Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία οφείλει σημαντικό μέρος του μεγαλείου της στην είσπραξη φόρων.
Από τη φορολογία χρηματοδοτούνταν τα επιβλητικά έργα, αλλά και οι πόλεμοι, τόσο οι αμυντικοί όσο και οι επεκτατικοί που βεβαίως διεύρυναν τη φορολογική βάση.
Ο κύριος τρόπος υπολογισμού των φόρων ήταν βάσει της κτηματικής περιουσίας.
Τα πρώτα χρόνια οι πολίτες πλήρωναν σε είδος, αλλά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος άλλαξε το σύστημα και απαίτησε τους φόρους σε χρήμα.
Όπως όλες οι αλλαγές έτσι και αυτή προκάλεσε αντιδράσεις και οι χρονικογράφοι της εποχής ειρωνεύονταν τον αυτοκράτορα ότι ως νέος Μίδας, συγκέντρωνε από τις επαρχίες χρυσά νομίσματα.
Το πρόβλημα ήταν ότι οι χωρικοί για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν, υποχρεώθηκαν να πουλήσουν τα γεννήματα της γης ακόμη και σε εξευτελιστικές τιμές, πράγμα που δεν βοήθησε καθόλου τις τοπικές οικονομίες, παρά μόνο τους έχοντες ρευστό, που αύξησαν την περιουσία τους.
Ιδιώτες εισπράκτορες
Σχετικά νωρίς οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έκριναν ότι η είσπραξη των φόρων θα γινόταν πιο αποτελεσματική αν την ανέθεταν σε ιδιώτες.
Άλλωστε εκείνοι θα είχαν όφελος να εισπράττουν στο ακέραιο τη φορολογία, καθώς θα πληρώνονταν με ποσοστά.
Το δε κράτος θα εξοικονομούσε πόρους αφού θα ήταν πιο αποτελεσματικό, δεν θα είχε πολλούς δημοσίους υπαλλήλους και θα απέφευγε την επιπλέον γραφειοκρατία.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κατά περιόδους δεν υπήρχαν και κρατικοί εφοριακοί.
Οι ιδιώτες εισπράκτορες, που είχαν οι ίδιοι πολλές φοροαπαλλαγές, ήταν πράγματι άτεγκτοι.
Οι καταγγελίες για υπέρβαση εξουσίας και χρήση βίας από τους εφοριακούς είτε του ιδιωτικού είτε του κρατικού τομέα ήταν συνηθισμένες.
Όποτε κάποιος αυτοκράτορας είχε την πολιτική βούληση για δικαιοσύνη, η τιμωρία τους ήταν σκληρή.
Τουλάχιστον σε μία περίπτωση υπάρχει μαρτυρία ότι ένας διεφθαρμένος φοροεισπράκτορας κάηκε ζωντανός!
Το κτηματολόγιο
Επειδή οι φόροι υπολογίζονταν βάσει της κτηματικής περιουσίας, οι Βυζαντινοί είχαν άρτιο κτηματολόγιο, το οποίο μάλιστα ανανεωνόταν αρχικά κάθε 15 και στη συνέχεια κάθε 30 χρόνια.
Οι φορολογικοί υπάλληλοι έκαναν τακτικούς ελέγχους στην επαρχία και υπολόγιζαν την απόδοση ενός κτήματος, των ζώων και των δουλοπάροικων.
Κατά συνέπεια η καταπάτηση δημόσιας γης ήταν αδιανόητη, ενώ οι φόροι υπολογίζονταν με ακρίβεια και καταγράφονταν στο «ακρόστιχο».
Αυτή ήταν η ονομασία του φορολογικού καταλόγου, στον οποίο ο αρχηγός κάθε οικογένειας έπιανε έναν στίχο, μια σειρά, και στην άκρη διάβαζε τη «λυπητερή», δηλαδή τον φόρο που του αναλογούσε.
Οι «αντικειμενικές» αξίες
Η φορολόγηση δεν ήταν ομοιόμορφη, καθώς όλα τα κτήματα δεν είχαν την ίδια απόδοση.
Η γη φορολογούνταν με υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας, δηλαδή ανάλογα με την έκταση, την ποιότητα και τον βαθμό αξιοποίησης.
Χωράφια με αμπέλια ήταν πιο ακριβά και κοστολογούνταν υψηλότερα από τους ελαιώνες.
Οι ελαιοκαλλιέργειες με τη σειρά τους φορολογούνταν διαφορετικά αν ήταν σε ποτιστικά χωράφια ή σε πετρώδη εδάφη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η φορολογία δεν είχε να κάνει με την πραγματική απόδοση, αλλά με τη δυνητική.
Έτσι, αν κάποιος δεν καλλιεργούσε το χωράφι του θα πλήρωνε κανονικά τον φόρο, σαν να το είχε καλλιεργήσει.
Αυτό υποχρέωνε τους βυζαντινούς αγρότες να μην αφήνουν τη γη τους ανεκμετάλλευτη.
Επιπλέον, αν μια χρονιά ήταν άκαρπη ή υπήρχε κάποιο αντικειμενικό πρόβλημα όπως πόλεμος ή ασθένειες, οι χωρικοί καλούνταν να πληρώσουν κανονικά.
Έτσι βρίσκονταν πολύ συχνά σε άσχημη οικονομική θέση και σε κάποιες περιπτώσεις οι φόροι ήταν τόσο δυσβάστακτοι, ώστε οι αγρότες μόλις και μετά βίας εξασφάλιζαν τη διατροφή τους.
Το άτεγκτο και συχνά άδικο φορολογικό σύστημα ανάγκαζε πολλούς χωρικούς να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, γιατί δεν μπορούσαν να πληρώνουν τον προϋπολογισμένο φόρο.
Αυτό μπορεί να λύτρωνε τους ίδιους, όχι όμως και τους συγχωριανούς τους.
Η πολιτεία υπολόγιζε τη συνολική φοροδοτική ικανότητα του χωριού και οι υπόλοιποι κάτοικοι έπρεπε να πληρώσουν το μερίδιο και εκείνων που είχαν εγκαταλείψει τη γη τους.
Μια λύση ήταν να καλλιεργήσουν τα εγκαταλελειμμένα χωράφια, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό.
Κατά συνέπεια ο πληθυσμός της υπαίθρου υπέφερε.
Την περίοδο της δυναστείας των Μακεδόνων, όταν ήταν αυτοκράτορας ο Βασίλειος ο Β’, θεσπίστηκε το «αλληλέγγυον», ένας φόρος που επιβάρυνε τους πλουσίους.
Αν οι φτωχοί καλλιεργητές δεν είχαν να συμπληρώσουν το ποσό που τους ζητούσε το κράτος, τότε αναλάμβαναν τις υποχρεώσεις τους οι έχοντες και χρήμα και φοροαπαλλαγές, όπως η εκκλησία, τα μοναστήρια και οι αξιωματούχοι.
Ωστόσο, η γκρίνια και οι πιέσεις των ισχυρών έφεραν αποτέλεσμα.
Ο αλληλέγγυος φόρος καταργήθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα και οι φτωχοί κλήθηκαν να σηκώσουν και πάλι μόνοι τα φορολογικά βάρη, είτε είχαν τη δυνατότητα είτε όχι.
Ο καπνικός φόρος
Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι σε πολλές περιπτώσεις οι αγρότες φορολογούνταν για γη την οποία δεν είχαν πια στην κατοχή τους, όπως για παράδειγμα ένας αγρότης που μπορεί να είχε χάσει το χωράφι του μετά από μία εχθρική επιδρομή.
Έτσι αποφασίστηκε να υπολογίζεται ο φόρος με διαφορετικό τρόπο.
Φορολογούσαν τις καμινάδες που λειτουργούσαν, καθώς αυτές υποδήλωναν ότι το οίκημα κατοικείται και ο οικογενειάρχης καλλιεργεί τη γη του.
Αν η καμινάδα δεν έβγαζε καπνό, το οίκημα ήταν εγκαταλελειμμένο και κατά συνέπεια δεν έπρεπε να φορολογηθεί.
Καπνικάριοι ονομάζονταν οι μικροϊδιοκτήτες που είχαν μεν ένα οίκημα για να ζουν, αλλά δεν διέθεταν καλλιεργήσιμη γη.
Στην Αθήνα μάλιστα από την είσπραξη αυτού ακριβώς του φόρου χτίστηκε και ένας γνωστός ναός: η Καπνικαρέα στην οδό Ερμού, την οποία χρηματοδότησε τον 11ο αιώνα ένας φοροεισπράκτορας.
ΠΗΓΗ: “Ιστορίες από τη Μηχανή του Χρόνου”,
συγγραφείς: Χρίστος Βασιλόπουλος, Δημήτρης Πετρόπουλος
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: Οι διεφθαρμένοι εφοριακοί έπιναν κώνειο και οι φτωχοί απαλλάσσονταν από τους φόρους. Το φορολογικό σύστημα στην αρχαία Αθήνα (βίντεο)
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr