «Εθνάρχη». Ο τελευταίος άρπαξε τον δημοσιογράφο από τα πέτα, έσκισε το σακάκι του και του είπε γεμάτος οργή: «Μην τα βάζεις μαζί μου! Μην μπερδεύεσαι με την εξωτερική μου πολιτική!».
Αυτόπτες μάρτυρες υποστήριξαν στην εφημερίδα «Εστία» ότι μια ομάδα επισήμων μπήκε στη μέση, για να μην πάρει ο καβγάς περαιτέρω διαστάσεις. Ανέφεραν, επίσης, ότι ο Δημητρακόπουλος παρέμεινε ψύχραιμος και άφοβα είπε στον Καραμανλή ότι οι πηγές του ήταν αξιόπιστες.
Πολλά χρόνια μετά, αρκετοί θα έλεγαν ότι τα “ενοχλητικά” ρεπορτάζ του Δημητρακόπουλου έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εκλογική ήττα του Καραμανλή, το Νοέμβριο του 1963.
Η αυτοεξορία και το “ξεσκέπασμα” της παράνομης συναλλαγής
Το καλοκαίρι του 1966, οι φήμες που ήθελαν τις ΗΠΑ θετικά διακείμενες σε ένα στρατιωτικό κίνημα στην Ελλάδα ώθησαν τον Ηλία Δημητρακόπουλο να πάρει συνεντεύξεις από διάφορους υψηλόβαθμους Αμερικανούς αξιωματούχους σε όλο το πολιτικό φάσμα. Συγκέντρωσε τα άρθρα του σε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Η απειλή της δικτατορίας» (Μάρτιος 1967), την κυκλοφορία του οποίου απαγόρευσε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Μετά την επιβολή της Χούντας, ο Δημητρακόπουλος κατέφυγε αρχικά στη Δανία και ύστερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό να οργανώσει τον αγώνα του εναντίον της δικτατορίας. «Από το 1967 έως το 1974 είχα το συναίσθημα ότι βρισκόμουν πίσω από εχθρικές γραμμές. Η αμερικανική κυβέρνηση και η πλειοψηφία της ομογένειας ήταν σαφώς εναντίον μου, ενώ το Κογκρέσο και τα ΜΜΕ ήσαν στο πλευρό μου», είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα», το Μάρτιο του 2002.
Μέσα από τις επίμονες έρευνές του, ο Δημητρακόπουλος απέδειξε ότι ο μεγιστάνας Τομ Πάπας ήταν όχι μόνο ένθερμος θιασώτης του απριλιανού καθεστώτος, αλλά και ο πιο πιστός και ισχυρός υποστηρικτής του Νίξον.
Ο Σπύρο Άγκνιου, κυβερνήτης της Πολιτείας του Μέριλαντ και αντιπρόεδρος των ΗΠΑ μετά την εκλογή Νίξον, υποστήριξε εξίσου θερμά τη Χούντα των Συνταγματαρχών, παρόλο που είχε διαβεβαιώσει τον Δημητρακόπουλο «ότι θα έμενε ουδέτερος επί του ελληνικού θέματος».
«Προσπάθησα μετά να εξακριβώσω για ποιο λόγο ο Άγκνιου άλλαξε γνώμη μέσα σε μια εβδομάδα. Και τότε ανακάλυψα ότι η δικτατορία του Γεωργίου Παπαδοπούλου, μέσω του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας και της ελληνικής ΚΥΠ, που τότε χρηματοδοτείτο από την αμερικανική CIA, έδωσε 549.000 δολάρια μετρητά για την προεκλογική εκστρατεία των Νίξον-Άγκνιου, τα οποία ο Πάπας έφερε στην Ουάσινγκτον.
Αυτό αποτελούσε εκρηκτική εξέλιξη για τον Νίξον και τον Άγκνιου, διότι ο καταστατικός χάρτης της CIA ρητώς απαγορεύει την ανάμιξη της CIA στην αμερικανική πολιτική ζωή», είχε αναφέρει ο Ηλίας Δημητρακόπουλος στον δημοσιογράφο, Στέλιο Κούλογλου.
Ο Δημητρακόπουλος, ο Μπάρον αλλά και ιστορικοί, όπως ο Ρόμπερτ Ντάλεκ, διατύπωσαν τη θέση ότι τα αποκαλυπτικά στοιχεία του Έλληνα δημοσιογράφου μάλλον περιλαμβάνονταν στα έγγραφα που αναζητούσαν οι πέντε διαρρήκτες των κεντρικών γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτηριακό συγκρότημα Watergate.
Η αποκάλυψη που θα άλλαζε (;) το ρου της ιστορίας
Δύο εβδομάδες πριν διεξαχθούν οι αμερικανικές εκλογές του 1968, ο Δημητρακόπουλος εκμυστηρεύτηκε την επίμαχη πληροφορία στον Λάρι Ο’ Μπράιαν, διευθυντή εκστρατείας του υποψηφίου των Δημοκρατικών, Χιούμπερτ Χάμφρεϊ. Οι Δημοκρατικοί είχαν μια “χρυσή” ευκαιρία να πλήξουν τον Ρεπουμπλικανό Νίξον και να “γράψουν” διαφορετικά την ιστορία. Επέλεξαν, όμως, να μην την εκμεταλλευτούν.
«Ο Δημητρακόπουλος θα μπορούσε να είχε δώσει μια τόσο σημαντική ιστορία σε πολλούς δημοσιογράφους και να τους προτρέψει να την προωθήσουν. Ήταν αξιόπιστη πηγή για αρθρογράφους που “διψούσαν” για αποκλειστικότητες και για όσους αναζητούσαν σκάνδαλα […]
Ήταν βέβαιος πως ο Ο’ Μπράιαν είχε το απαραίτητο κίνητρο. Όμως πόσο πιθανό ήταν να τεθεί ποτέ ο υπεύθυνος της εκστρατείας στη διάθεση ενός ξένου δημοσιογράφου από μια μικρή χώρα, τις τελευταίες εβδομάδες μιας μεγάλης καμπάνιας;», διερωτάται ο Τζέιμς Μπάρον.
Τα σχέδια απαγωγής, η επιστροφή και τα τελευταία χρόνια
Το 1970, η δικτατορία αφαίρεσε από τον Ηλία Δημητρακόπουλο την ελληνική ιθαγένεια, όπως είχε πράξει και με άλλους διάσημους αντιφρονούντες. Την ίδια χρονιά έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του Δημητρακόπουλου, Παναγιώτης. Ο γιος του δεν παρευρέθηκε στην κηδεία, διότι ο Γερουσιαστής Τεντ Κένεντι τον προειδοποίησε: «Το έχω ψάξει, Ηλία. Σου λέω πως φοβάμαι ότι, αν πας στην Ελλάδα, μπορεί να μην ξαναγυρίσεις ποτέ».
Ο Δημητρακόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1975. Πλήθος κόσμου τον υποδέχθηκε με ζητωκραυγές στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Ανάμεσά τους και ο συνταγματάρχης Σπύρος Μουστακλής, τον οποίο ο Δημητρακόπουλος προσπάθησε ανεπιτυχώς να βοηθήσει, ώστε να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή θεραπεία από τα φρικτά βασανιστήρια των Χουντικών.
Αφού πραγματοποίησε εμπιστευτικές συναντήσεις στην Αθήνα, ο Δημητρακόπουλος επιβεβαίωσε την παλιά φήμη ότι ο Παπαδόπουλος και ο επικεφαλής της ΚΥΠ, Μιχαήλ Ρουφογάλης σχεδίαζαν την απαγωγή του. «Ο ταξίαρχος Φλώρος Αστρινίδης, επικεφαλής της στρατιωτικής αποστολής στην Ουάσινγκτον, είχε πάρει διαταγή από τον Παπαδόπουλο το 1971 να εξετάσει τρόπους για την απαγωγή του Ηλία», γράφει ο Μπάρον.
Σύμφωνα με απόρρητα τηλεγραφήματα, προτάθηκαν τρία σχέδια: το πρώτο προέβλεπε την απαγωγή του Δημητρακόπουλου στην Ουάσινγκτον, τη μεταφορά του με αυτοκίνητο στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα με απευθείας πτήση της Ολυμπιακής. Το δεύτερο περιελάμβανε τη μεταφορά του απαχθέντος σε ελληνικό στρατιωτικό αεροπλάνο, ενώ το τρίτο στόχευε στην εξουδετέρωση του δημοσιογράφου και τη μεταφορά του στη Βιρτζίνια, ώστε να τον παραλάβει ελληνικό υποβρύχιο.
Ενήμερος για αυτά τα σχέδια ήταν και ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ. Στα αρχεία του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSC) αποκαλύφθηκε ότι υπήρχε ειδικός φάκελος υπό τον τίτλο «Θάνατος του κ. Δημητρακόπουλου σε φυλακή της Αθήνας». Ωστόσο, ο συγκεκριμένος φάκελος δεν εντοπίστηκε ποτέ, διότι κατά πάσα πιθανότητα τον αφαίρεσε ο Κίσινγκερ, αποχωρώντας από την εξουσία.
Την ύπαρξη σχεδίου δολοφονίας του Δημητρακόπουλου επιβεβαίωσε και ο Αγγλοαμερικανός δημοσιογράφος, Κρίστοφερ Χίτσενς, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Η δίκη του Χένρι Κίσινγκερ». Το θέμα δεν άφησε αδιάφορο ούτε τον μεταπολιτευτικό ελληνικό Τύπο, όπως φαίνεται στις ακόλουθες φωτογραφίες με δημοσιεύματα των δεκαετιών του ’70 και του ‘80.
Το Μάρτιο του 2003, ο Δημητρακόπουλος προσήλθε στον Άρειο Πάγο και κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά εναντίον του Κίσινγκερ, κατηγορώντας τον για «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η απόπειρα απαγωγής και δολοφονίας του». Συνήγορος υπεράσπισης του Δημητρακόπουλου ήταν η μετέπειτα πολιτικός, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Τον Ιανουάριο του 2008, ο Δημητρακόπουλος τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια για την αντιδικτατορική του δράση. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε οίκους ευγηρίας στην Ουάσιγκτον και την Αθήνα και στις 16 Φεβρουαρίου 2016, πέθανε από επιπλοκές της νόσου του Πάρκινσον, σε ηλικία 87 ετών.
Οι γυναίκες δεν έλειψαν από τη ζωή του, αλλά ο γάμος που έκανε τη Βρετανίδα Σίλια Γουόζ δεν κράτησε πολύ. «Αν είχα οικογένεια, δεν θα μπορούσα ποτέ να είχα κάνει αυτά που έκανα. Θα φοβόμουν πάντοτε για τις επιπτώσεις στη ζωή τους. Δεν θα ήθελα ποτέ να διακινδυνεύσω την ασφάλεια και την ηρεμία τους, όπως έγινε όταν παντρεύτηκε τη Σίλια. Και τώρα πληρώνω το τίμημα, αλλά αυτό ήταν επόμενο», είχε εξομολογηθεί σε προχωρημένη ηλικία.
Βασικές πληροφορίες του κειμένου αντλήθηκαν από το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου και δικηγόρου, Τζέιμς Χ. Μπάρον «Ο άνθρωπος κλειδί» (Εκδόσεις Κάκτος)
Πηγές εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: εφημερίδα «Τα Νέα» και WikimediamtxCommons
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr