Απόγευμα 10ης Ιουνίου 1840. Η βασίλισσα Βικτωρία και ο πρίγκιπας Αλβέρτος αναχώρησαν από τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ με μια ανοικτή ιππήλατη άμαξα για να κάνουν μια συνηθισμένη βόλτα στο Hyde Park.
Ήταν παντρεμένοι τέσσερις μήνες και η βασίλισσα διένυε τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της στο πρώτο της παιδί, την πριγκίπισσα Βικτωρία, μετέπειτα Αυτοκράτειρα της Γερμανίας και Βασίλισσα της Πρωσίας.
Ενώ όλα έδειχναν πως θα κυλούσαν ομαλά, ο πρίγκιπας Αλβέρτος παρατήρησε στη θέση Constitution Hill “έναν άνδρα που κοίταζε μοχθηρά και κρατούσε κάτι προς το μέρος τους“. Πριν καλά καλά προλάβει να επεξεργαστεί αυτό που είδε και υποψιαζόταν, ο άνδρας αυτός εκπυρσοκρότησε.
Ήταν ο Έντουαρντ Όξφορντ, ένας άνεργος 18χρονος πρώην σερβιτόρος με μια νοσηρή αδυναμία στα όπλα. Είχε παρατηρήσει πως το βασιλικό ζεύγος σπανίως συνοδευόταν από πάνω από δύο έφιππους φρουρούς και του είχε γίνει έμμονη ιδέα να σκοτώσει τη βασίλισσα.
Ειδικά όταν έμαθε για την εγκυμοσύνη της Βικτωρίας στο πρώτο της παιδί, χάρηκε ιδιαίτερα. Αν σκότωνε αυτήν, θα σκότωνε αυτομάτως και τον διάδοχό της.
“Η σφαίρα πρέπει να πέρασε πάνω από το κεφάλι της”
Ο Όξφορντ είχε δυο πιστόλια μαζί του. Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει αν η βασίλισσα είχε χτυπηθεί από τις σφαίρες, επειδή τα τρομαγμένα από τους πυροβολισμούς άλογα έστριψαν απότομα και κατέβηκαν καλπάζοντας το λόφο.
Λίγο πριν ο Όξφορντ ρίξει τη δεύτερη πιστολιά του, η Βικτώρια έσκυψε το κεφάλι για να προστατευτεί. Η κίνηση αυτή αποδείχθηκε σωτήρια, με βάση τα λόγια του συζύγου της, πρίγκιπα Αλβέρτου:
“Η σφαίρα πρέπει να πέρασε λίγο πάνω από το κεφάλι της, αν κρίνουμε από τη θέση που βρέθηκε, καρφωμένη σε έναν τοίχο από την άλλη πλευρά“.
“Εγώ το έκανα, εγώ ήμουν”
Αφού οι περαστικοί ξεπέρασαν την ταραχή τους, όρμησαν πάνω στον Όξφορντ και τον αφόπλισαν. Εκείνος δεν προέβαλε ιδιαίτερη αντίσταση και δεν είχε δισταγμό να παραδεχθεί την παρ’ ολίγον εγκληματική του ενέργεια. “Εγώ το έκανα, εγώ ήμουν“, φώναζε κάπως ασυνάρτητα.
Ο Όξφορντ συνελήφθη και ρώτησε τους αστυνομικούς εάν η βασίλισσα Βικτώρια τραυματίστηκε. Εκείνοι του απάντησαν πως ήταν σώα και αβλαβής.
Ήταν, μάλιστα, πολύ συνεργάσιμος κατά την ανάκριση. Έδωσε πρόθυμα τη διεύθυνση του σπιτιού του και, όταν έφτασαν εκεί οι αστυνομικοί, εντόπισαν ένα μπαούλο που είχε μέσα τα εξής: ένα σπαθί, δύο τσάντες για πιστόλια, μπαρούτι, ένα καλούπι για σφαίρες, πέντε σφαίρες από μόλυβδο και μερικά από τα καψούλια.
Βρήκαν, επίσης, μια αλληλογραφία ανάμεσα στον Όξφορντ και τα μέλη μιας παράνομης στρατιωτικής οργάνωσης, ονόματι Νέα Αγγλία. Στην πραγματικότητα, όμως, η οργάνωση αυτή δεν υπήρχε πουθενά πέρα από τη φαντασία του Όξφορντ, όπως διαπίστωσαν, τελικά, οι αστυνομικοί.
Όπως αποδείχθηκε από τις έρευνες, ο Όξφορντ προμηθεύτηκε καψούλια, μπαρούτι και σφαίρες από έναν παλιό συμμαθητή του, ο οποίος είχε κατάστημα στο Λάμπεθ, μια συνοικία στο νότιο Λονδίνο.
Εντωμεταξύ, το βασιλικό ζεύγος συνέχισε την προγραμματισμένη κούρσα του:
“Ζήτησα από τον αμαξηλάτη να συνεχίσει. Κάναμε μια σύντομη διαδρομή μέσα από το πάρκο, εν μέρει για να δώσουμε λίγο αέρα στη Βικτώρια κι εν μέρει για να δείξουμε στον κόσμο ότι δεν είχαμε χάσει, λόγω αυτού που είχε συμβεί, κάθε εμπιστοσύνη σε αυτούς“, έγραψε ο πρίγκιπας Αλβέρτος στη βιογραφία του.
Αθώος λόγω παραφροσύνης
Η υπόθεση είχε συγκλονίσει ολόκληρη την Αγγλία. Με κομμένη την ανάσα, οι Άγγλοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις και ανέμεναν τη δίκη του επίδοξου δολοφόνου.
Ένα μήνα μετά το συμβάν, ο Όξφορντ βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου για εσχάτη προδοσία, στο Old Bailey, το Κεντρικό Ποινικό Δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας. Η δίκη έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε εντός και εκτός του δικαστηρίου.
Ο Όξφορντ ισχυρίστηκε πως το όπλο ήταν γεμάτο μόνο με πυρίτιδα κι όχι με σφαίρες. Οι μάρτυρες που προσήλθαν στη δίκη κατέθεσαν ότι προερχόταν από μια ψυχικά ασταθή οικογένεια με ροπή στον αλκοολισμό.
H μητέρα του υποστήριξε ότι ο πατέρας του τους ασκούσε σωματική βία και πως ο γιος της συχνά έκλαιγε αναιτιολόγητα και ξεσπούσε σε υστερικά γέλια. Οι ένορκοι αποφάσισαν, τελικά, να αθωώσουν τον Όξφορντ λόγω παραφροσύνης.
Η μοναδική ικανοποίηση για τη βασίλισσα ήταν πως ο επίδοξος δολοφόνος της θα παρέμενε υπό κράτηση “για όσο διάστημα επιθυμούσε η Μεγαλειότητά της“.
Από παρανοϊκός επίδοξος δολοφονός κρατούμενος πρότυπο
Τα επόμενα 24 χρόνια της ζωής του, ο Όξφορντ τα πέρασε στο ψυχιατρικό άσυλο Μπέθλεμ του Λονδίνου. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, ο Όξφορντ αποδείχθηκε υπόδειγμα τροφίμου.
Δεν ήταν μόνο υπάκουος, φιλικός και συνεργάσιμος. Έμαθε πέντε ξένες γλώσσες και, σύμφωνα με τους γιατρούς, μπορούσε να παίξει ντάμα και σκάκι καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον ασθενή. Περνούσε το χρόνο του ζωγραφίζοντας, διαβάζοντας βιβλία και παίζοντας βιολί. Προσελήφθη, μάλιστα, ως ζωγράφος και διακοσμητής του ψυχιατρείου.
Το 1864, ο Όξφορντ πήρε εξιτήριο, καθώς κρίθηκε ως έχων σώας τας φρένας. Κανείς δεν πίστευε ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχε προσπαθήσει, σχεδόν 25 χρόνια πριν, να δολοφονήσει τη βασίλισσα.
Ωστόσο, το εξιτήριο δεν ήρθε για τον 42χρονο πλέον άνδρα χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Θα του δινόταν μόνο εφόσον έφευγε για μια από τις υπερπόντιες αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και δεν επέστρεφε ποτέ.
Έτσι, ο Έντουαρντ Όξφορντ άλλαξε το ονοματεπώνυμό του σε Τζον Φρίμαν και πήρε το πλοίο για Μελβούρνη. Εκεί έγινε φύλακας του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Παύλου και έγραφε άρθρα σε εφημερίδες για τις συνθήκες των παραγκουπόλεων της πόλης.
Παντρεύτηκε μια χήρα με δύο μικρά παιδιά και πέθανε το 1900, σε ηλικία 78 ετών. Η γυναίκα του δεν έμαθε ποτέ για το παρελθόν του. Πέθανε αγνοώντας ότι ο Φρίμαν λεγόταν Όξφορντ και κάποτε επιχείρησε να σκοτώσει τη μονάρχη που σφράγισε με τη βασιλεία της μια ολόκληρη εποχή.
Με πληροφορίες από το βιβλίο του Τζάιλς Μίλτον, “Συναρπαστικά παραλειπόμενα της ιστορίας“, Εκδόσεις Πατάκη
Πηγή εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: Wikipedia
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr