Επιβίωσε ως μάχιμος ρεπόρτερ στα μέτωπα δύο Βαλκανικών και δύο Παγκοσμίων πολέμων, κάλυψε τη Μικρασιατική εκστρατεία και έγινε αυτόπτης μάρτυρας βομβαρδισμών και άγριων συρράξεων.
Δεν επέζησε όμως της μεγάλης εθνικής διχόνοιας. Έπεσε νεκρός από χέρια συμπατριωτών του, με τους οποίους είχε πολιτικές διαφωνίες. Ο Κώστας Φαλτάιτς υπήρξε ένας από τους εμβληματικότερους Έλληνες δημοσιογράφους της εποχής του.
Γεννημένος το 1891 στη Σμύρνη και μεγαλωμένος στη Σκύρο, ανακάλυψε από πολύ μικρός την αγάπη του για το γράψιμο. Σπούδασε Νομική και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και τον κέρδισε η δημοσιογραφία. Μπήκε στο χώρο σε ηλικία 19 ετών και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ, την έρευνα και την αποκαλυπτική δημοσιογραφία.
Η πολεμική του δράση
Τη διετία 1912-1913 κατά τον Α’ και Β’ Βαλκανικό, υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό, στα αντιτορπιλικά και στο θωρηκτό Αβέρωφ. Συμμετείχε στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, καθώς και στον πόλεμο στα Στενά του Ελλήσποντου και των νησιών του Αιγαίου. Ο Κώστας Φαλτάιτς δε δίστασε να εκμεταλλευτεί δημοσιογραφικά την παρουσία του στην πρώτη γραμμή των μαχών.
Έστελνε εκτενείς περιγραφές των συρράξεων και πληροφορίες εκ των έσω για την ψυχολογία του πληρώματος, οι οποίες δημοσιεύονταν εν είδει επιστολών στην εφημερίδα «Ακρόπολις». Το γλαφυρό και ζωντανό ύφος έκανε τα κείμενά του να ξεχωρίζουν από τα χρονογραφήματα που δημοσιεύονταν στα υπόλοιπα φύλλα.
Η εκδοτική του δραστηριότητα
Μετά τη λήξη των πολέμων, συνέδραμε στη δημιουργία της «Πολεμικής Βιβλιοθήκης Ακροπόλεως», μίας πολεμικής σειράς βιβλίων που εξέδιδε η εφημερίδα. Έγραψε τα «Ανέκδοτα του Βασιλέως Γεωργίου Α’», τα «Ανέκδοτα του Ναυάρχου Κουντουριώτου», τα «Ανέκδοτα του Ελληνοβουλγαρικού Πολέμου», τα «Ανέκδοτα του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου».
Το 1919 γνώρισε την πρώτη μεγάλη λογοτεχνική καταξίωση όταν το χρονικό του για τη ναυμαχία της Έλλης διεκδίκησε το Αριστείο Γραμμάτων. Χάρη στη διάκριση αυτή, τυπώθηκε σε πολλά αναγνωστικά βιβλία, ενώ το περιοδικό «Ναυτική Ελλάς» το αναδημοσίευσε εξ ολοκλήρου σε συνέχειες.
Τραυματίας στο Μικρασιατικό μέτωπο
Το Μάρτιο του 1921 ακολούθησε το ελληνικό στράτευμα στη Μικρά Ασία ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Εμπρός». Κατέγραψε τις κρίσιμες και ιστορικές μάχες στη Νικομήδεια, την Προύσα, το Ουσάκ, το Αδά Παζάρ, το Εσκή Σεχήρ, το Καραμουσάλ, την Κιουτάχεια.
Τον Αύγουστο του 1921 ο Φαλτάιτς μαζί με τον συνάδελφό του, Στράτο Κτεναβέα, βρίσκονταν στην έδρα του Σώματος Στρατού κοντά στο Ιρνλάρ Κατραντζή και παρακολουθούσαν την εξέλιξη της μάχης του Σαγγάριου. Τα ξημερώματα της 15ης Αυγούστου, ένα τουρκικό αεροπλάνο βομβάρδισε την ελληνική πλευρά.
Μία από τις βόμβες έπεσε πολύ κοντά στους δύο δημοσιογράφους και σε ένστολους. Η έκρηξη στοίχισε τη ζωή στον υπασπιστή του αρχηγού του πυροβολικού και σε δύο στρατιώτες, ενώ προκάλεσε τον τραυματισμό του Φαλτάιτς, του Κτεναβέα, μερικών αξιωματικών και 20 ακόμα στρατιωτών.
Οι αυτόπτες μάρτυρες αφηγούνταν ότι ο Φαλτάιτς, που ήταν ελαφρύτερα τραυματισμένος, δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό του συναδέλφου του. Μέχρι να φτάσουν στο χειρουργείο κρατούσε το φορείο που τον μετέφερε.
Οι γιατροί περιποιήθηκαν τους άντρες και πολύ σύντομα, ο Φαλτάιτς επανήλθε στην αποστολή του. Στις επιστολές του απέφυγε να αναφερθεί εκτενώς στον τραυματισμό του. Το «Εμπρός» για να επαινέσει την σεμνότητα του, δημοσίευσε σχόλιο του δημοσιογράφου Παύλου Καλαποθάκη.
Ο συντάκτης έγραφε για την «ζηλευτή σεμνότητα και μετριοφροσύνη» του Φαλτάϊτς, που στις ανταποκρίσεις του διαλαλούσε τις θυσίες των ηρωικών προμάχων της πατρίδας αλλά «ετήρησεν απόλυτον σιγήν και αφήκε εκ τυχαίων όλως αφηγήσεων των εις Αθήνας αφιχθέντων ηρωικών τραυματιών να πληροφορηθώμεν ότι καταλέγεται και ούτος μεταξύ των ενδόξως εν Μικρά Ασία τραυματισθέντων», και κατέληγε:
«Ο τραυματισμός του είναι είς επί πλέον τίτλος τιμής- ο τιμητικώτερος βεβαίως όλων- δια τον πατριωτικώτατον δημοσιογράφον».
Τελικά, ο Φαλτάιτς επέστρεψε στην Αθήνα τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, στέλνοντας την τελευταία του ανταπόκριση από το Κιοπρού Χισάρ. Με βάση τις ανταποκρίσεις, τις μαρτυρίες και απομνημονεύματα αλλά και δημοσιεύματα άλλων πολεμικών συντακτών της περιόδου 1919-1926, συγκρότησε το Ιστορικό Αρχείο των γεγονότων της Μικράς Ασίας. Έργο παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές μελετητών.
Η συνεισφορά του Κώστα Φαλτάιτς
Οι εμπειρίες στο μικρασιατικό μέτωπο τον στιγμάτισαν. Έγινε ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας του Ομαδισμού. Ανέλυσε με φιλοσοφική διάθεση τις καταστροφικές συνέπειες που επιφέρει η έλλειψη ομοψυχίας. Υπογράμμισε τη σημασία της συνεργασίας, του αλληλοσεβασμού και της συλλογικότητας.
Στα χρόνια του μεσοπολέμου υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες ερευνητές που ασχολήθηκαν με τις κοινότητες των Τσιγγάνων. Κατέγραψε στοιχεία για την σχέση τους με το δημοτικό τραγούδι, την γεωγραφική τους κατανομή στην Ελλάδα και τα ονόματα διαφόρων φυλών.
Ο Φαλτάιτς είχε ταυτίσει τους Τσιγγάνους βάσει προσωπικής έρευνας με τον αρχαίο λαό των Κίκονων, κάτι που βέβαια δεν επιβεβαιώνεται από τη σύγχρονη έρευνα. Το 1931 εξέδωσε «Το πρόβλημα της καταγωγής των Τσιγγάνων» και τέσσερα χρόνια αργότερα το βιβλίο «Οι Μπραχίδες Τσιγγάνοι της Θεσσαλίας απόγονοι του Απόλλωνος».
Ο Φαλτάιτς έκανε ένα ταξίδι ως ρεπόρτερ στη Θράκη για λογαριασμό της εφημερίδας «Εθνική». Στις ανταποκρίσεις του κατήγγειλε τη σλαβική προπαγάνδα που, όπως αποκάλυπτε, έθετε σε κίνδυνο τον ελληνισμό της Βόρειας Ελλάδας. Όταν η εφημερίδα «Εθνική» αποφάσισε να μη δημοσιεύσει το ρεπορτάζ του χαρακτηρίζοντάς το «υπερβολικό», ο Φαλτάιτς δεν δίστασε να παραιτηθεί.
Τεράστια ήταν συνεισφορά του στη λογοτεχνία. Ο ρεπόρτερ διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην δικαίωση και την καταξίωση της μνήμης και του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η τυχαία γνωριμία του με τις αδελφές του λογοτέχνη, σχεδόν 10 χρόνια μετά τον θάνατό του, οδήγησε τον Φαλτάιτς να αναλάβει πρωτοβουλίες ώστε να τιμηθεί ο Παπαδιαμάντης.
Με πλήθος δημοσιευμάτων έστρεψε την προσοχή του λογοτεχνικού και δημοσιογραφικού κόσμου, αλλά και της Ελληνικής πολιτείας στην διάσωση των έργων του Παπαδιαμάντη, ενώ με ενέργειες και πρωτοβουλία του Φαλτάιτς στήθηκε η προτομή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στην Σκιάθο, οργανώθηκε καλλιτεχνικό μνημόσυνο, σώθηκε και δημοσιεύτηκε ένα μεγάλο μέρος αδημοσίευτων έργων του συγγραφέα, ενώ κατάφερε να διασωθεί το σπίτι του, το οποίο μετατράπηκε σε μουσείο.
Από το 1915 ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο τραγούδι που ήταν απόλυτα περιθωριακό. Ασχολήθηκε βαθιά με τους στίχους, την κουλτούρα και την διάδοση της μουσικής. Τελικά έγραψε και ο ίδιο ρεμπέτικα τραγούδια τα οποία ερμήνευσαν ο Περπινιάδης, η Εσκενάζυ και άλλοι ρεμπέτες της εποχής.
Άδοξο Τέλος
Το όνομα του Φαλτάιτς περιλαμβανόταν μεταξύ των συνεργατών της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Η Νεολαία» του καθεστώτος της «4ης Αυγούστου». Το περιοδικό προωθούσε τις μεταξικές ιδέες, την αγάπη για την πατρίδα, τη θρησκεία και τον ελληνικό πολιτισμό.
Είχε αντικομμουνιστικό προσανατολισμό και πολλά θέματα ποικίλης ύλης, για αυτό και είχε μια τεράστια γκάμα συνεργατών, που έγραφαν για το αντικείμενό τους. Ανάμεσα τους ο Καζαντζάκης, ο Βεάκης, ο Κόντογλου, ο Σπύρος Μελάς, ο Ξενόπουλος και δεκάδες άλλοι διανοούμενοι της εποχής.
Παράλληλα, υπήρξε συνεργάτης και του εβδομαδιαίου προπαγανδιστικού περιοδικού «Κουαδρίβιο», το οποίο ήταν η ελληνική έκδοση της Ιταλικής καθημερινής εφημερίδος «Τίβερις» αφιερωμένη στην Ιταλο-Ελληνική Συνεργασία και ασχολούνταν με θέματα λογοτεχνίας και ιστορίας, όμως συχνά στην ύλη του περιλαμβάνονταν και κείμενα με πολιτικό περιεχόμενο. Την περίοδο της κατοχής χρησιμοποιήθηκε από τους Ιταλούς ως μέσο προπαγάνδας.
Στα χρόνια της Κατοχής, ο μάχιμος δημοσιογράφος ζούσε μεταξύ Αθήνας και Σκύρου. Είχε στείλει την οικογένειά του στο νησί όπου θα ήταν ασφαλέστεροι, κι ο ίδιος πηγαινοερχόταν. Το 1944 κατέγραψε ένα χρονικό της Μεγάλης Πείνας του 1941-1942 που θέρισε χιλιάδες Ελλήνων, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Όταν οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Σκύρο. Ο 53χρονος πλέον άντρας ήταν από τους πιο ονομαστούς κατοίκους του νησιού. Οι εμπειρίες, το σπουδαίο έργο και η αγάπη του για τον τόπο καταγωγής του, τον είχαν καταστήσει ως μία εμβληματική μορφή της Σκύρου.
Ο Κώστας Φαλτάιτς είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή των μεγαλύτερων πολεμικών επιχειρήσεων του 20ου αιώνα και είχε επιζήσει. Όταν τελείωσε ο πόλεμος όμως δεν τα κατάφερε.
Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, στις 23 Οκτωβρίου του 1944, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, ο Κώστας Φαλτάιτς απεβίωσε.
Κηδεύτηκε και τάφηκε στο αγαπημένο του νησί, με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων. Το πλούσιο δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό έργο που άφησε πίσω του, έμεινε στην ιστορία.
Πηγή χαρακτηριστικής εικόνας: Μουσείο Φαλτάιτς
Διαβάστε στη “ΜτΧ”: «Ελένη». Η ταινία που αναζωπύρωσε τα εμφύλια πάθη. Οι αντιδράσεις ξεκίνησαν από τα γυρίσματα που τελικά έγιναν στην Ισπανία, ενώ η προβολή σημαδεύτηκε από επεισόδια
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr