Του Μανώλη Πιμπλή από τα “ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ”
[…] Το αφιέρωμα του «Αρχειοτάξιου», ετήσια έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, στην ελληνική Ακροδεξιά είναι μια καλή αφετηρία μελέτης για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στο ζήτημα της ελληνικής ακροδεξιάς […]
Το αφιέρωμα υπογράφεται από δέκα αρθρογράφους, κυρίως του ακαδημαϊκού χώρου, όπως οι Στράτος Δορδανάς, Βασιλική Γεωργιάδου, αλλά και δημοσιογράφους που έχουν ασχοληθεί επισταμένως με τα θέματα αυτά, έχοντας και συγγραφικό έργο, όπως οι Δημήτρης Ψαρράς και Τάσος Κωστόπουλος.
Βασικοί του σταθμοί είναι οι επίστρατοι του 1916, η Οργάνωση Χ στη μεταπολεμική περίοδο, οι ¨παρακρατικοί» της δεκαετίας του ’60 και οι τεταρτοαυγουστιανοί οπαδοί του Κώστα Πλεύρη.
Η επιλογή δεν είναι τυχαία, αφού η σημερινή Χρυσή Αυγή δεν εκθειάζει σε ομιλίες στελεχών της μόνο το καθεστώς του Μεταξά, το οποίο έχει ως ένα είδος προτύπου, αλλά και τους επιστράτους.
«Το κίνημα των επιστράτων εκπροσωπεί την πλήρη αντίσταση ενάντια στην ξενική επιβολή, αλλά και την πίστη μας ότι η πατρίδα και το έθνος μας πρέπει να είναι ανεξάρτητα και κραταιά, χωρίς καμιά εξάρτηση από κανέναν ξένο παράγοντα», έλεγε χρυσαυγίτικη ομιλία του Νοεμβρίου 2013.
Ποιοι είναι όμως οι επίστρατοι;
Πρόκειται για τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εφέδρων που ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1916 από βετεράνους των Βαλκανικών Πολέμων, με συλλόγους σε όλη την Ελλάδα που εκδήλωναν την αφοσίωσή τους στον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Οι βενιζελικοί θεωρούσαν δεδομένη τη σχέση τους με το Γενικό Επιτελείο Στρατού, οι ίδιοι όμως, όπως λέει η επίκουρη καθηγήτρια στο Πάντειο Δέσποινα Παπαδημητρίου, αυτοπροσδιορίζονταν ως «αυτόνομο λαϊκό κίνημα με εθνικούς στόχους».
Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος τηρεί ουδετερότητα στο πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο
Βενιζέλος θα ήθελε να δει την Ελλάδα στο πλευρό της Αντάντ, οι σύμμαχοι υποπτεύονται τον Κωνσταντίνο για συμφωνία με τις Κεντρικές Δυνάμεις και η χώρα οδηγείται στον περίφημο Εθνικό Διχασμό με δύο παράλληλες κυβερνήσεις. Στην Αθήνα τη φιλοβασιλική και στη Θεσσαλονίκη του Βενιζέλου.
Οι αντιβενιζελικοί επίστρατοι μιλούσαν για διασφάλιση της «εθνικής πολιτικής» εναντίον των ξενικών επεμβάσεων και των «χαφιέδων», των «κατάπτυστων οργάνων ξένων συμφερόντων».
Οι Έλληνες επίστρατοι, γράφει η Δέσποινα Παπαδημητρίου, αναπολούν τις νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπως οι Γερμανοί αναπολούσαν τις δικές τους εθνικο-απελευθερωτικές μάχες.
Επιβραβεύουν όμως τον Κωνσταντίνο, που κράτησε το «Έθνος μακράν του σφαγείου και της ανωφελούς καταστροφής».
Το κίνημα χαρακτηρίζει επίσης η λατρεία του αρχηγού, του βασιλιά, ο οποίος «είναι συγχρόνως ο σωτήρας και το θύμα της συκοφαντίας, είναι εκείνος που θα σώσει τον λαό του αλλά και θα σωθεί από αυτόν».
Το κίνημα των επιστράτων περιέκλειε πολλή βία, που εκδηλώθηκε μάλιστα με ιδιαίτερη ωμότητα στο περίφημο πογκρόμ κατά των βενιζελικών, σε συνεργασία με όργανα της Χωροφυλακής, τον Νοέμβριο του 1916, μετά την αποχώρηση των Αγγλογάλλων που είχαν επιβιβαστεί στον Πειραιά.
Η Δέσποινα Παπαδημητρίου ισχυρίζεται ότι το κίνημα των επιστράτων ήταν ένα εργαστήρι φασισμού (ένοπλοι σχηματισμοί μάχης, μεταφορά της βίας του πολέμου στις πόλεις, λατρεία του αρχηγού, κυριαρχία της βίας στην πολιτική ζωή και απαξία στην ανθρώπινη ζωή) που όμως δεν παρήγαγε φασισμό.
Με την έννοια ότι ήταν αντεπαναστατικό, αντιβενιζελικό κίνημα και λιγότερο ιδεολογικά συγκρατημένο στη βάση του στοιχειώδους της δύναμης και της βίας, όπως άλλα φασιστικά κινήματα.
Οι χίτες πάλι, με τον επικεφαλής τους τον συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα, ήταν τη μεταπολεμική περίοδο οι κυριότεροι εκπρόσωποι του εθνικιστικού χώρου.
Για πρώτη φορά ο όρος αυτός έκανε την εμφάνισή του στα μέσα της Κατοχής για να ξεχωρίσει από τις γενικώς εθνικόφρονες εκείνες οργανώσεις που ήταν διατεθειμένες να αντιμετωπίσουν το ΕΑΜ ενόπλως και που τοποθετούσαν τον αντικομμουνιστικό αγώνα υπεράνω της εθνικής ενότητας κατά των κατακτητών- κάτι που σήμαινε ακόμη και τακτική συμμαχία με τους Γερμανούς, αν χρειαζόταν.
Όπως λέει ο Κώστας Κατσούδας, στην ελληνική περίπτωση η νομιμοποίηση του μεταπολεμικού συστήματος δεν θεμελιώθηκε επί της εθνικής αντίστασης, αλλά επί της εθνικοφροσύνης.
Και η Οργάνωση Χ έφτασε να έχει το 1946 50.000 άνδρες, οι μισοί από τους οποίους ήταν ένοπλοι.
Όπως αναφέρει ο Στράτος Δορδανάς από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, «πουθενά στη μεταπολεμική Ευρώπη, όπως συνέβη στην εμφυλιοπολεμική Ελλάδα, δεν επιχειρήθηκε να ενσωματωθούν σε τέτοια έκταση και με τρόπο απροκάλυπτο στους θεσμικούς μηχανισμούς όσοι κατά την περίοδο του πολέμου είχαν πουλήσει και την ψυχή τους στον διάβολο.
Η μόνη εμφανής αλλαγή σε μια κατά τα άλλα συνέχεια από την κατοχική περίοδο ήταν ότι πρόσφεραν πλέον σε διαφορετικό εργοδότη τον αντικομμουνισμό τους».
Αμέσως μετά τη δολοφονία Λαμπράκη, το 1963, ένας αντεισαγγελέας καταγράφει μεγάλο αριθμό φασιστικών οργανώσεων, με σημαντική διείσδυση στον χώρο της νεολαίας και χρηματοδότηση, συχνά, από τις μυστικές υπηρεσίες.
Ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας θα μιλήσει για «κοινωνικά βυθοκορήματα», αλλά η αντίδραση κάποιων δικαστικών λειτουργών στην παρακρατική δράση ανακόπηκε και πάλι, αυτή τη φορά από τη δικτατορία.
Στη Μεταπολίτευση το νέο αίμα προήλθε από την ιδεολογική μήτρα της 4ης Αυγούστου του Κώστα Πλεύρη. Τρεις είναι οι φυλές της ελληνικής Άκρας Δεξιάς λέει ο Στράτος Δορδανάς στον Στάθη Τσίρα: ο εθνικοσοσιαλισμός, οι φασιστικές και οι βασιλικές οργανώσεις.
Επέζησε ο εθνικοσοσιαλιστικός κλάδος χάρη στην ιδεολογική του κυριαρχία τις στιγμές της παρελθοντικής συνύπαρξή τους.
Ο Ιωάννης Γιαννόπουλος, υπαρχηγός της Χρυσής Αυγής τη δεκαετία του 1980, υπήρξε προηγουμένως, όπως λέει ο Δημήτρης Ψαρράς, μέλος της πενταμελούς ηγεσίας του Κόμματος της 4ης Αυγούστου και μάλιστα ως «διευθυντής στρατιωτικού».
Οι δύο οργανώσεις, άλλωστε, έχουν αρκετά κοντινή καταστατική δομή.
Ο Δημήτρης Ψαρράς αναλύει σε βάθος τις συγγένειες, αλλά και τις διαφορές της ομάδας Πλεύρη με το καθεστώς της δικτατορίας (ο ιδρυτής της οργάνωσης βρέθηκε κοντά σε Παπαδόπουλο, Λαδά και απέναντι στον Ιωαννίδη που τον έβαλε φυλακή, σε κάθε περίπτωση όμως απέτυχε να εμφυσήσει στο καθεστώς, όπως ήθελε, δομημένα φασιστικά στοιχεία). Περιγράφει επίσης αναλυτικά τις προνομιακές σχέσεις που ανέπτυξε με την ιδιωτική τηλεόραση τη δεκαετία του 1990, πρώτα μέσα από το κανάλι του Γιώργου Καρατζαφέρη και ύστερα από μεγαλύτερα.
Ο Τάσος Κωστόπουλος γράφει εκτενώς για τους μηχανισμούς και την προϊστορία τους, που έδωσαν ρόλο στη Χρυσή Αυγή, ιδίως μετά την εξέγερση του Δεκεμβρίου 2008, ως εγχειρήματος αντιεξέγερσης, ξεκινώντας από την δράση κομμάτων και νεολαιών όπως της ΕΠΕΝ του Παπαδόπουλου, την οποία ηγείτο από τη φυλακή ή του Ελληνικού Μετώπου του Μάκη Βορίδη.{…}
Του Μανώλη Πιμπλή από τα “ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ”
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr