16 Νοεμβρίου 1943. Στις 7 το πρωί, οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής εισέβαλαν στο χωριό Κανάλια Μαγνησίας.
Έκαψαν τριακόσια πέτρινα σπίτια, το σχολείο και το κεντρικό καφενείο, ανατίναξαν την εκκλησία της Παναγιάς, το εξάγωνο καμπαναριό της και σκότωσαν εν ψυχρώ επτά κατοίκους. Τέσσερις γυναίκες και τρεις άντρες. Λέγεται μάλιστα ότι πυροβόλησαν μία από τις γυναίκες, την ώρα που έριχνε κουβάδες με νερό στο πυρπολημένο της σπίτι ενώ ένα νεαρό κορίτσι σκοτώθηκε κρατώντας ένα καρβέλι ψωμί.
Μετά την επιδρομή, οι Γερμανοί μετακινήθηκαν προς τη Λάρισα. Μαζί τους πήραν και 52 κατοίκους του χωριού, τους οποίους μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη.
Μεταξύ αυτών και ο έφηβος Αλέξανδρος Καραγιάννης, μετέπειτα δικηγόρος στον Βόλο. Ο ίδιος περιέγραψε:
“Δεν φεύγει ποτέ από τη μνήμη μου η επιδρομή των Γερμανών SS στις 16 Νοεμβρίου 1943, όταν μια ισχυρή μονάδα τους, επέδραμε και κύκλωσε το χωριό μας. Σκότωσαν όσους αποπειράθηκαν να διαφύγουν και συνέλαβαν πενήντα δυο άνδρες, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ, δεκαπεντάχρονος, μαθητής του Γυμνασίου Αρρένων Βόλου (δύο μόνον γυμνασιόπαιδες ήμασταν από το χωριού).
Μας οδήγησαν έξω από το χωριό, στη θέση “Αεράνη” και εκεί μας παράταξαν σε μια σειρά στο χείλος μιας τάφρου. Απέναντί μας, σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων έστησαν δύο πολυβόλα που μας στόχευαν. Κατάλαβα ότι θα μας σκότωναν.
Εγώ, εφαρμόζοντας τη συμβουλή του παππού μου, που μου είχε δώσει τη στιγμή που με συνέλαβαν, κατάφερα να σταθώ στη μέση της σειράς για να πέσω αμέσως κάτω μόλις θα έβλεπα λάμψη στην κάννη του πολυβόλου και ακίνητος να κάνω τον πεθαμένο. Με τα μάτια μου καρφωμένα στο στόμιο της κάννης περίμενα να ιδώ τη λάμψη για να πέσω αμέσως κάτω.
Τη στιγμή που οι στρατιώτες μας έβαλαν στη σειρά και θα αποχωρούσαν για να ακολουθήσει το παράγγελμα του πολυβολισμού, ακούστηκε μια δυνατή προσταγή από ένα αυτοκίνητο που μόλις είχε καταφτάσει. Σταμάτησαν, γιατί από το αυτοκίνητο βγήκε ο διοικητής της μονάδας, που διέταξε να μη γίνει η εκτέλεσή μας”.
“Κι όλα αυτά συνέβησαν ως αντίποινα για την αντιστασιακή δράση που προσέφερε η περιοχή στον αγώνα κατά του Ναζισμού και στην απελευθέρωση της πατρίδας μας“, έγραψε η συγγραφέας, Αγγελική Θάνου.
Η μητέρα της, Μαρία Θάνου – Αλεξίου, έζησε τη βάρβαρη επέλαση των Ναζί και περιέγραψε τα τραγικά γεγονότα της ημέρας:
“Την 16η Νοεμβρίου 1943, ήμουν δέκα χρονών. Η μητέρα μου, μέσα στον πανικό της, έδεσε ό,τι λεφτά είχαμε σε ένα άσπρο μαντήλι, δίπλωσε το καλό παντελόνι του αδερφού μου και μου τα έδωσε λέγοντας: “Τρέχα να βρεις τον πατέρα στο μαντρί”.
Άρχισα να τρέχω και μαζί μου ένα σωρό συγχωριανοί, γείτονες, συγγενείς, όλοι στην ίδια κατεύθυνση, μακριά, έξω απ’ το χωριό, στις καλύβες και στα μαντριά, πίσω απ’ τον λόφο και δίπλα στη λίμνη. Δίπλα μας ακολουθούσαν και οι οικογένειες των Εβραίων που φιλοξενούσαμε στο χωριό μας. Βάδιζαν χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν ακριβώς. Δεν είχαν ούτε καλύβι, ούτε μαντρί.
Καθώς έφτασα στην ανηφόρα γύρισα να δω το χωριό. Δεν φαινόταν τίποτα παρά μόνο καπνοί.
Δίπλα από τα πόδια μου περνούσαν σφαίρες, δεν καταλάβαινα τι ήταν. Το χέρι μου αν τέντωνα θα τις έπιανα. Πιο πέρα σκοτώθηκε μια κοπέλα. Τότε κατάλαβα τι ήταν σφαίρες και κατατρόμαξα. Από τη λαχτάρα μου σκόνταψα και μου έπεσε το μαντήλι με τα χρήματα. Ούτε που το πήρα είδηση.
Μετά από λίγο άκουσα έναν κύριο να φωνάζει “δεσποινίς, δεσποινίς”. Δεν είχα ακούσει ποτέ να με φωνάζουν έτσι και δεν γύρισα. Ήταν μια άγνωστη λέξη για μένα.
Όταν φώναξε ξανά “δεσποινίς σας έπεσε το μαντήλι”, τότε κατάλαβα ότι μιλούσε σε μένα και γύρισα το κεφάλι μου.
Ένας ηλικιωμένος κύριος, με μια μορφή που δεν μπορώ να ξεχάσω, μου έδωσε το κομποδεμένο μαντήλι μου. Από το χέρι του κρατούσε ένα κοριτσάκι. Πρέπει να ήταν μικρότερο από μένα κι έμοιαζε πολύ τρομαγμένο. Για να τους ευχαριστήσω, τους χάρισα το μαντήλι μου.
“Το έχω κεντήσει μόνη μου, πάρε το να με θυμάσαι. Της είπα με λένε Μαρία Αλεξίου, αλλά όσοι μ’ αγαπούν με φωνάζουν Μαρικάκι. Να, το γράφει εδώ και της έδειξα τα καλλιγραφικά Άλφα και Μι και ένα κλαρί αμυγδαλιάς. Μου χαμογέλασε και καθώς μου έλεγε το όνομά της ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε απ’ το χωριό. Ένας ήχος ανατίναξης και άρρυθμα χτυπήματα καμπάνας.
Ήταν η στιγμή της ανατίναξης. “Οι Γερμανοί ανατίναξαν την εκκλησία”, ακούστηκε μια φωνή.
Τρέξαμε. Εγώ κρατώντας το παντελόνι του αδερφού μου, τα χρήματα και τον απέραντο φόβο μου και το κοριτσάκι κρατώντας τον παππού του και το μαντήλι μου. Πάνω στον πανικό χαθήκαμε. Δεν πρόλαβα να ακούσω το όνομά της. Δεν έμαθα ποτέ πώς λένε το κοριτσάκι που του χάρισα το ασπροκεντημένο μου μαντήλι”.
Η εκκλησία της Παναγιάς μαζί και το εξάγωνο καμπαναριό της ανατινάχτηκαν. Άφησαν πίσω τους νεκρούς και πήραν μαζί τους 52 όμηρους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στη Λάρισα κι από εκεί στη Θεσσαλονίκη.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από: Η Μαγνησία στο Πέρασμα του Χρόνου, e-thessalia
Το μαρτυρικό χωριό της Κρήτης που αντιστάθηκε στην κατοχή. Οι Γερμανοί το βομβάρδισαν, το πυρπόλησαν και το ερήμωσαν (βίντεο)
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr