Με λένε Εύα, Εύα Κουμαριανού. Δε με λένε δηλαδή ακριβώς έτσι, αλλά έτσι το θέλησα εγώ. Κι έτσι με γνωρίζουν όλοι οι φίλοι και ο περίγυρός μου (…) Είμαι τρανς, τρανσέξουαλ, τραβεστί, περίπου με αυτά τα επίθετα μπορείς να με προσδιορίσεις. Κρατάς στα χέρια σου την αυτοβιογραφία μου, όσα δηλαδή θα σε αφήσω να δεις από την κλειδαρότρυπα.
Μερικά λόγια από την εισαγωγή του βιβλίου της Εύας Κουμαριανού. Και μας ξεκαθαρίζει «ξέρω ότι, ίσως θα είχε ενδιαφέρον να σου κεντρίσω τα κέντρα του εγκεφάλου που οδηγούν στη συγκίνηση, να στο κάνω κάπως σπαραξικάρδιο το θεματάκι – και δεν είναι δύσκολο ξέρεις αυτό, έχω όλη την εμπειρία και το υλικό μου αχνίζει. Δεν έχω όμως κανέναν τέτοιο σκοπό, εγώ θα σου μιλήσω για την ζωή μου, απλά και καθαρά και σου υπόσχομαι ένα και μόνο πράγμα: την αλήθειά μου».
Κομμάτια, λοιπόν της αλήθειας της Εύας.
(…) Πήγαινα στον Πειραιά, στην Τρούμπα, στα μπουρδέλα. Κοιμόμουν σε οικοδομές, έστρωνα κάτω ρούχα εργατών που έβρισκα και κοιμόμουν. Στον Πειραιά, απέναντι από το λιμάνι ήταν ένα εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο. Το είχα βρει λοιπόν σαν καταφύγιο, είχε κουκούλα από πάνω κι έτσι κοιμόμουν εκεί. Όταν κλείνανε τα μαγαζιά, έκανα λίγο πέρα τον μουσαμά για να δω, έβλεπα αν είχαν κλείσει όλα κι έβγαινα.
Κάποια νύχτα παραβίασα ένα καφενεδάκι. Τότε τα μαγαζιά δεν είχαν την ασφάλεια που έχουν σήμερα. Δεν υπήρχε τόσο έντονη εγκληματικότητα και ο κόσμος απλώς κλείδωνε μια φορά κι έφευγε. Έσπρωξα δυνατά, λοιπόν, την πόρτα και μπήκα. Πήρα ένα πακέτο ζάχαρη για να ξεγελάσω την πείνα μου και μια κούτα τσιγάρα που βρήκα για να την πουλήσω.
Στην Τρούμπα τα πούλησα πενήντα δραχμές, σιγά το ποσό τότε. Πήγα, όμως κι έφαγα με αυτά τα λεφτά, πήγα σε ένα τσοντάδικο, γαμήθηκα στα τζουρά – εκεί ήταν Πακιστανοί, Άραβες, όλες οι φυλές του Ισραήλ.
Παράλληλα νιώθοντας την διαφορετικότητά μου, αναζητούσα άλλα άτομα που ταυτιζόμουν.
Γενικά όταν έβλεπα άλλα θηλυπρεπή αγόρια τα ακολουθούσα στα κρυφά για να δω που πάνε και τι κάνουν, να παίρνω τα χνάρια τους.
Έτσι, λοιπόν γνώρισα την Ρομπέρτα, την Κόμπρα, την Σουζάνα, την Ζωζώ, την Δημητρούλα, όλες φίλες τότε και μερικές ακόμη και τώρα. Παράλληλα, γνώρισα ένα τύπο με ένα μάτι, το άλλο ήταν γυάλινο.
Αυτός ήταν ο κολομπαράς του Πειραιά, γνώριζε όλες τις αδελφές, μέγας και τρανός στην πιάτσα!
Με γαμούσε αυτός, λοιπόν, μου έδινε κάποια λεφτά, με τάϊζε.
Όποτε ξέμενα από λεφτά κατέφευγα σε αυτόν. Μια άλλη φορά γνώρισα ένα νεαρό που έμενε κάπου πίσω από τον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά. Εκεί σε ένα διαμέρισμα έβλεπες εφτά οχτώ άτομα, με τις πόρτες ανοιχτές.
Με πήγε, λοιπόν, σπίτι να κάνουμε σεξ. Εγώ σταμπάρισα το σπίτι, γιατί σε όλους τους ορόφους έμενε αρκετός κόσμος.
Πήγα λοιπόν εκεί ένα βράδυ και τους τσούρνεψα τα πάντα. Πήγα σε όλους τους ορόφους, έψαχνα παντελόνια και δεν άφησα δεκάρα τσακιστή. Τους ξάφρισα όλους. Συγκεκριμένα από αυτόν που γαμήθηκα του πήρα το κασετόφωνο.
Ήθελα να έχω μουσική στο αυτοκίνητο που έμενα. Εμ η φτώχεια θέλει καλοπέραση… (…)
(…) Ένα βράδυ μπήκε στο μαγαζί στο μαγαζί ένας πολύ περίεργος τύπος και άρχισε χωρίς να κάνω και πολλά να κάνει τρελό λογαριασμό για πάρτυ μου. Η μία σαμπάνια άνοιγε μετά την άλλη.
Εγώ από κάθε σαμπάνια έπαιρνα από τα ποσοστά ένα γερό μεροκάματο.
Τελειώνοντας λοιπόν στο κλείσιμο μου πρότεινε να με πάει στο ξενοδοχείο κι έτσι έγινε, πήρε μάλιστα μια σαμπάνια μαζί του.
Αντί όμως να με πάει στο ξενοδοχείο, έστριψε προς την λίμνη και αφού την πέρασε άρχισε να κατευθύνεται προς τον δρόμο που πήγαινε στο Μέτσοβο. Όταν τον ρώτησα, μου είπε ότι πάμε να πιούμε την σαμπάνια έτσι για μια βόλτα.
Τελικά σταμάτησε σε ένα απόμερο μέρος με κάτι θάμνους. Και τότε σταματάει κι ένα άλλο αυτοκίνητο και βγαίνουν εφτά άτομα από μέσα και γίνεται το έλα να δεις.
Μάλλον είχε ειδοποιήσει ότι ήμουν τρανς και είχε βρει όλους αυτούς που δεν άργησαν να πέσουν πάνω μου και να με βιάσουν.
Πολύ άσχημη εμπειρία, γιατί δεν μπόρεσα να αντιδράσω, να πω κάτι.
Αφού υπέμεινα όλο αυτό, με παράτησαν και γίναν καπνός. Ανέβηκα στον δρόμο και για καλή μου τύχη βρήκα έναν γεράκο – ευτυχώς με πήγε στο κακό μου το χάλι μέχρι την πόλη.
Νιώθοντας φριχτά και μη ξέροντας τι να πω με συνόδευσε στο ξενοδοχείο. Ο άνθρωπος στην ρεσεψιόν έμεινε κάγκελο. Με είδε αναμαλλιασμένη, με σκισμένα ρούχα ποιος ξέρει τι θα σκέφθηκε. Ανέβηκα χωρίς πολλές κουβέντες στα γρήγορα και χωρίς άλλη σκέψη μπήκα στο μπάνιο, ναι διώξω τη βρομιά από πάνω μου (…)
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «ΕΥΑ ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ» από τις εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης
Διαβάστε επίσης στην ΜτΧ: Η ακατάλληλη ταινία που έπαιξε η Αλίκη Βουγιουκλάκη γιατί ήθελε να αλλάξει πορεία. «Επί δέκα χρόνια νιαουρίζω» έλεγε, αλλά τελικά τα παράτησε και τον ρόλο πήρε η Ζωή Λάσκαρη
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr