Βράδυ 26ης Φεβρουαρίου 1998. Σε ένα μικρό διαμέρισμα στην περιοχή του Ζωγράφου, ένας 18χρονος μαθητής της Γ’ Λυκείου έγινε πατροκτόνος, για να προστατεύσει τη μητέρα του.
Ο 47χρονος σύζυγος άρχισε να παρενοχλεί σεξουαλικά τη γυναίκα του. Εκείνη τού ζητούσε απεγνωσμένα να σταματήσει, αλλά αυτός δεν άκουγε το «όχι» της. Ο 18χρονος άκουσε τις φωνές των γονιών του και βγήκε από το δωμάτιό του.
«Αν συνεχίσεις, θα σε χτυπήσω», προειδοποίησε ο 18χρονος τον πατέρα του. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να σταματήσει, κυριεύτηκε από οργή και έκανε την απειλή του πράξη.
Πήρε ένα σφυρί και άρχισε να χτυπάει αλλεπάλληλα τον πατέρα του στο κεφάλι και την πλάτη. Ο τελευταίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου υπέκυψε στα βαριά τραύματά του.
Η είδηση για την πατροκτονία στου Ζωγράφου συγκλόνισε την Ελλάδα και έγινε πρώτη είδηση στον Τύπο.
Ο 18χρονος συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Ζωγράφου. Παραπέμφθηκε στον εισαγγελέα, ο οποίος του άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Με τη σύμφωνη γνώμη της ανακρίτριας, κρίθηκε προφυλακιστέος.
Όμως, στα μάτια των συγγενών του, των φίλων του και της κοινής γνώμης δεν ήταν ο θύτης στην υπόθεση, αλλά το θύμα. Όχι ένας εγκληματίας που ενήργησε στυγνά και προμελετημένα, αλλά ένα παιδί που αφαίρεσε τη ζωή του ενός γονιού ορμώμενο από την αγάπη του για τον άλλον και μην αντέχοντας άλλο τις βίαιες σκηνές της καθημερινότητας.
Με δάκρυα στα μάτια και τρεμάμενη φωνή, ο 18χρονος μπόρεσε να πει στην ανακρίτρια για τον τυραννικό πατέρα του: «Δεν ήθελα να τον σκοτώσω. Τον αγαπούσα. Έχω μετανιώσει για όλα». Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ζήτησε να παρευρεθεί στην κηδεία του πατέρα του, αλλά οι αρχές δεν του το επέτρεψαν.
«Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να τον τραβήξω από πάνω της»
Το περιστατικό της 26ης Φεβρουαρίου που οδήγησε στην πατροκτονία δεν ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση για την οικογένεια. Ήταν η «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι».
Η κακοποίηση της μητέρας από τον πατέρα ήταν συνηθισμένη εικόνα για τον 18χρονο και τον μικρό του αδερφό. Ο γονιός τους συνήθιζε να παρενοχλεί και να κάνει άσεμνες χειρονομίες στη μάνα τους μπροστά στα παιδιά.
«Εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου άρχισε να τσιμπάει τη μητέρα μου στα πόδια, με σκοπό να την πονέσει. Κάποια στιγμή πήγα στην τουαλέτα, όπου άκουγα τη μητέρα μου να τσιρίζει και να κλαίει με λυγμούς. Λίγο πριν ο πατέρας μου είχε προσπαθήσει να τη χτυπήσει. Η μητέρα μου προσπάθησε να αποφύγει τη γροθιά και αυτή κατέληξε στο κεφάλι του αδελφού μου.
Όταν βγήκα από την τουαλέτα, τον είδα να έχει βγάλει το παντελόνι του. Ήταν ξαπλωμένος πάνω της και της είχε κλείσει τη μύτη και το στόμα. Πίστεψα ότι ήθελε να την πνίξει […] Δεν θυμάμαι πόσες φορές τον χτύπησα. Το μόνο που ήθελα ήταν να τον τραβήξω από πάνω της», υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ο 18χρονος στην απολογία του.
«Ένιωθα σαν να τον σκότωνα και πάλι»
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» τρία χρόνια μετά το έγκλημα, είχε αναφέρει ότι είχε μετανιώσει και ότι η μοναδική φωτογραφία με αυτόν και τους γονείς του ήταν από τη βάφτισή του. «Δεν είχα μεγάλα όνειρα, δεν είχα καθόλου όνειρα. Ζούσα μονάχα το παρόν. Ήμουν ένα παιδί χωρίς νεύρο. Είχα σπάνιες έως μηδαμινές εκρήξεις στην εφηβεία.
Τον πατέρα μου τον φοβόμουν στο μέτρο που φοβάται κάθε γιος τον πατέρα του. Ένιωσα μια απέραντη ντροπή την πρώτη φορά που πήγα στον τάφο του. Ένιωσα σαν να τον σκότωνα και πάλι. Δυστυχώς όλοι οι άνθρωποι εκτιμάμε αυτά που έχουμε μόνο όταν κινδυνεύουμε να τα χάσουμε ή τα χάνουμε. Τιμωρούμαι κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο», εξομολογήθηκε.
Η προσωρινή αποφυλάκιση και η πρωτόδικη καταδίκη
Από την πρώτη στιγμή, ο 18χρονος είχε στο πλευρό του τους συμμαθητές και τους καθηγητές του. Προσπαθούσαν να του δώσουν κουράγιο, όπως και στη μητέρα του και διαβεβαίωναν για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του.
Στα τέλη Απριλίου 1999, η ανακρίτρια αποφάσισε την αποφυλάκιση υπό όρους. Έλαβε υπόψη τις καταθέσεις διαφόρων μαρτύρων και δεν συμφώνησε με την αντίθετη γνώμη του εισαγγελέα.
Ήταν η δεύτερη ευκαιρία που ζητούσε ο νεαρός, προκειμένου να τελειώσει το Τεχνικό Επαγγελματικό Λύκειο, να πάρει το πτυχίο του ηλεκτρολόγου και να βρει δουλειά, με την οποία θα βοηθούσε τη μητέρα και τον αδερφό του.
Η υπόθεση εκδικάστηκε σε πρώτο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λιβαδειάς, τον Ιανουάριο του 2000. Ο νεαρός υποστήριξε ότι δεν είχε προστριβές με τον πατέρα του ούτε είχε σκοπό να τον σκοτώσει.
«Νόμιζα ότι θα την σκότωνε. Δεν ήταν τρόπος αυτός που εκδήλωνε την ερωτική επιθυμία του», προσέθεσε κατά την απολογία του.
Ο εισαγγελέας πρότεινε η κατηγορία να αλλάξει από ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως εν βρασμώ ψυχής και να του αναγνωριστούν τα εξής τρία ελαφρυντικά: πρότερος σύννομος βίος, ειλικρινής μεταμέλεια και μετεφηβική ηλικία.
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν οκτώ χρόνια κάθειρξη με αναστολή. Μετά την έφεση που ασκήθηκε, αφέθηκε ελεύθερος έως τη δευτεροβάθμια δίκη και ευχαρίστησε όλους όσοι του συμπαραστάθηκαν στην ακροαματική διαδικασία.
Ο μετριασμός της ποινής και η απελευθέρωση
Το Φεβρουάριο του 2002, ο 22χρονος πλέον πατροκτόνος έκατσε ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών και η μητέρα του δεν έκρυψε την αγωνία της για την ετυμηγορία: «Αυτή η αναμονή μάς τσακίζει. Εκεί θα κριθεί αν θα δοθεί η δυνατότητα στο παιδί μου να συνεχίσει το δρόμο του, να προχωρήσει στη ζωή του».
Το δικαστήριο έδειξε επιείκεια στον κατηγορούμενο, παραμερίζοντας τους ισχυρισμούς των αδελφών του θύματος περί «θυμού του νεαρού που καλλιεργήθηκε από τη μητέρα του». Του αναγνωρίστηκαν όλα τα ελαφρυντικά που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας και του επιβλήθηκε τριετής φυλάκιση με αναστολή για το αδίκημα της “θανατηφόρας σκοπούμενης σωματικής βλάβης”. Η αλλαγή της κατηγορίας έφερε και αλλαγή της ποινής.
Στο άκουσμα της απόφασης, ο 22χρονος ξέσπασε σε κλάματα και αγκάλιασε τη μητέρα του. Κέρδισε την ελευθερία του, έχοντας στο νου του τα λόγια του προέδρου του δικαστηρίου: «Κοίταξε να διορθώσεις ό,τι έκανες, βοηθώντας την οικογένειά σου».
Ωστόσο, όπως δήλωσε δέκα μήνες μετά, «το συναίσθημα είναι το ίδιο βαρύ, το ίδιο ασήκωτο. Απελευθερώθηκα από την απειλή της φυλακής, όχι όμως από αυτό που κουβαλώ μέσα μου».
Ο νεαρός μπόρεσε να βρει δουλειά σε εταιρεία ως βοηθός μηχανικού. Το 2005, απολύθηκε λόγω περικοπών και το 2006, υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο Χαρίτων, η οποία διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την οποία ζητούσε να διαγραφεί η καταδίκη από το ποινικό μητρώο, προκειμένου να μπορέσει να διεκδικήσει μια θέση στο Δημόσιο. Το καλοκαίρι του 2007, η αίτηση για την άρση των συνεπειών της πράξης του απορρίφθηκε.
Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Pexels
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr