Η αμυντική οχύρωση της αρχαίας Αθήνας υπήρξε διαχρονικά κρίσιμο έργο που δεν περιελάμβανε μόνο την Ακρόπολη, αλλά επεκτεινόταν στην περιφέρεια της Αττικής. Είναι λιγότερο γνωστό ότι σε σημεία έξω από τα οικιστικά όρια είχε αναπτυχθεί ένα εκτεταμένο σύστημα οχυρών που προστάτευε την πόλη από όλες τις κατευθύνσεις.
Αρχικά υπήρχε το «Κυκλώπειον τείχος» και το «Πελαργικόν» που περιέβαλλαν τον ιερό βράχο από τα τέλη 2ης χιλιετίας π.Χ. Μετά την περσική επιδρομή του 480/79 π.Χ., ο Θεμιστοκλής μεγάλωσε περαιτέρω την τείχιση της πόλης. Το εγχείρημα της οχύρωσης ολοκλήρωσε λίγα χρόνια αργότερα ο Κίμων, επί των ημερών του οποίου προχώρησε η οικοδόμηση των δύο Μακρών Τειχών, του Φαληρικού και του Βορείου τείχους, που συνέδεσαν την Αθήνα με τον Πειραιά.
Οι εχθροί της Αθήνας όμως δεν ήταν μόνο εξωτερικοί, αλλά και εσωτερικοί, όπως οι Λακεδαιμόνιοι. Η αντιπαλότητα αυτή οδήγησε σε καταστροφικούς πολέμους και την δημιουργία περιφερειακών οχυρών στην Αττική.
Ένα από αυτά είναι το αγνοημένο φρούριο Καστράκι, που βρίσκεται στα όρια των τριών Δημοτικών Ενοτήτων (Κηφισιά, Εκάλη, Νέα Ερυθραία) του Δήμου Κηφισιάς. Καταλαμβάνει βραχώδες πλάτωμα σε υψόμετρο 500μ. στις δυτικές υπώρειες του Πεντελικού όρους. Περιλαμβάνεται στη Ζώνη Α’ προστασίας του ορεινού όγκου της Πεντέλης.
Η “Μηχανή του Χρόνου” ερεύνησε την ύπαρξή του οχυρού και απευθύνθηκε στους αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής, Δημήτρη Παλαιολόγο και Μαρία Στεφανοπούλου, για να λάβει απαντήσεις. Από πότε χρονολογείται το φρούριο, με ποιες μάχες μπορεί να συνδέεται, ποιος το μελέτησε πρώτος και τι βρήκε. Οι απαντήσεις για το αγνοημένο αυτό μνημείο της βόρειας Αθήνας είναι αποκαλυπτικές:
Πληροφορίες για το Καστράκι αντλούμε κυρίως από τον Αμερικανό αρχαιολόγο James R. McCredie που επισκέφθηκε το χώρο και δημοσίευσε τις παρατηρήσεις του το έτος 1966 σε άρθρο με τίτλο: Fortified military camps in Attica, στη σειρά Hesperia Suppl.XI, American School of Classical Studies at Athens.
Σύμφωνα με την αρχαιολογική καταγραφή το φρούριο περικλείεται από οχυρωματικό τείχος επιμήκους ωοειδούς κάτοψης. Το τείχος έχει μήκος περί τα 415μ., πλάτος 2,40 / 2,50μ. και σωζόμενο ύψος 1-2μ. και περιτρέχει τις παρυφές του πλατώματος του λόφου. Κατασκευάστηκε από αργούς και ημίεργους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό (ξερολιθιά).
Στο βορειοανατολικό άκρο του υψώματος, που είναι και το πιο απόκρημνο, το τείχος δημιουργεί οδόντωση προκειμένου να προσαρμοστεί στο φυσικό ανάγλυφο του βράχου. Καλύτερα διατηρημένο σήμερα είναι το δυτικό τμήμα του, που περιτρέχει και το χαμηλότερο πρανές του υψώματος. Στο εσωτερικό του περιβόλου και κυρίως στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν ερείπια κτισμάτων, τα οποία περιγράφει και επισημαίνει στο σχέδιο της γενικής κάτοψης του φρουρίου ο McCredie.
Πρόκειται για σειρά οικοδομημάτων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες και τη λειτουργία του φρουρίου, όπως πύργος, διοικητήριο, χώροι κατοίκησης, αποθήκευσης και ενδεχομένως εστίασης, τα περισσότερα από τα οποία προσαρτήθηκαν στον περίβολο.
Το εκκλησάκι με τα αρχαία υλικά
Ορισμένα από τα αρχαία οικοδομήματα υπέστησαν καταστροφές κατά την ανέγερση του ναϋδρίου του Αγίου Φανουρίου στο νοτιοανατολικό τμήμα του φρουρίου, που πραγματοποιήθηκε τα έτη 1957-1958 από Ερυθραιώτη κάτοικο, ο οποίος για την κατασκευή του χρησιμοποίησε αρχαίο οικοδομικό υλικό. Οι φθορές στα αρχαία μνημεία προκλήθηκαν και κατά τον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος χώρου του ναϋδρίου.
Το έτος 2010, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής, με αφορμή την τροποποίηση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) Νέας Ερυθραίας, προέβη σε μικρής διάρκειας σωστικές ανασκαφικές επεμβάσεις και καθαρισμούς με σκοπό την περισυλλογή περισσότερων αρχαιολογικών στοιχείων και την αποτύπωση του μνημείου, προκειμένου να προωθήσει την πρόταση κήρυξης για την προστασία του.
Ολοκληρώθηκε το σημαντικό έργο της χαρτογράφησης του τείχους, καθώς και δύο κτισμάτων που αποκαλύφθηκαν μετά την αποψίλωση του χώρου. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίσμα αμέσως βόρεια του ναϋδρίου και για ένα τετράπλευρο στο νοτιοανατολικό άκρο του τείχους. Το δεύτερο, λόγω του μεγάλου πλάτους των τοίχων του σε σχέση με τα λοιπά κτίσματα και δεδομένου ότι δεσπόζει στο υψηλότερο σημείο του χώρου ερμηνεύεται ως πύργος – παρατηρητήριο.
Αμέσως νοτιοανατολικά του πύργου, υπάρχει άνοιγμα στο τείχος που θα μπορούσε να ορίζει την είσοδο στο φρούριο, αν και η ανάβαση στο σημείο αυτό είναι απότομη κατά τον McCredie. Ο ίδιος πρότεινε πιο πιθανή την ύπαρξη πύλης στη δυτική πλευρά του τείχους, κοντά στο σημείο όπου καταλήγει σήμερα το σύγχρονο μονοπάτι, το οποίο εκκινεί από το βόρειο πέρας της οδού Ιουστινιανού. Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, καθότι το δυτικό τμήμα του τείχους ξαναχτίστηκε από το νεωκόρο του Αγίου Φανουρίου.
Πιθανόν ο πύργος να κατασκευάστηκε στη συγκεκριμένη θέση για να προστατεύει την είσοδο του φρουρίου, ενώ η ανάβαση στο σημείο αυτό δεν είναι τόσο απόκρημνη, όπως υποστήριξε ο Αμερικανός αρχαιολόγος.
Χρονολόγηση
Με βάση τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα, που αφορούν σε κεραμικά ευρήματα που συλλέχθηκαν από τον McCredie, το φρούριο θα μπορούσε να χρονολογηθεί στην περίοδο 325π.Χ. μέχρι και το 250π.Χ.
Το φρούριο πιθανόν κατοικήθηκε και στη βυζαντινή εποχή, όπως επιβεβαιώνεται από θησαυρό χάλκινων νομισμάτων, που φυλάσσεται σήμερα στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών και η απόκρυψη του αποδίδεται στην περίοδο της εισβολής στην Αθήνα του Λέοντα Σγουρού, το 1203.
Σήμερα, ανάμεσα στα ερείπια των κτηρίων του φρουρίου, που καλύπτονται από την πυκνή βλάστηση, παρατηρεί κανείς διάσπαρτες κεραμίδες λακωνικού τύπου με ερυθρωπή βαφή. Ορισμένες συλλέχθηκαν και κατά την διενέργεια αρχαιολογικής δοκιμαστικής τομής στο εσωτερικό του πύργου. Ενδεχομένως, οι μελλοντικές ανασκαφικές έρευνες σε όλη την έκταση του φρουρίου να αποσαφηνίσουν τη μορφή και τη χρήση των οικοδομημάτων του και να συμβάλλουν σε μία πληρέστερη χρονολόγηση, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη του μνημείου.
Τα φρούρια προορίζονταν για τον έλεγχο στρατηγικών θέσεων, περασμάτων, αλλά και την άμυνα των ευρύτερων περιοχών. Μερικές φορές χρησιμοποιούνταν ως κατοικία του τοπικού άρχοντα, ως χώροι αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων και παρείχαν καταφύγιο στους κατοίκους σε περιόδους κινδύνου. Η κατασκευή τους ήταν πάντα σε συνάρτηση με το ανάγλυφο του εδάφους και τις οικονομικές και οικοδομικές δυνατότητες της κάθε εποχής.
Δεδομένου ότι για το φρούριο Καστράκι δεν υπάρχουν φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επικουρικό στρατιωτικό έργο, το οποίο μαζί με άλλα θα συμπλήρωναν την άμυνα και την προστασία της Αθήνας. Η κατασκευή του εντάσσεται ενδεχομένως στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προγράμματος αμυντικών έργων που πραγματοποιήθηκαν στην βόρεια Αττική μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.).
Προφανώς εξυπηρετούσε τον έλεγχο για το πέρασμα προς την αρχαία Δεκέλεια, η οποία ταυτίζεται με το σημερινό δασόκτημα Τατοΐου. Παρόμοιο σκοπό, ενδεχομένως, επιτελούσε και το φρούριο ‘Κατσιμίδι’ στις ανατολικές παρυφές της Πάρνηθας, πάνω από το Τατόϊ, που φρουρούσε την ίδια διαδρομή από τη Βοιωτική Ωρωπία προς την Αθηναϊκή πεδιάδα.
Δεν αποκλείεται, επίσης, το φρούριο Καστράκι να χρησιμοποιήθηκε και κατά τη διάρκεια του Χρεμωνίδειου πολέμου (268/267-261 π.Χ.).
Το φρούριο Καστράκι, ήδη από το έτος 2010, κηρύχθηκε από το ΥΠΠΟΑ ως αρχαιολογικός χώρος (ΦΕΚ 593, τ. Α.Α.Π., 31-12-2010).
Οι πιο πρόσφατες εργασίες (μικρές σωστικές επεμβάσεις, αποψιλώσεις, χαρτογράφηση και προώθηση των κηρύξεων) πραγματοποιήθηκαν από την αρμόδια Υπηρεσία (ΕΦΑΑΝΑΤ), υπό την εποπτεία των υπεύθυνων για την περιοχή αρχαιολόγων κ.κ. Δημητρίου Παλαιολόγου και Μαρίας Στεφανοπούλου, συντάκτες του παρόντος κειμένου.
Η χαρτογράφηση του μνημείου έγινε από τον τοπογράφο της Εφορείας Αρχαιοτήτων κ. Νικόλαο Μαστρονικόλα.
Δείτε το μνημείο σε λήψη 360 (μετακινήστε τον κένσορα για περιήγηση):
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr