Το εργοστάσιο Ρετσίνα, είναι το μοναδικό σωζόμενο από τα πέντε εργοστάσια της εταιρείας που λειτουργούσαν στον Πειραιά από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Κτίστηκε το 1872 από τους αδελφούς Θεόδωρο, Αλέξανδρο και Δημήτριο Ρετσίνα, γιούς του εμπόρου και ποτοποιού Γεωργίου Ρετσίνα, ενός από τους πρώτους οικιστές της πόλης.
Απασχόλησε χιλιάδες εργαζόμενους κυρίως γυναίκες. (Εκεί έγινε και η πρώτη απεργία γυναικών το 1892).
Ανήκει στην Εθνική Τράπεζα και αποτελεί μαζί με το Κεραμοποιείο Δηλαβέρη, το Νηματουργείο Λυγινού-Πειραϊκή Πατραϊκή και το Εργοστάσιο-Μηχανοστάσιο ΟΣΕ-Μουσείο Σιδηροδρόμων ένα υψηλής αξίας και μεγάλης έκτασης ιστορικό βιομηχανικό σύμπλεγμα στην καρδιά των εργατικών συνοικιών του Πειραιά, ανάμεσα στα Καμίνια, τα Μανιάτικα και την Παλιά Κοκκινιά.
Ιστορική αναδρομή
της ιστορικού Λήδα Παπαστεφανάκη
Πρώτα άρχισε να λειτουργεί το νηματουργείο της επιχείρησης στο ακίνητο της Λεύκας με 5.000 ατράκτους και ατμομηχανή 60 ίππων. Δίπλα στο νηματουργείο αναπτύχθηκαν τα επόμενα χρόνια υφαντήριο και βαφείο.
Η επιχείρηση επεκτάθηκε στα 1888-1891 αγοράζοντας τα πτωχευμένα πειραϊκά εργοστάσια Βαρουξάκη, Δημόκα, Νικολέσση, Σταματόπουλου, Κουμάνταρου. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1890, η επιχείρηση Ρετσίνα διέθετε πέντε εργοστάσια στον Πειραιά, τα οποία απλώνονται σε τόξο στη βιομηχανική ζώνη της πόλης.
Οι μονάδες αυτές χωροθετούνται στη Λεύκα (Α΄ εργοστάσιο), στη γέφυρα Ιπποδαμείας (Β΄ εργοστάσιο), στην οδό Ασκληπιού (Γ΄ εργοστάσιο), στην οδό Αγίου Διονυσίου (Δ΄ εργοστάσιο) και στην οδό Τζαβέλλα στο Νέο Φάληρο (Ε΄ εργοστάσιο). Το παραγωγικό δυναμικό της επιχείρησης στα πέντε εργοστάσια αποτελείται την περίοδο αυτή από πέντε ατμομηχανές (370 ίππων συνολικά), 25.000 ατράκτους, 440 αργαλειούς. Περίπου 2.000 εργάτες και εργάτριες δούλευαν στα εργοστάσια της επιχείρησης.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η επιχείρηση Ρετσίνα ήταν η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας
Μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία το 1925, εποχή κατά την οποία διέθετε πλέον τρία εργοστάσια στον Πειραιά, από τα οποία το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ήταν το Α΄ εργοστάσιο στη Λεύκα. Την περίοδο 1925-1935 τα τρία εργοστάσια Ρετσίνα πέρασαν από την ατμοκίνηση στην πετρελαιοκίνηση, ενώ έγιναν επενδύσεις σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό, υπό την διεύθυνση του Κωνσταντίνου Δρούλια και την τεχνική διεύθυνση του χημικού μηχανικού Χρήστου Ζαλοκώστα.
Η παραγωγή της κλωστοϋφαντουργίας Ρετσίνα ήταν βαμβακερά νήματα και υφάσματα (ντρίλια, κάμποτ, αλατζάδες), προϊόντα γερά και φθηνά που καταναλώνονταν στην εγχώρια αγορά από τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, ενώ χρησιμοποιούνται και από τον στρατό (για τις στρατιωτικές στολές).
Μάλιστα, οι προμήθειες του Δημοσίου για τον στρατό αποτελούσαν προϋπόθεση για την επιβίωση της επιχείρησης Ρετσίνα, καθιστώντας εφικτή την πλήρη εκμετάλλευση της παραγωγικής ικανότητας των παγίων κεφαλαίων. Τα βαμβακερά προϊόντα Ρετσίνα εξάγονταν, επίσης, κατά τον 19ο αιώνα και ως τον Μεσοπόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Βαλκανικές Χώρες.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η παραγωγή του εργοστασίου επιτάχθηκε, ενώ εκτελέστηκαν και κάποιες παραγγελίες της Βέρμαχτ. Τον Δεκέμβρη του 1944 το Α΄ και το Γ΄ εργοστάσιο μετατράπηκαν σε πεδία μαχών.
Η λειτουργία των εργοστασίων Ρετσίνα συνεχίστηκε μεταπολεμικά, παρά τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η επιχείρηση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 επιδιώχθηκε μια καλύτερη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας με την μέγιστη αξιοποίηση του μηχανολογικού εξοπλισμού, την συγχώνευση των μονάδων και την εξειδίκευση της παραγωγής.
Το 1955 η επιχείρηση τέθηκε σε αναγκαστική διαχείριση
Τον επόμενο χρόνο το Γ΄ και το Ε΄ εργοστάσιο έκλεισαν. Από το 1957 λειτουργούσε πλέον μόνο το εργοστάσιο της Λεύκας με μειωμένο προσωπικό. Τα άλλα δύο εργοστάσια πωλήθηκαν και κατεδαφίστηκαν από τους νέους ιδιοκτήτες.
Μια σύντομη περίοδος ανάκαμψης ξεκίνησε για την επιχείρηση τη δεκαετία του 1960 υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Κ. Δρούλια. Πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, τα προϊόντα απέκτησαν ξανά εξαγωγικό προσανατολισμό. Τα οικονομικά προβλήματα δεν ξεπεράστηκαν και η επιχείρηση έκλεισε οριστικά το 1981.
Μετά το κλείσιμο της βιομηχανίας Ρετσίνα το 1981 στον χώρο φιλοξενήθηκαν αρκετές μικρές βιοτεχνίες, ένα νυκτερινό κέντρο διασκέδασης και ένα πρατήριο ποτών. Μια πυρκαγιά το 2003 κατέστρεψε μέρος του εργοστασίου.
Η παλαιότερη βιομηχανική εγκατάσταση
Το εργοστάσιο στη Λεύκα του Πειραιά αποτελεί την αρχική και παλαιότερη εγκατάσταση της βιομηχανίας Ρετσίνα. Ταυτόχρονα, είναι το τελευταίο υλικό κατάλοιπο της μεγαλύτερης κάποτε κλωστοϋφαντουργίας της χώρας.
Η μονάδα βρίσκεται στην καρδιά της ιστορικής βιομηχανικής ζώνης του Πειραιά, σε γειτνίαση με το μηχανουργείο Βασιλειάδη (1860), το εργοστάσιο-αμαξοστάσιο σιδηροδρόμων ΣΠΑΠ και ΣΕΚ (1886) και την κεραμοποιία Δηλαβέρη (1888).
Το εργοστάσιο Ρετσίνα καταλαμβάνει ένα οικοδομικό τετράγωνο τριγωνικού σχήματος, έκτασης περίπου 2.600 τ.μ. Συνορεύει προς τα δυτικά με τον οδό Ρετσίνα, προς τα βόρεια με την οδό Υμηττού και προς τα νότια με τη σιδηροδρομική γραμμή του Προαστιακού Σιδηροδρόμου.
Στη συγκεκριμένη μονάδα, που είναι χτισμένη με διαδοχικές επεκτάσεις από το 1872 ως τη δεκαετία του 1930, περιλαμβάνονταν κλωστήριο, βαφείο, υφαντουργείο, μηχανουργείο, λεβητοστάσιο, συσκευαστήριο, αποθήκες και κτήριο γραφείων. Από τα τελευταία κτήρια που ανεγέρθηκαν εντός του οικοπέδου Ρετσίνα ήταν το κλωστήριο, ισόγειο κτίσμα σε σχέδια του γνωστού αρχιτέκτονα του μοντερνισμού Γεωργίου Κοντολέοντα.
Το κλωστήριο αυτό άρχισε να λειτουργεί το 1935, προκειμένου να αντικαταστήσει το παλαιό και με σοβαρές φθορές αρχικό τριώροφο κλωστήριο της επιχείρησης, που βρισκόταν σε λειτουργία από το 1872.
Σήμερα, στην κεντρική όψη, επί της οδού Ρετσίνα, σώζεται το λιθόκτιστο ισόγειο κτήριο γραφείων, το θυρωρείο, αποθήκες, και η κεντρική δίφυλλη συρόμενη πύλη του εργοστασίου. Στη μέση του συγκροτήματος σώζεται μεγάλη ενότητα κτηρίων με δίρριχτες στέγες και καμινάδες, που αποτελούσαν τους κύριους παραγωγικούς χώρους του εργοστασίου και είχαν χτιστεί στο διάστημα 1875-1935: κλωστήριο, υφαντήριο, βαφείο, λεβητοστάσιο-μηχανοστάσιο. Κατά μήκος της οδού Υμηττού διατηρείται συστοιχία κτηρίων με δίρριχτες στέγες.
Δεν σώζεται δυστυχώς το αρχικό μεγάλο τριώροφο κλωστήριο της πρώτης εγκατάστασης και το μηχανουργείο. Πολλά κτήρια έχουν σημαντικές φθορές, ενώ έχει αποξηλωθεί το σύνολο σχεδόν του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Πηγή: Λήδα Παπαστεφανάκη, ιστορικός, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Πηγή εικόνων και πληροφορίες από την ομάδα ΒΙ.Δ.Α. – ΒΙομηχανικά Δελτία Απογραφής (συλλογική προσπάθεια απογραφής και καταγραφής της Ελληνικής Βιομηχανικής Κληρονομιάς)
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr