Πρώην στελέχη της Βέρμαχτ και αξιωματικοί του σώματος των SS συγκρότησαν το 1949 ένα μυστικό στρατό στη Γερμανία με στόχο να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό και εξωτερικό «κομμουνιστικό κίνδυνο»,
σύμφωνα με έγγραφα της γερμανικής μυστικής υπηρεσίας BND τα οποία είχε αποκαλύψει το γερμανικό περιοδικό «Spiegel».
Ο «στρατός» απαρτιζόταν από περίπου 2.000 αξιωματικούς της Βέρμαχτ και των SS που ταυτόχρονα συντηρούσαν έναν «εν υπνώσει» στρατό που έφτανε τα 40.000 μέλη.
Η μυστική επιχείρηση πραγματοποιήθηκε πίσω από την πλάτη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και ηγέτης της ήταν ο μετέπειτα αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Άμπερτ Σνετς.
Αν αποφασιζόταν η ενεργοποίηση της μυστικής δύναμης, θα την εξόπλιζε η αστυνομία.
Συνεργάτες του Σνετς είχαν πρόσβαση σε αυτά τα όπλα, επειδή εργάζονταν στο υπουργείο Εσωτερικών.
Υποτίθεται επίσης ότι η δύναμη είχε «εξασφαλισμένα» οχήματα χάρη στις διασυνδέσεις της με επιχειρήσεις, από τις οποίες δεχόταν χορηγίες, ενώ λειτουργούσε κι έναν «αμυντικό μηχανισμό». Αυτό το σκέλος φέρεται να παρακολουθούσε πολιτικούς αριστερών φρονημάτων, υψηλόβαθμα στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών, πολιτικούς που οι άνθρωποι του Σνετς θεωρούσαν «επικίνδυνους» για την εσωτερική ασφάλεια, αλλά και πολίτες.
Η συνωμοτική οργάνωση γύρω από τον Σνετς ήθελε σε περίπτωση μιας σοβιετικής επίθεσης, να εγκατασταθεί στο εξωτερικό και στη συνέχεια να ξεκινήσει τον αγώνα από εκεί. Την ίδια στιγμή ετοιμαζόταν για μια αποστολή στη Γερμανία κατά των κομμουνιστών, στην περίπτωση ενός εμφυλίου πολέμου.
Σύμφωνα με όσα επικαλέστηκε το περιοδικό, ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ είχε ενημερωθεί το αργότερο από το 1951 για το σχέδιο Σνετς και ανέθεσε στην οργάνωση Gehlen – πρόδρομος της ομοσπονδιακής υπηρεσίας πληροφοριών – τη «φροντίδα και την επίβλεψη» αυτού του σκιώδους στρατού.
Δεν είναι σαφές γιατί ο Αντενάουερ δεν αντέδρασε πιο ενεργά, εικάζεται όμως ότι φοβόταν τη σύγκρουση με τους βετεράνους Ναζί. Εξάλλου, εκείνη την περίοδο οι γερμανικές μυστικές δυνάμεις και κατ’ επέκταση και τα κυβερνητικά στελέχη είχαν τέτοιου είδους ενδοιασμούς, καθώς φοβούνταν για πιθανό εκτροχιασμό της πολιτικής ζωής.
Επίσης, ο Σνετς είχε διασυνδέσεις με τον πρώην αξιωματικό των επίλεκτων δυνάμεων των SS, τον Ότο Σορζένι, ο οποίος σχεδίαζε ένα παρόμοιο εγχείρημα. Μάλιστα, την ίδια περίοδο, υψηλόβαθμα στελέχη της Gehlen, όπως ισχυρίζεται το «Spiegel», είχαν θέσει ανοιχτά το ερώτημα αν η υπηρεσία θα μπορούσε να «αντέξει» μια σύγκρουση με την ομάδα του SS, Όττο Σορζένι. Η απάντηση που έλαβαν ήταν ότι «έπρεπε πρώτα να ερωτηθούν παλιά SS». Προφανώς, επισημαίνεται στο άρθρο, τα δίκτυα των παλαιών και πρώην Ναζί στις αρχές της δεκαετίας του ’50, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στη Δυτική Γερμανία.
Πάντως, στη Γερμανία θεωρείται ακόμα ταμπού η ιστορία των πρώτων χρόνων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς αρκετοί ιστορικοί – κυρίως μη Γερμανοί – πιστεύουν ότι η κυβέρνηση Αντενάουερ απέτυχε να εκκαθαρίσει επιτυχώς όλα τα ναζιστικά «σταγονίδια».
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας στοιχειώνει το μεταπολεμικό κράτος. Πάνω από 100 μέλη της δημοκρατικής κυβέρνησης υπήρξαν πρώην υψηλόβαθμα στελέχη των Ναζί…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr