Η Ανν Σέξτον, μια πανέμορφη γυναίκα που υπήρξε μοντέλο για το Πρακτορείο Χαρτ της Βοστώνης, γεννήθηκε στο Νιούτον της Μασσαχουσέτης το 1928 και ευτύχησε να αποκτήσει δυο παιδιά. Κατέρρευσε από κατάθλιψη το 1954 και μετά από σύσταση γιατρού ενθαρρύνθηκε προς την ποίηση. Γρήγορα γνώρισε επιτυχία και τα ποιήματά της φιλοξενήθηκαν στο The New Yorker.
Μαζί με τη Σύλβια Πλαθ, παρακολούθησε μαθήματα του Ρόμπερτ Λόουελλ. Με τον ποιητικό της λόγο μίλησε ανοιχτά για ζητήματα όπως η εμμηνόρροια, η έκτρωση, ο αυνανισμός και για τη μοιχεία που έως τότε δεν είχαν αγγίξει άλλοι ποιητές.
Το 1967 κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της Live or Die. Αυτοκτόνησε το 1974.
Οι δημόσιες αναγνώσεις της έμειναν αξέχαστες. Καθόταν στο κέντρο του αμφιθεάτρου, έβγαζε τα παπούτσια της, άναβε ένα τσιγάρο και ξεκινούσε, ενώ το κοινό μαγνητιζόταν από την εκθαμβωτική της εμφάνιση, την δραματική της ανάγνωση, τους επιδραστικούς της στίχους. Μεταμορφώνεσαι σε ερμηνευτή, οι αναγνώσεις σου παίρνουν πολλά, είναι μια αναβίωση των εμπειριών σου. Είμαι μια ηθοποιός στο δικό μου αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο.
Κάποτε έγραψε στον Σολ Μπέλοου, συγκλονισμένη κάποτε από μια φράση του στον Χέντερσοντου «Σάπιζα κι ήμουν ακόμα παιδί» κι εκείνος της απάντησε με φράση από τον Χέρτσογκ του: «Μην κλαις, βλάκα, ζήσε η πέθανε, αλλά μη δηλητηριάζεις τα πάντα».
Η φράση έγινε οδηγός της.
Στα έξι μου
ζούσα σ’ ένα νεκροταφείο γεμάτο κούκλες,
αποφεύγοντας τον εαυτό μου,
το σώμα μου, αυτό τον ύποπτο
στο αλλόκοτο σπίτι του.[…]
Θα μιλήσω για τους βραδινούς εξευτελισμούς όταν με ξέντυνε η Μητέρα,
για τη ζωή της μέρας, κλειδωμένη στο δωμάτιό μου-
όντας η ανεπιθύμητη, το λάθος
που χρησιμοποίησε η Μητέρα για να αποτρέψει τον Πατέρα
απ’ το διαζύγιο. […]
Στεκόμουν εκεί ήσυχα,
κρύβοντας το μικρό μου μεγαλείο.
Δεν αναρωτιόμουν για την πύλη της ντουλάπας.
Δεν αναρωτιόμουν για το τελετουργικό του ύπνου
όταν, στα ψυχρά πλακάκια του μπάνιου,
με ξάπλωναν καθημερινά
για να μ’ εξετάσουν για ψεγάδια.
Εκείνες τις εποχές… [Ζήσε ή πέθανε, 1966] (απόσπασμα)
Η γέρικη καρδιά του νάνου
Είναι αλήθεια. Μεγάλη αλήθεια. Ποτέ δεν ένιωσα άνετα με τη ζωή. Σάπιζα κι ήμουν παιδί ακόμα.
Henderson , ο βασιλιάς της βροχής, του Saul Bellow
Όταν ξαπλώνομαι στο έρωτα
η γέρικη καρδιά του νάνου αποδοκιμάζει.
Γεννήθηκε γριά, σαν βλάκας
τα μάτια της ανοίγουν μέσα από τριάντα μία
παχιές πτυχώσεις δέρματος
να με κοιτάξουν άγρια
πάνω σε τούτο το τρεμάμενο κρεβάτι.
Γνωρίζει από τι σαπίλα είμαστε φτιαγμένοι.
Όταν πληγώνεται, γίνεται απότομη.
Τώρα είναι συμπαγής, σαν λίπος
σαν κότα πράσινη στη σκόνη
που ασθμαίνει. Όμως, αν δω στον ύπνο μου τον έρωτα,
τότε τα όνειρά μου είναι για ξένους που γρυλίζουν.
Εκείνη, παράξενη, παράξενη και διεφθαρμένη,
ονειρεύεται ότι…
Μα Θεέ μου, πόσα πράγματα γνωρίζει!
Χειρότερα ακόμα, πόσες πληγές κρατά
στα χέρια της να φωλιάζουν εκεί σαν σοδειά
παρατημένου αγρού. Μα στα καλύτερά της
είναι ολόκληρη μυς κατακόκκινος
που σφύζει καθώς την καλοπιάνει ο χρόνος.
Όπου κι αν πάω, πηγαίνει.
Ω, τώρα που ξαπλώνομαι στον έρωτα
πόσο αλλόκοτα τα χέρια της ανοίγουν
με τι υπομονή ξεμπλέκω τους καρπούς της
ίδιους κόμπους. Παλιό στολίδι, παλιά γυμνή γροθιά
κι αν φόραγα εβδομήντα πανωφόρια
πάλι δεν θα μπορούσα να σε κρύψω…
Από μάνα και πατέρα είμαι φτιαγμένη.
Ο Πίτερ Γκάμπριελ έγραψε το ‘Mercy Street’ και της το αφιέρωσε.
Πηγή: Πανδοχείο
καιΔιαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Η χαρισματική ποιήτρια που πάλευε με την κατάθλιψη και αυτοκτόνησε στα 31 της. Η αρρωστημένη σχέση με τον άντρα της, οι απειλές και οι αποβολές…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr