Η ζωή του ήταν “πασπαλισμένη” με γκλίτερ και χρυσόσκονη. Ό,τι γυάλιζε το λάτρευε. Έβαζε στρας στα ρούχα, στο πιάνο, στο μικρόφωνό του, ακόμη και στο αυτοκίνητό του. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν κιτς, όμως τα φανταχτερά κοστούμια του και κυρίως το μεγάλο του ταλέντο στο πιάνο έκαναν τον Βαλεντίνο Λιμπεράτσε όχι μόνο διάσημο, αλλά και εκατομμυριούχο.
Ο αμερικανός πιανίστας με οτιδήποτε καταπιανόταν το μετέτρεπε σε χρυσό και ο κόσμος ζητωκραύγαζε σε κάθε εμφάνισή του. Δεν ήταν ένας απλός μουσικός, αλλά ένας σόουμαν και ο πιο ακριβοπληρωμένος διασκεδαστής στον κόσμο.
Άρχισε να παίζει πιάνο στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Σχεδόν αμέσως φάνηκε το ταλέντο του. Μπορούσε να αποστηθίσει μεγάλα και δύσκολα κομμάτια που άκουγε από τα μεγαλύτερα αδέρφια του και να τα αναπαράγει. Ήταν ένα παιδί-θαύμα. Ωστόσο, τα παιδιά της ηλικίας του δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ιδιαιτερότητά του. Τον κορόιδευαν για την εμφάνισή του, την αγάπη για τη μαγειρική και το πιάνο.
Από την εφηβεία του κιόλας, έπαιζε πιάνο σε θέατρα, τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, λέσχες, σε καμπαρέ, αλλά και σε στριπτιτζάδικα.
Παρόλο που ως βάση είχε την κλασική μουσική ο Λιμπεράτσε δημιούργησε τον δικό του χαρακτήρα, έπαιζε “ποπ με κλασικά στοιχεία” ή όπως συνήθιζε να λέει έπαιζε “κλασική μουσική χωρίς τα βαρετά κομμάτια”. Επικοινωνούσε μοναδικά με το κοινό του. Άκουγε τα αιτήματά τους, τους έλεγε αστεία και έδινε συμβουλές. Σιγά σιγά άρχισε να γίνεται διάσημος και να παίζει στα μεγαλύτερα νυχτερινά κέντρα της Αμερικής. Στο Λας Βέγκας τον λάτρεψαν.
Το σήμα κατατεθέν του εκτός από τα φανταχτερά κοστούμια, το μέικ απ και τις βλεφαρίδες ήταν ένα κηροπήγιο που έβαζε πάντα πάνω στο πιάνο του.
Σε αντίθεση με τους κλασικούς πιανίστες που μετά τη συναυλία του, δέχονταν το χειροκρότημα του κοινού και στη συνέχεια έφευγαν από την σκηνή, ο Λιμπεράτσε καλούσε τον κόσμο να αγγίξει τα ρούχα, το πιάνο, τα κοσμήματα και τα χέρια του. Τους έδινε το χέρι, τους αγκάλιαζε και τους χάιδευε.
Το 1953 απέκτησε σόου στην τηλεόραση που ονομαζόταν “The Liberace Show”. Μέσα σε διάστημα δύο χρόνων, η εκπομπή του απέφερε επτά εκατομμύρια δολάρια, ενώ από τις δημόσιες εμφανίσεις του έβγαζε τουλάχιστον ένα ακόμη εκατομμύριο τον χρόνο. Το παρακολουθούσαν περίπου 30 εκατομμύρια άνθρωποι. Ο κόσμος τον λάτρεψε. Δεχόταν περίπου 10 χιλιάδες γράμματα από θαυμαστές την εβδομάδα.
Παραλίγο να τον σκοτώσει ένα κοστούμι
Τον Νοέμβριο του 1963 κατά τη διάρκεια ενός σόου στο Πίτσμπουργκ, ο Λιμπεράτσε κατέρρευσε. Μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε νεφρική ανεπάρκεια. Γι΄ όλα ευθυνόταν το κουστούμι του, στο οποίο νωρίτερα είχε κάνει στεγνό καθάρισμα με τετραχλωράνθρακα. Το κοστούμι βρισκόταν στο δωμάτιο του και έτσι ο Λιμπεράτσε είχε εισπνεύσει μεγάλες ποσότητες από το χημικό. Όταν το έβαλε και πάνω στο δέρμα του, ο οργανισμός του κατέρρευσε.
Αργότερα, στην αυτοβιογραφία του ο πιανίστας ανέφερε για το περιστατικό ότι “μετά το πρώτο μου νούμερο όλα άρχισαν να κάνουν κύκλους. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο χάλια στη ζωή μου. Έτρεξα να φύγω από τη σκηνή”.
Αυτό που τον έσωσε, όπως είπε, ήταν η είδηση ότι είχε δολοφονηθεί ο Τζον Κένεντι, καθώς ξύπνησε και έφυγε από το δωμάτιο. Οι γιατροί του έδιναν 20% πιθανότητα να ζήσει. Όταν το έμαθε ο Λιμπεράτσε άρχισε να κάνει πανάκριβα δώρα σε φίλους του, όπως γούνες, κοσμήματα, ακόμη και σπίτι. Έναν μήνα αργότερα, διέφυγε κάθε κίνδυνο.
Οι φήμες για ομοφυλοφιλία
Μεγάλος θαυμαστής του ήταν ο Έλτον Τζον. Όπως είχε πει: “ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα έναν ομοφυλόφιλο στην τηλεόραση. Έγινε ο ήρωάς μου”. Ωστόσο, ο Λιμπεράτσε αρνούνταν κατηγορηματικά ότι ήταν ομοφυλόφιλος.
Το 1956 ο δημοσιογράφος Γουίλιαμ Κόνορ έγραψε σε άρθρο του στην Daily Mail γι΄αυτόν: “είναι η σύνοδος κορυφής του φύλου. Αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο. Οτιδήποτε αυτός, αυτή και αυτό θέλει…ένα θανατηφόρο, γυαλιστερό, χουχουλιάρικο, αρωματισμένο, φωτεινό, τρεμάμενο, αστείο, με γεύση φρούτων, αναμεμειγμένο, καλυμμένο με πάγο σύνολο της μητέρας αγάπης”, υπονοώντας τις ομοφυλοφιλικές του προτιμήσεις.
Τα δικαστήρια
Ο Λιμπεράτσε έκανε μήνυση στην εφημερίδα για δυσφήμηση. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο, όπου ο διάσημος πιανίστας αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε εμπλακεί σε κάποια ομοφυλόφιλη σεξουαλική πράξη. To δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του Λιμπεράτσε και του επιδίκασε αποζημίωση 8 χιλιάδων λιρών, που τότε αντιστοιχούσαν σε 22.400 δολάρια.
Την επόμενη χρονιά, μήνυσε την εφημερίδα Confidential γιατί έγραφε στο εξώφυλλο “Γιατί το θεματικό τραγούδι του Λιμπεράτσε πρέπει να είναι το “Τρελός για το Αγόρι”, υπονοώντας πάλι ότι είναι ομοφυλόφιλος. Το 1982 ο Λιμπεράτσε επέστρεψε στις δικαστικές αίθουσες, όταν ο 22χρονος τότε Σκοτ Θόρσον ισχυρίστηκε ότι είχαν πέντε χρόνια σχέση, τον ανάγκασε να κάνει πράγματα που δεν ήθελε και τον παράτησε. Τον μήνυσε και διεκδίκησε 113 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Σκοτ Θόρσον ήταν ένα παιδί από ένα αγρόκτημα που εργαζόταν ως εκπαιδευτής ζώων για ταινίες. Γνώρισε τον Λιμπεράτσε όταν ήταν μόλις 17 ετών σε ένα νυχτερινό μαγαζί στο Λος Άντζελες το 1977. Ο Λιμπεράτσε τον προσέλαβε ως σοφέρ του και τον πήρε να μείνουνε μαζί στο υπερπολυτελές του σπίτι.
Όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο Σκοτ Θόρσον στο βιβλίο του, ο Λιμπεράτσε τον ανάγκασε να κάνει πολλές πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις για να του μοιάσει. Έτσι, ο κόσμος θα πίστευε ότι είναι κάποιος συγγενής του και όχι ο εραστής του. Υποστήριξε επίσης, ότι οδηγήθηκε στα ναρκωτικά για να ξεφεύγει από τη συνεχή προσπάθεια του Λιμπεράτσε να τον έχει υπό έλεγχο. Ο εθισμός του Θόρσον και το ενδιαφέρον του πιανίστα και για άλλα νεαρά αγόρια, οδήγησε τη σχέση τους σε ρήξη. Τελικά, ο Λιμπεράτσε τον έδιωξε από το σπίτι. Από τότε ξεκίνησε η δικαστική μάχη.
Ο διάσημος πιανίστας συνέχισε να αρνείται κάθε κατηγορία για ομοφυλοφιλία. Η υπόθεση έκλεισε με συμφωνία που έγινε εκτός δικαστηρίου το 1986. Ο Λιμπεράτσε του έδωσε 75 χιλιάδες δολάρια, τρία αυτοκίνητα και τρία σκυλιά για να σταματήσει να τον διώκει. Αργότερα, ο Θόρσον ισχυρίστηκε ότι συμβιβάστηκε γιατί ήξερε ότι ο Λιμπεράτσε είχε προβλήματα υγείας. Τον περιέγραψε επίσης, ως “έναν βαρετό τύπο” που περνούσε τον ελεύθερό του χρόνο μαγειρεύοντας, διακοσμώντας τον χώρο και παίζοντας με τους σκύλους του. Είπε επίσης, ότι ποτέ δεν έπαιζε πιάνο στην προσωπική του ζωή, ακόμη και αν μέσα στην βίλα του είχε πολλά πιάνα σε διάφορα δωμάτια του σπιτιού.
Το τέλος
Τον Αύγουστο του 1985 ο Λιμπεράτσε διαγνώστηκε με τον ιό του HIV από τον προσωπικό του γιατρό. Ο πιανίστας αποφάσισε να το κρατήσει κρυφό. Πέρα από τον μάνατζέρ του και μερικούς κοντινούς συγγενείς δεν το ήξερε κανένας άλλος. Δεν ακολούθησε καμία θεραπεία. Πέθανε 18 μήνες μετά τη διάγνωση από πνευμονία που προκλήθηκε από την ασθένεια. Ήταν 67 ετών. Στην ιατροδικαστική εξέταση που έγινε αργότερα, διαπιστώθηκε ότι ο Λιμπεράτσε έπασχε επίσης από τη στεφανιαία νόσο εξαιτίας χρόνιου καπνίσματος και είχε εμφύσημα στους πνεύμονες. Πριν να πεθάνει η περιουσία του έφτανε τα 110 εκατομμύρια δολάρια.
Αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι θετικός στον ιό είχε βρεθεί και ο Κάρι Τζέιμς Γουίμαν, ο οποίος ισχυριζόταν επίσης ότι είχε για επτά χρόνια σχέση με τον Λιμπεράτσε. Πέθανε το 1997. Ένας ακόμη εραστής του, ο Κρις Άντλερ είχε ισχυριστεί ότι ο Λιμπεράτσε του είχε μεταφέρει τον ιό του HIV. Πέθανε το 1990 σε ηλικία 30 ετών. Η ζωή του Λιμπεράτσε έγινε ταινία με τίτλο «Πίσω από το κηροπήγιο» το 2013. Στον ρόλο του πιανίστα ήταν ο Μάικλ Ντάγκλας, ενώ τον Σκοτ Θορν υποδύθηκε ο Ματ Ντέμον.
Πηγή αρχικής εικόνας:Wikimediamtx Commons
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: «Walk on the wild side». Το θρυλικό τραγούδι του Λου Ριντ που μιλά για τη ζωή των τρανς, τα ναρκωτικά και την ανδρική πορνεία. Η αληθινή ζωή όσων αναφέρονται στο τραγούδι
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr