Ο Νικόλαος Κασομούλης θεωρείται ένας από τους σημαντικούς αγωνιστές του 1821, παρόλο που δεν είναι από πιο αναγνωρίσιμα ονόματα. Εκτός όμως από τη σημαντική του συμβολή στον αγώνα, ο Κασομούλης με το συγγραφικό του έργο παρέδωσε σημαντικές iιστορικές πηγές για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Η Βλάχικη καταγωγή του και οι αγωνιστές γονείς του
Γεννήθηκε το 1795 στην Κοζάνη – αν και κάποιες πηγές αναφέρουν ως γενέτειρά του την Σιάτιστα ή το Πισοδέρι. Όλες οι πηγές τον βρίσκουν στα 12 χρόνια του στην Σιάτιστα και την Τσαρίτσανη όπου και μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα. Πατέρας του ήταν ο Κωνσταντίνος Κασομούλης, ευκατάστατος έμπορος που είχε γενική στην Κοζάνη.
Ο Νικόλαος ήταν γιος της Σουλτάνας, και είχε δύο αδέλφια, τον Γιώργο και τον Δημήτρη. Όταν πέθανε η μητέρα του, ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε την Αλεξάνδρα και απέκτησε μαζί της ακόμη τρία παιδιά. Την Κατερίνα, τη Σουλτάνα και τον Γιάννη.
Ο Κωνσταντίνος Κασομούλης ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και πολέμησε στην επανάσταση της Νάουσας όπου τραυματισμένος συνελήφθη και πέθανε.
Η μητέρα του, Σουλτάνα, πήρε και αυτή μέρος στον αγώνα στο πλευρό του Γεωργάκη Ολύμπιου, πριν από τον θάνατό της στη Σιάτιστα.
Η ένταξή του στη Φιλική Εταιρεία
Στα 20 χρόνια του, ο Νικόλαος Κασομούλης βρίσκεται στην Αίγυπτο για τις δουλειές του πατέρα του και επιστρέφοντας περνάει από τη Σμύρνη. Εκεί διαποτισμένος από την οικογενειακή παράδοση υπέρ του αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, μυείται στη Φιλική Εταιρεία. Φτάνοντας στις Σέρρες, όπου ζει η οικογένεια, μυεί και τα αδέλφια του.
Συμμετέχουν στην Επανάσταση των Σερρών και μετά την αποτυχία της διαφεύγει για να σωθεί από τους παιδικούς του φίλους στη Σιάτιστα. Τον Σεπτέμβριο του 1821 οι πρόκριτοι της Σιάτιστας στέλνουν τον Κασομούλη στην Πελοπόννησο για να βρει βοήθεια για την έναρξη του αγώνα στη Δυτική Μακεδονία.
Εκεί συναντήθηκε με τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Ο ρόλος του στην Έξοδο του Μεσολογγίου
Το 1826 ο Κασομούλης βρίσκεται στο Μεσολόγγι μαζί με τους πολιορκημένους. Μαζί του είναι τα αδέλφια του, Δημήτρης και Γιώργος. Ο Επίσκοπος Ρωγών, Ιωσήφ, του ανέθεσε την σύνταξη της απόφασης της Εξόδου και ανέλαβε τον συντονισμό όλων των τμημάτων των πολιορκημένων ώστε να επιτευχθεί η Έξοδος. Η κατάσταση στην πολιορκημένη πόλη ήταν τραγική και οι στιγμές κρίσμες.
Ο κ. Μάκης Κουτσαγγέλης, αρχιμουσικός της φιλαρμονικής “Διονύσιος Σολωμός” στο Μεσολόγγι και μελετητής της τοπικής ιστορίας του Μεσολογγίου περιγράφει στη Μηχανή του Χρόνου ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο που δείχνει ανάγλυφα την ψυχική κατάσταση των πολιορκημένων:
Επικαλείται τα λόγια του Κασομούλη: «είχε σκληρύνει η καρδιά και το μυαλό μας και δεν ξέραμε τι κάναμε, περπατούσα κάποια στιγμή στο δρόμο και μια γυναίκα φώναζε, φώναζε απελπισμένη τόσο δυνατά που προσπάθησα να την ηρεμήσω και δεν μπορούσα και τότε την κάρφωσα με την ξιφολόγχη μου. Και ακούω μια γνώριμη φωνή πίσω μου και κάποιος μου λέει “Νικολάκη, εσύ σκοτώνεις τη μάνα μου”». Ήταν ο σαλπιγκτής της φρουράς, ένας Γρηγόρης νομίζω στο όνομα και αγκαλιάστηκαν και κλαίγανε, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Κατά την Έξοδο, σκοτώθηκε ο αδελφός του Νικόλαου Κασομούλη, Δημήτριος.
Ο Ν. Κασομούλης, αναφερόμενος στις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου, γράφει μεταξύ άλλων:
«Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, ήτις περιέθαλπεν ασθενή και τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφή της, και μυστικά, μαζύ με δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι που το έφαγαν. Ταις ηύρα οπού έτρωγαν, ερώτησα που ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν ήκουσα ότι ήτο γαϊδούρι. Μία συντροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθεύθη και τούτο. Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται των, και που να προφθάσουν; Τρεις ημέραις απέρασαν και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα…»*
Το συγγραφικό του έργο
Το κείμενο της επιστολής της Εξόδου είναι ένα κείμενο που διασώθηκε στα απομνημονεύματα του Κασομούλη.
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος» Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα κατεπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι. Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν ώστε να δυνηθώμεν να βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδός μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός 10 Απριλίου, ημέρα Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια: Α΄. Όλοι οι Οπλαρχηγοί οι από την δάμπιαν του Στορνάρη έως εις την δάμπιαν του Μακρή, με τους υπό την οδηγίαν των, μία κολώνα, να ριχθούν εις την δάμπιαν του εχθρού εις την ακρογιαλιάν, εις το δεξιόν. Η σημαία του στρατηγού Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ανοικτή, ως οδηγός του σώματος τούτου. Ο στρατηγός Μακρής να την συνοδεύση με ειδήμονας, όπου γνωρίζουν τον τόπον. Β΄. Όλοι οι Οπλαρχηγοί οι από την δάμπιαν του στρατηγού Μακρή έως εις την Μαρμαρούν με τους υπό την οδηγίαν των, μία κολώνα όλοι, να ριχθούν εις τον προμαχώνα αριστερά κατά των εχθρών. Ο στρατηγός Μακρής, με την σημαίαν του ανοικτήν, θέλει είναι οδηγός του σώματος τούτου, αριστερά. Γ΄. Δια να μη μπερδευθή το Στράτευμα με ταις φαμελλιαίς, δίδεται το γεφύρι της δάμπιας του Στορνάρη, και όλοι οι φαμελλίται, εντόπιοι και ξένοι, να ταις συνοδεύσουν και να διαβούν απ’ εκεί. Τα δύο γεφύρια είναι το μεν δια την δεξιάν κολώναν και το της Λουνέττας δια την αριστεράν. Δ΄. Κάθε οπλαρχηγός να σηκώνη τους στρατιώτας του ανά έναν από τον προμαχώνα του, ώστε ο τόπος να μείνη εύκαιρος έως εις την ύστερην ώραν. Ε΄. – Οι από την Μαρμαρούν, άμα σκοτειδιάση, να τραβηχθούν από ένας-ένας και να σταθούν εις την δάμπιαν του Χορμόβα. ΣΤ΄. Ο Τζιαβέλας, με όλον το Βοηθητικόν σώμα, να μείνη οπισθοφυλακή× αυτός με όλους θέλει περιέλθει όλον τον γύρον του Φρουρίου να δώση την είδησιν εις όλους και να τους πάρη μαζί του. Ζ΄. Το σώμα της Κλείσοβας, οδηγούμενον από τους Οπλαρχηγούς του, να εξέλθη με τα πλοιάρια εις την μίαν της νυκτός, σιγανά, και άμα φθάση εις την ξηράν να σταθή έως εις τας 2 ώρας, όπου θα γίνη το κίνημα απ’ εδώ, να κινηθή και αυτό. Η΄. – Ο τόπος, το σημείον της διευθύνσεώς μας, θέλει είναι ο Άγιος Σιμεός. Οι οδηγοί θέλουν προσέχει να συγκεντρωθούμεν εκεί όλοι. Θ΄. Οι λαγουμτζήδες να βάλουν εις τα φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντες να βαστάξουν μετά την έξοδόν μας μία ώρα επέκεινα. Το ίδιον να οδηγηθούν και οι εις τας πυριτοθήκας ευρισκόμενοι ασθενείς και χωλοί. Ηξεύρομεν όλοι τον Καψάλην. Ι΄. Επειδή θα πληγωθούν και πολλοί εξ ημών εις τον δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεί να τον βοηθή και να παίρνη και τ’ άρματά του, και εάν δεν είναι εκ του ιδίου σώματος. ΙΑ΄. Απαγορεύεται αυστηρώς κανένας να μη αρπάξη άρμα συνδρόφου του εις τον δρόμον, πληγωμένου ή αδυνάτου, αργυρούν ή σιδηρούν και φύγη. Όπου φανή τοιούτος, μετά την σωτηρίαν μας θέλει δίδει το πράγμα οπίσω και θέλει θεωρείσθαι ως προδότης. ΙΒ΄. Οι φαμελλίται όλοι, άμα προκαταλάβουν τους δύο προμαχώνας αι άλλαι δύο κολώναις, θέλουν κινηθεί αμέσως, ώστε να περιστοιχισθούν από την οπισθοφυλακήν. ΙΓ΄. Κανένας να μη ομιλήση ή φωνάξη την ώραν της εξόδου μας, έως ότου να πέση το δουφέκι εις το ορδί του Κιουταχή από την βοήθειαν οπού περιμένομεν και εάν, κατά δυστυχίαν, δεν έλθουν βοήθεια, οι όπισθεν πάλιν θέλουν κινηθή αμέσως, όταν κινηθούν αι σημαίαι. ΙΔ΄. Όσοι των αδυνάτων και πληγωμένων επιθυμούν να εξέλθουν και δύνανται, να ειδοποιηθούν από τα σώματά των τούτο. ΙΕ΄. Τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτειδιάση. ΙΣΤ΄. Το μυστικόν θέλει το έχομεν: «Καστρινοί και Λογγίσιοι». ΙΖ΄. Δια να ειδοποιηθούν όλοι οι Αξιωματικοί το σχέδιον, επιφορτίζεται ο Νικόλας Κασομούλης, γραμματεύς του Στορνάρη, να περιέλθη από τώρα να τους το διαβάση, ιδιαιτέρως εις τον καθέναν. Εάν δε, εις αυτό το διάστημα, έξαφνα φανή ο στόλος μας, πολεμών και νικών να μείνωμεν έως ότου ανταποκριθούμεν.
Εν Μεσολογγίω 10 Απριλίου 1826»
Στο μνημειώδες έργο του με τίτλο: «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», που εκδόθηκε με την επιμέλεια του Γιάννη Βλαχογιάννη ο στρατηγός Κασομούλης διασώζει όχι μόνο εξαιρετικές περιγραφές των γεγονότων που προηγήθηκαν της Εξόδου αλλά και ντοκουμέντα και μαρτυρίες από την Ελληνική Επανάσταση με έναν λυρικό και συνάμα συνταρακτικό λόγο.
Τα Ενθυμήματα γράφτηκαν σε 2.701 χειρόγραφες σελίδες το 1832, όταν ο Κασομούλης ήταν αξιωματικός σε αναγκαστική αργία, και ολοκληρώθηκαν το 1842. Το 1861 συμπλήρωσε αυτές τις «αναμνήσεις» με την ιστορία των αρματολών, γεγονός που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια καταγραφής αυτής της πτυχής της Επανάστασης.
Ο Νικόλαος Κασομούλης και επί Καποδίστρια και επί Όθωνα κατέλαβε στρατιωτικά αξιώματα. Το 1836 πήρε μέρος στην καταστολή των εξεγέρσεων. Τότε σκοτώθηκε ο άλλος του αδελφός, ο Γεώργιος που ήταν ανθυπολοχαγός.
Αν και έχει μείνει γνωστός ως «στρατηγός» αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του Συνταγματάρχη της Βασιλικής Φάλαγγας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής τα πέρασε στη Στυλίδα, Φθιώτιδας, όπου πέθανε το 1872.
*Το απόσπασμα προέρχεται από parisis.wordpress.com
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr