του Νικόλαου Παπαδάκη, Γενικού Διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»
Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918) στοίχισε τη ζωή σε 20 εκατομμύρια ανθρώπους, διέλυσε τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές ισορροπίες και ανέτρεψε τέσσερις αυτοκρατορίες: τη ρωσική, την γερμανική, την αυστροουγγαρική και την οθωμανική.
Το φθινόπωρο του 1918 οι ηττημένοι του πολέμου, Βουλγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγαρία και Γερμανία υπέγραψαν ανακωχή.
Στις 17 Οκτωβρίου 1918, στον Μούδρο της Λήμνου, οι Σύμμαχοι (Άγγλοι – Αμερικάνοι – Γάλλοι – Ιταλοί) επέβαλαν στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία ανακωχή με όρους εξοντωτικούς, που ισοδυναμούσαν με ακρωτηριασμό της.
Η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Μεταξύ άλλων, προβλεπόταν: διατήρηση ολιγάριθμου στρατού στα ανατολικά σύνορα· πλήρη αφοπλισμό· στρατιωτική κατοχή των Στενών των Δαρδανελλίων· κατάληψη από τους Συμμάχους των φρουρίων στρατηγικής σημασίας· επίταξη λιμενικών εγκαταστάσεων, σιδηροδρόμων και οθωμανικών εμπορικών σκαφών· απώλεια της Μεσοποταμίας, της Αραβίας, της Συρίας, της Κιλικίας και της Αρμενίας, που αποκτούσαν δικαίωμα αυτοδιάθεσης.
Τέλος, οι Σύμμαχοι διατηρούσαν το δικαίωμα να καταλαμβάνουν τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να εφαρμόσουν τους όρους της ανακωχής. Στο πλαίσιο αυτό, οι Άγγλοι κατέλαβαν τη Μοσούλη, τα λιμάνια της Αλεξανδρέττας, της Κωνσταντινούπολης, της Σαμψούντας, καθώς και τα ζωτικής σημασίας Στενά των Δαρδανελλίων. Παράλληλα, οι Γάλλοι προχώρησαν στην κατάληψη της Κιλικίας και της Συρίας.
Οι Ελληνικές διεκδικήσεις
Τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προφανώς, δεν την επέβαλε η Ελλάδα· ήταν μια γενικότερη απόφαση που έλαβαν οι Σύμμαχοι. Οι ελληνικές διεκδικήσεις, όπως τις διατύπωσε ο Βενιζέλος στο υπόμνημά του προς το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο, τον Ιανουάριο του 1919, ήταν βασισμένες στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και πληρούσαν δύο δομικά στοιχεία.
Το ιστορικό, σύμφωνα με το οποίο τα διεκδικούμενα εδάφη αποτελούσαν αρχέγονη ελληνική εστία, όπου άνθησε ο ελληνικός πολιτισμός, και το πληθυσμιακό-εθνολογικό, σύμφωνα με το οποίο ο ελληνικός πληθυσμός πλειοψηφούσε στα εδάφη αυτά. Ειδικότερα η Ελλάδα διεκδικούσε Βόρειο Ήπειρο, Θράκη (ανατολική και δυτική), Δυτική Μικρά Ασία, Δωδεκάνησα, Κύπρο, ενώ γινόταν αναφορά και στην Κωνσταντινούπολη.
Οι τρομεροί διωγμοί του προηγούμενου διαστήματος είχαν εξοντώσει ή μεταβάλει σε πρόσφυγες χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Θράκης.
Θα ήταν λοιπόν αδιανόητο οι επιζήσαντες από τους διωγμούς να καταδικαστούν να ζήσουν ξανά κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Η πολιτική του απέβλεπε πρωτίστως στη σωτηρία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, στη διασφάλιση της επιβίωσης και των περιουσιών τους, καθώς και στην ελεύθερη ανάπτυξη των εθνών που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία.
Ο Βενιζέλος παρέθετε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι Τούρκοι είχαν εξοντώσει μέχρι τότε τουλάχιστον 700.000 Αρμένιους και 300.000 Έλληνες. Επιπλέον, 400.000 Έλληνες είχαν εκδιωχθεί ή απελαθεί
Η απειλή νέου γύρου σφαγών
Την περίοδο μετά την ανακωχή, στην ηττημένη Τουρκία είχαν αρχίσει να δρουν χιλιάδες ένοπλοι τσέτες, λιποτάκτες του τουρκικού στρατού ή αποστρατευθέντες. Οι τσέτες συγκροτούσαν ληστοσυμμορίες και αποτελούσαν καθημερινή απειλή για τους χριστιανούς αλλά και τους ομοθρήσκους τους μουσουλμάνους.
Καθώς οι τουρκικοί πληθυσμοί, ενόψει του διαμελισμού της Τουρκίας, φανατίζονταν, ένας νέος γύρος σφαγών του αρμενικού και του ελληνικού στοιχείου διαγραφόταν στον ορίζοντα.
Από το φθινόπωρο του 1918 είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στη Μικρά Ασία και τη Θράκη ένοπλες ομάδες με την αθώα ονομασία “Σύνδεσμοι για την Άμυνα των Δικαιωμάτων“. Δύο από τις οργανώσεις αυτές αποτελούσαν καταφύγιο Τούρκων αξιωματικών, καταζητούμενων από τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες για εγκλήματα πολέμου.
Την ίδια εποχή, στην ανατολική Θράκη και τα παράλια του Αιγαίου, οι διωχθέντες από τους Τούρκους Έλληνες διεκδικούσαν την επάνοδο στις εστίες τους και την επανάκτηση της περιουσίας τους.
Η κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας ήταν εκτός ελέγχου. Οι συγκρούσεις μουσουλμάνων και χριστιανών αποτελούσαν συχνό φαινόμενο, με πολλά θύματα και από τις δύο πλευρές. Έξω από τις πόλεις, καθώς δεν υπήρχε αστυνόμευση, κυριαρχούσαν οι ληστές και κάθε λογής παράνομοι. Η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά, ιδίως στην Κιλικία, όταν χιλιάδες εξόριστοι Αρμένιοι άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Από τη στιγμή που οι οθωμανικές αρχές αδυνατούσαν να επιβάλουν την τάξη, να διασφαλίσουν τη ζωή και την περιουσία των πολιτών, ήταν αναπόφευκτο μια άλλη δύναμη να αναλάβει να καλύψει το τεράστιο κενό εξουσίας που υπήρχε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να αποτρέψει την αλληλοσφαγή.
Ήταν ιμπεριαλιστική η επέμβαση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία;
Οι απόψεις περί τυχοδιωκτικής πολιτικής του Βενιζέλου και ιμπεριαλιστικής επέμβασης της Ελλάδος στη Μικρά Ασία παραγνωρίζουν την αδήριτη ανάγκη της σωτηρίας χιλιάδων ψυχών. Οι υποστηρικτές αυτών των αφελών θεωριών δεν απαντούν σε ένα κρίσιμο ερώτημα, το οποίο θέτουν Eλληνες και ξένοι ιστορικοί: Ποια πολιτική έπρεπε να ακολουθήσει τότε η ελληνική κυβέρνηση για την προστασία των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της περιοχής;
Ήδη από το 1909 οι κυρίαρχοι της Τουρκίας μεθόδευαν την εξόντωση ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων, ενώ οι πόλεμοι που ακολούθησαν, οι δύο Βαλκανικοί και ο Α΄ Παγκόσμιος, είχαν επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση.
Υπήρχαν δύο μόνο τρόποι να σωθούν: να μεταφερθούν μαζικά στο ελληνικό βασίλειο ή να δημιουργηθεί ένα αυτόνομο κράτος, το οποίο θα αγκάλιαζε ολόκληρη τη δυτική Ανατολία. Η Ελλάδα, μολονότι ήταν μία από τις νικήτριες του Παγκοσμίου Πολέμου, είτε θα παρέμενε παθητικός παρατηρητής της εκδίωξης των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και της βίαιης αφομοίωσης όσων παρέμεναν στα τουρκικά εδάφη είτε θα αναλάμβανε δράση για να εγγυηθεί την ειρηνική τους διαβίωση.
Ο Βενιζέλος αποφάσισε το δεύτερο. Η κατάληψη της περιοχής ήταν η μόνη εφικτή λύση, με δεδομένο ότι το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο δεν σκόπευε να θέσει τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές με μεικτούς πληθυσμούς υπό τη διοίκηση της Κοινωνίας των Εθνών με ύπατους αρμοστές από ουδέτερες χώρες.
Ο Βενιζέλος, πάντως, κινήθηκε αυστηρά στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας· ενώπιον του ανώτατου συμμαχικού συμβουλίου επικαλέσθηκε το άρθρο 7 της ανακωχής του Μούδρου, που έδινε το δικαίωμα στους Συμμάχους να καταλάβουν τη Σμύρνη.
Λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την απόβαση στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη της συμμαχικής ηγεσίας στα σχέδιά του. Κατά τον Τσόρτσιλ, “δικαιολογημένα μπορούσε να επικαλείται το γεγονός ότι πήγαινε στη Σμύρνη ως εντολοδόχος των τεσσάρων μεγαλύτερων Δυνάμεων“.
Η Σμύρνη ήταν τότε το σπουδαιότερο λιμάνι της Μικράς Ασίας στο Αιγαίο. Πόλη που ακτινοβολούσε πολιτισμό και οικονομική ακμή. Το ελληνικό στοιχείο πλειοψηφούσε συντριπτικά: 550.000 Έλληνες, 300.000 Τούρκοι, 20.000 Αρμένιοι και λιγότεροι από άλλες εθνικότητες.
Η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη
Στις 2 Μαίου 1919, στις 2 το πρωί, σήμανε συναγερμός στον κόλπο της Γέρας στη Μυτιλήνη. Αξιωματικοί και στρατιώτες, πάνω στα πλοία, άκουσαν το μήνυμα του πρωθυπουργού.
“Εἶναι ἀνάγκη νὰ δείξετε διὰ τῆς συμπεριφορᾶς σας καὶ πρὸς τὸ τουρκικόν, ἑβραϊκόν, ἀρμενικὸν στοιχεῖον […] ὅτι ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς δὲν ὑστερεῖ […] εἰς εὐγένειαν ψυχῆς, ἀλλ’ ὅτι συγχρόνως διεκδικεῖ ὅτι εὑρίσκεται εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τοῦ πολιτισμοῦ”.
Η περιπόθητη ώρα είχε φτάσει. Στις 8 το πρωί, υπό τις θυελλώδεις επευφημίες του πλήθους, ο πρώτος στρατιώτης πατούσε το πόδι του στην προκυμαία της Σμύρνης. Ακολούθησε μια διμοιρία ευζώνων η οποία, μόλις αποβιβάσθηκε, άφησε τα όπλα της και έστησε χορό. Μετά ξεκίνησαν πορεία. Όπως σε μια λιτανεία, προηγούνταν ο μητροπολίτης με τους ιερείς, περιστοιχισμένοι από αξιωματικούς και προύχοντες. Ακολουθούσαν οι στρατιώτες και οι πολίτες.
Είχαν ξεχάσει όμως ότι οι διαθέσεις μιας σημαντικής μερίδας του τουρκικού στοιχείου δεν ήταν διόλου φιλικές και υπήρχαν πολλοί παράγοντες, με πρώτους τους Ιταλούς, που επιδίωκαν να δημιουργήσουν αναταραχή. Δύο ώρες μετά την πανηγυρική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης διαδέχθηκε η εικόνα των συγκρούσεων και των οδομαχιών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Οι Τούρκοι παραδόθηκαν, αλλά η σύγκρουση γενικεύθηκε σε ολόκληρη την πόλη, λαμβάνοντας άγριες διαστάσεις με πολλούς νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Η ειδική διασυμμαχική επιτροπή έριξε μεταγενέστερα τις ευθύνες στους Έλληνες.
Οι πρώτες Τουρκικές αντιδράσεις – Η εμφάνιση του Κεμάλ
Η είδηση της απόβασης των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη συγκλόνισε συθέμελα ολόκληρη την Τουρκία. Οι Τούρκοι γνώριζαν ότι οι Έλληνες δεν είχαν έρθει ως αποικιοκράτες, αλλά ως ελευθερωτές. Είχαν νόμιμα δικαιώματα και επομένως η παρουσία τους δεν θα ήταν παροδική.
Όπως παρατηρεί, ένας από τους βιογράφους του Κεμάλ, ο Πολ Ντιμόν, οι Τούρκοι δέχθηκαν την κατάληψη της Μοσούλης από τους Άγγλους, συμβιβάστηκαν με την εγκατάσταση συμμαχικών δυνάμεων στη Θράκη και τα Στενά, άφησαν τους Γάλλους να βάλουν πόδι στην Κιλικία, ανέχθηκαν την ιταλική παρουσία στη νοτιοανατολική Ανατολία, απέρριπταν όμως ομόφωνα τις ελληνικές βλέψεις στη Σμύρνη.
Η λαϊκή οργή εκδηλώθηκε με δημόσιες διαμαρτυρίες. 200.000 συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στο Μπλε Τζαμί, και ξέσπασαν ομαδικά σε λυγμούς, κραυγάζοντας: “Αλλάχ ακμπάρ… Αλλάχ ακμπάρ” (Ο Θεός είναι μεγάλος). Οι τουρκικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης κυκλοφορούσαν με μαύρα πλαίσια σε ένδειξη πένθους, ενώ, ανάμεσα στις άλλες ειδήσεις που δημοσιεύονταν, διαβάζουμε: “Ο Σουλτάνος αναλύεται σε δάκρυα και ομολογεί: “Κλαίω σαν γυναίκα”.
Την ίδια περίοδο αρχίζει να εκδηλώνεται πιο έντονα η αντίσταση στην Ανατολία, ενισχυμένη από αξιωματούχους του σουλτάνου, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την πολιτική του. Ωστόσο, απείχε πολύ από το να είναι οργανωμένη και αποτελεσματική. Κύρια αδυναμία της, η έλλειψη ηγέτη.
Οι Άγγλοι ανησυχούσαν γι’ αυτές τις αντιστασιακές εκδηλώσεις και έπεισαν τον σουλτάνο να δράσουν από κοινού για να διαλύσουν τις εστίες αντίδρασης. Εκείνος, έπειτα από εισηγήσεις υπουργών και συμβούλων του, αποφάσισε να διορίσει ως επιθεωρητή του στρατού στην Ανατολή τον Μουσταφά Κεμάλ. Τον άνθρωπο αυτό τον φοβόταν, είχε όμως εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Οι Άγγλοι διατηρούσαν πολλές επιφυλάξεις. Τον θεωρούσαν επικίνδυνο για μια τέτοια αποστολή.
Για αρκετές μέρες, υπήρχε αμφιταλάντευση αν ο Κεμάλ έπρεπε να συλληφθεί και να εκτοπισθεί ή να σταλεί στην Ανατολή ως αντιπρόσωπος του σουλτάνου. Τελικά, ο μεγάλος βεζίρης, Νταμάρ Φερίτ, έπεισε τους Άγγλους και ο Κεμάλ διαγράφηκε από τον κατάλογο των υποψηφίων προς σύλληψη.
Στις 3 Μαΐου 1919 ο Κεμάλ επιβιβάζεται σε εμπορικό καράβι και αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη. Λίγο πριν αποπλεύσει, πληροφορήθηκε την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Το πλοίο είχε περάσει τον Βόσπορο, όταν οι Άγγλοι ζήτησαν την ακύρωση του διορισμού του. Ο μεγάλος βεζίρης αρκέστηκε να πει στον αξιωματούχο που έκανε το σχετικό διάβημα: “Έρχεστε πολύ αργά, κύριε, το πουλί πέταξε”.
Ένας από τους πιο γνωστούς βιογράφους του Κεμάλ, ο Χάρολντ Άρμστρονγκ (Harold Armstrong), ισχυρίζεται ότι δόθηκε εντολή να συλληφθεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Όμως ο διεθνής έλεγχος των επιβατηγών σκαφών ασκούνταν από Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς, και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός καθιστούσε αδύνατες τις νηοψίες, με αποτέλεσμα η εντολή να μείνει ανεκτέλεστη. Ο Κεμάλ είχε ξεφύγει παρά τρίχα.
Αγγλικοί φόβοι
Στα μέσα Μαρτίου 1920 ο υπουργός Στρατιωτικών Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο αρχηγός του βρετανικού Γενικού Επιτελείου, στρατάρχης Ουίλσον, περιέγραψαν στον Βενιζέλο με μελανά χρώματα το μέλλον της Ελλάδας στην Ιωνία. Ο Ουίλσον προσπάθησε να τον τρομάξει: ο βρετανικός στρατός, του είπε, ήταν ήδη αδύναμος, είχε αναλάβει υποχρεώσεις σε διάφορα μέτωπα και δεν μπορούσε να βοηθήσει τον ελληνικό στη Μικρά Ασία. Ο Τσόρτσιλ διαφοροποιήθηκε ελαφρά και δεσμεύθηκε πως η Αγγλία θα βοηθούσε με όπλα και πολεμοφόδια.
Ο Βενιζέλος δεν ταράχθηκε. Τους άκουσε με προσοχή και στο τέλος είπε ήρεμα στον Ουίλσον ότι δεν συμφωνούσε με τίποτα από όσα είχε πει. Και, χωρίς περιστροφές, τους επανέλαβε τη βεβαιότητά του πως η Ελλάδα θα κέρδιζε τελικά τη Σμύρνη και τη Θράκη. Ο Έλληνας πρωθυπουργός εξακολουθούσε να στηρίζει την πολιτική του στον βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, και οι δύο συνομιλητές του έμειναν με την εντύπωση ότι επιδίωκε να παγιδεύσει βήμα βήμα την Αγγλία, εμπλέκοντάς τη σε πόλεμο με την Τουρκία.
Την ίδια περίοδο, ο Βρετανός ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη, Ντε Ρόμπεκ, με επιστολή του προς τον Άγγλο υπουργό εξωτερικών λόρδο Κόρζον, κατηγορούσε το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο ότι ήταν αιχμάλωτο της πολιτικής του Βενιζέλου, που διαιώνιζε την αιματοχυσία στην Εγγύς Ανατολή. Ο Βενιζέλος, συνέχιζε ο Ρόμπεκ, δεν είναι αθάνατος· για την Ελλάδα αποτελεί φαινόμενο, και οι διάδοχοί του είναι πολύ κατώτεροί του.
Σκληρό παζάρι
Μετά τη Διάσκεψη του Σαν Ρέμο της ιταλικής Ριβιέρας (Απρίλιος 1920) οι Σύμμαχοι παρέδωσαν στους απεσταλμένους του σουλτάνου ένα αρχικό σχέδιο με τους όρους της ειρήνης. Η ίδρυση αρμενικού κράτους και η ρύθμιση για τη Σμύρνη, που ευνοούσε τις ελληνικές διεκδικήσεις, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στην Τουρκία, αντιδράσεις μεταξύ συντηρητικών και στρατιωτικών κύκλων της Βρετανίας, αλλά και βίαιες επιθέσεις του συνόλου του ιταλικού τύπου, που κατηγορούσε το Λονδίνο και το Παρίσι ότι είχαν παραδοθεί στις επιδιώξεις του Βενιζέλου.
Προκειμένου να μην υπάρξουν αντιρρήσεις των Γάλλων και των Ιταλών, ο Λόιντ Τζορτζ είχε φροντίσει να ικανοποιήσει αιτήματά τους που μέχρι τότε απέρριπτε. Στο Λονδίνο, την 1η Ιουνίου, έπειτα από μια συνάντηση με τον Λόιντ Τζορτζ, ο Βενιζέλος διαπίστωσε ότι η Συμφωνία του Σαν Ρέμο βρισκόταν στον αέρα.
Ο Άγγλος πρωθυπουργός ρώτησε τον Βενιζέλο: Μπορεί η Ελλάδα μόνη της να τα καταφέρει; Ναι, ήταν η απάντηση, εφόσον όμως θα είχε τη βοήθεια της Αγγλίας και της Γαλλίας ή, έστω, μόνο της πρώτης
Μια νέα διάσκεψη κορυφής, που θα άρχιζε έξι μέρες αργότερα στη Βουλώνη, πίεσε τον Λόιντ Τζορτζ να κάνει υποχωρήσεις σε βάρος των Ελλήνων. Εκείνος αρνήθηκε, προφασιζόμενος την απουσία του Βενιζέλου από αυτή. Στην Άγκυρα, ωστόσο, δεν γνώριζαν ότι ο Βενιζέλος αντιμετώπιζε προβλήματα στον διπλωματικό στίβο, και αποφάσισαν να πλήξουν τα συμμαχικά στρατεύματα στην Κωνσταντινούπολη.
Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, αντιμέτωπες με μια κοινή γνώμη αντίθετη σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Ανατολή, είχαν αποστρατεύσει μεγάλο όγκο των δυνάμεών τους. Στις 6 Ιουνίου ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος, από τη Σμύρνη, τηλεγράφησε στον Βενιζέλο, που βρισκόταν στο Λονδίνο, ότι δύο μέρες νωρίτερα είχε αρχίσει μεγάλη επίθεση των κεμαλικών εναντίον των Άγγλων στη Νικομήδεια.
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και το γαλλικό Στρατηγείο εκτιμούσε ότι οι Τούρκοι θα γίνονταν κύριοι του Βοσπόρου εντός οκτώ ημερών.
Ο Άγγλος στρατηγός Μιλν ζήτησε ενισχύσεις από τους Έλληνες, για να προστατεύσει τα Στενά και την Κωνσταντινούπολη. Η είδηση έσκασε σαν βόμβα στη Βουλώνη. Ο αρχηγός του βρετανικού αυτοκρατορικού γενικού Επιτελείου, στρατάρχης Ουίλσον, σε αντίθεση με την αρνητική του θέση για τις ελληνικές διεκδικήσεις, ήταν υποχρεωμένος πλέον να στηριχτεί στα ελληνικά στρατεύματα για να αντιμετωπίσει τον τουρκικό κίνδυνο.
Ο Βενιζέλος προσέφερε αμέσως μια μεραρχία από τη δυτική Θράκη. Ως αντάλλαγμα, ζήτησε την έγκριση των Συμμάχων για προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία
Ο Λόιντ Τζορτζ πρόθυμα και ο Γάλλος Πρωθυπουργός Μιλεράν με κάποιο δισταγμό συμφώνησαν. Ενώπιον του Τσόρτσιλ, του στρατάρχη Φος και του στρατάρχη Ουίλσον ο Βενιζέλος εμφανίστηκε με ένα μελετημένο σχέδιο επιχειρήσεων, που είχε συντάξει το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο και προέβλεπε την κατάληψη του τριγώνου Φιλαδέλφειας-Αδραμυττίου-Πανόρμου.
Ο Φος υποχρεώθηκε να ακούσει έναν χειμαρρώδη λόγο του Βενιζέλου, που ανέτρεπε τα επιχειρήματά του για τις 27 μεραρχίες. Αναλάμβανε, του είπε, την προσωπική ευθύνη, με τις υπάρχουσες ελληνικές δυνάμεις, να φέρει εις πέρας την επιθετική επιχείρηση εντός δεκαπέντε ημερών και όχι τεσσάρων μηνών, όπως υποστήριζε ο Γάλλος στρατάρχης.
Οι νίκες του ελληνικού στρατού διαψεύδουν τις ηττοπαθείς προβλέψεις των Δυτικών στρατηγών
Στις 9 Ιουνίου 1920 οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν επίθεση σε όλα τα μέτωπα. Σε δέκα μέρες, με μια αστραπιαία επιχείρηση, έφτασαν στη θάλασσα του Μαρμαρά, κατέλαβαν την Προύσα και απάλλαξαν τα βρετανικά στρατεύματα από την απειλή της αιχμαλωσίας.
Το πλήγμα για τον Κεμάλ ήταν οδυνηρό. Σοβαρές προσπάθειες ενός έτους κατέρρευσαν μέσα σε λίγες μέρες. Οι σημαντικές απώλειες σε άνδρες και υλικό, καθώς και η διάλυση των μονάδων του, είχαν δυσμενή αντίκτυπο, με επακόλουθο λιποταξίες, απροθυμία προσέλευσης εφέδρων και εξασθένιση του κύρους του κεμαλικού κινήματος.
Η Προύσα, πρώτη πρωτεύουσα και ιερό σύμβολο των Οθωμανών, στα χώματα της οποίας ήταν θαμμένοι οι πρώτοι σουλτάνοι, είχε περιέλθει στα χέρια των Ελλήνων. Οι Τούρκοι βουλευτές, μετέχοντας στο πένθος που κηρύχθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, κάλυψαν το προεδρείο της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα με ένα μαύρο πανί.
Στην επιχείρηση κατάληψης της πόλης έλαβε μέρος, μαζί με άλλες μονάδες, και μια μοίρα πεδινού πυροβολικού, με διοικητή τον ταγματάρχη Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο γιος του πρωθυπουργού, που υπηρετούσε ως στρατιωτικός ακόλουθος της Ελλάδας στο Λονδίνο και είχε μόλις αρραβωνιαστεί την Κάθλην Ζερβουδάκη, ζήτησε από τον πατέρα του να πολεμήσει στη Μικρά Ασία.
Είχε πρόσφατα υποβληθεί σε εγχείρηση στα αυτιά του, αλλά φτάνοντας στη μονάδα του έβγαλε τον επίδεσμο, για να μην αντιληφθούν οι στρατιωτικοί γιατροί την πάθησή του και του απαγορεύσουν να πολεμήσει.
Παρέμεινε μαχόμενος, επικεφαλής της μονάδας του. Μετά την κατάληψη της πόλης, φωτογραφήθηκε μπροστά στον τάφο του πορθητή της Προύσας, Ορχάν. Με υπερηφάνεια έγραψε στη μνηστή του: “Προχθὲς ὁ ἀνταποκριτής τοῦ “Daily Mail” μὲ ἐφωτογράφισε πλησίον τῶν πυροβόλων μου καὶ εἰς τὴν ἀνταπόκρισίν του πρὸς τὴν ἐφημερίδα του ἔγραψεν ὅτι ὁ πατέρας ἀγωνίζεται εἰς τὴν Δύσιν, ὁ υἱὸς μάχεται εἰς τὴν Ἀνατολήν”.
Τιμώντας τη στάση του, ο αρχιστράτηγος εισηγήθηκε να προαχθεί σε αντισυνταγματάρχη. Δυστυχώς για τον Σοφοκλή, ο πατέρας του είχε διαφορετική γνώμη. Από το Παρίσι διέταξε να ακυρωθούν όλες οι προαγωγές των αξιωματικών που είχαν διακριθεί στις πρόσφατες μάχες, ενώ και ο ίδιος ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος κινδύνευσε να χάσει τη θέση του.
Ο Βενιζέλος βρισκόταν στο Σπα του Βελγίου, όπου μετείχε στη συνδιάσκεψη μεταξύ των Συμμάχων και των Γερμανών, όταν πληροφορήθηκε από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων την κατάληψη της Προύσας
Έγινε έξω φρενών, διότι η επιχείρηση είχε διεξαχθεί χωρίς την έγκρισή του. Αμέσως εξαπέλυσε έναν τηλεγραφικό κεραυνό στον Παρασκευόπουλο:
“Μανθάνω ὅτι Προῦσα κατελήφθη ὑπὸ ἡμετέρου στρατοῦ. Λυποῦμαι διότι ἀντὶ συγχαρητηρίων εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ σᾶς ἀπευθύνω αὐστηρὰν παρατήρησιν […] οὔτε ἐπεβάλετο ἀπὸ ἐπείγοντας λόγους ἀφορῶντας ἀσφάλειαν στρατοῦ μας […] οὔτε ἤρκει διὰ κατάληψιν Προύσης ἡ ἔγκρισις ἢ καὶ ἡ παρακίνησις τοῦ (Άγγλου) στρατηγοῦ Μίλν […]. Δὲν εἶσθε ὑπὸ διαταγὰς στρατηγοῦ Μίλν. Ἐὰν οὗτος ἔχῃ λόγους νὰ προτιμᾶ συνέχειαν τῶν ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ ἐπιχειρήσεων, τὸ ἑλληνικὸν συμφέρον ἐπιβάλλει τὴν ἄμεσον κατάληψιν τῆς Θράκης […]. Παρακαλῶ νὰ μοῦ δηλώσετε ἐὰν δύνασθε ἀκινδύνως νὰ ἀποστείλετε δύο Μεραρχίας διὰ νὰ γίνῃ κατάληψις Ἀνατολικῆς Θράκης”.
Το κείμενο θύμιζε τις τηλεγραφικές εκρήξεις οργής του Βενιζέλου προς τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους. Τότε ο αγώνας ήταν για τη Θεσσαλονίκη. Τώρα, ο πρωθυπουργός έκρινε ότι, μετά την κατάληψη του τριγώνου Φιλαδέλφειας-Αδραμυττίου-Πανόρμου, στρατηγική προτεραιότητα είχε η κατάληψη της ανατολικής Θράκης.
Στις 7 Ιουλίου 1920, με την υποστήριξη του ελληνικού και του βρετανικού στόλου, άρχισε η απόβαση μιας μεραρχίας στη Ραιδεστό και την Ηράκλεια. Στο θωρηκτό “Σιδηρούς Δουξ” επέβαινε ο ίδιος ο αρχιναύαρχος του αγγλικού στόλου της Μεσογείου Ρόμπεκ, ο οποίος είχε διαθέσει προηγουμένως όσα πλωτά μέσα (ρυμουλκά, βενζινοκίνητες φορτηγίδες κ.ά.) χρειαζόταν ο ελληνικός στρατός για επιτυχή απόβαση στην ανατολική Θράκη.
Στις 13 Ιουλίου η ανατολική Θράκη είχε καταληφθεί, ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων, Τζαφέρ Ταγιάρ, ήταν αιχμάλωτος και ο βασιλιάς Αλέξανδρος εισερχόταν θριαμβευτικά στην Αδριανούπολη. Τουρκία στην Ευρώπη δεν υπήρχε πλέον, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, που βρισκόταν όμως υπό συμμαχική κατοχή.
Η νέα κατάσταση που θα δημιουργούνταν στην Εγγύς Ανατολή, τόνιζε ο Βενιζέλος, θα στηριζόταν στον ελληνικό παράγοντα, τον οποίο η Αγγλία θα επιδίωκε μάλιστα να ενισχύσει.
Η σωτήρια επέμβαση των Ελλήνων στα Δαρδανέλλια και η συμμετοχή των αγγλικών ναυτικών δυνάμεων στην απόβαση στην ανατολική Θράκη οδηγούσαν, παρά τις αντιδράσεις, σε μια αγγλοελληνική συνεργασία με απρόβλεπτο χρονικό βάθος. Η εμπλοκή ελληνικών στρατευμάτων σε επιχειρήσεις, υπό βρετανική διοίκηση, εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα. Κι αυτό διότι καθιστούσε δυσκολότερο για τους Άγγλους να αρνηθούν την υποστήριξή τους σε μεταγενέστερο χρόνο.
Ποτέ, μέχρι τότε, ο Βενιζέλος, δεν είχε πλησιάσει περισσότερο το όραμά του για στενή αγγλοελληνική συνεργασία, στον πόλεμο κατά της Τουρκίας.
Ιταλία, ένα δύσκολο εμπόδιο
Οι Ιταλοί πολεμούσαν παντού τις ελληνικές διεκδικήσεις. Στη Μικρά Ασία, τη Θράκη, τα Δωδεκάνησα, τη βόρειο Ήπειρο. Μετά την απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη, η κατάσταση έγινε αφόρητη. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός τους κατηγόρησε για τις στενές σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τους Κεμαλικούς, γεγονός που υπονόμευε την πολεμική προσπάθεια των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Τελικά, τον Ιούλιο του 1919, ο Βενιζέλος κατόρθωσε να διευθετήσει τις διαφορές με τον μετριοπαθή νέο Πρωθυπουργό Τιττόνι.
Η Ελλάδα αναγνώριζε την ιταλική κατοχή στην περιοχή της Νέας Εφέσου, μέχρι την Αττάλεια της Μικράς Ασίας, καθώς και τη δημιουργία προτεκτοράτου της Ιταλίας στην Αλβανία. Οι παραχωρήσεις των Ιταλών προς την Ελλάδα ήταν σημαντικές: αναγνώριζαν την επέκταση της ελληνικής ζώνης κατοχής στην ενδοχώρα της Σμύρνης, τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας στην Θράκη (ανατολική και δυτική) και στη Βόρειο Ήπειρο συμπεριλαμβανομένης της Κορυτσάς.
Επιπλέον, η Ιταλία παραιτήθηκε από τα δικαιώματα της στα Δωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο, η τύχη της οποίας συνδέθηκε με την παραχώρηση από τους Άγγλους της Κύπρου στην Ελλάδα.
Η συμφωνία καταγγέλθηκε από τη νέα κυβέρνηση Τζιολίττι. Όμως έπειτα από έντονες διαμαρτυρίες του Βενιζέλου και κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις των Αγγλογάλλων, οι Ιταλοί υποχώρησαν και την υπέγραψαν επίσημα στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920, ταυτόχρονα με τη συνθήκη των Σεβρών.
Η επίσημη τελετή υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών
Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920, λίγο μετά το μεσημέρι, στη μεγάλη αίθουσα του Εθνικού Μουσείου Κεραμικής των Σεβρών, άρχισαν να συγκεντρώνονται οι ηγέτες των συμμάχων κρατών. Στις 15:45 άρχισαν να προσέρχονται οι πληρεξούσιοι των Δυνάμεων. Η ελληνική αντιπροσωπεία τοποθετήθηκε στην αριστερή πλευρά της αίθουσας, μαζί με την ιταλική και την τουρκική.
Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Μιλεράν, εισήλθε στην αίθουσα, χαιρέτησε τους παρευρισκόμενους και με ξεχωριστή εγκαρδιότητα τον Βενιζέλο.
Στις 4 ακριβώς, ο κλητήρας ανήγγειλε την είσοδο των Τούρκων στην αίθουσα: “Οἱ κύριοι πληρεξούσιοι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας”. Αμέσως, όλοι οι παριστάμενοι σηκώθηκαν όρθιοι. Οι τρεις Τούρκοι αντιπρόσωποι δεν μπορούσαν να κρύψουν κάποια αμηχανία, η οποία αυξήθηκε καθώς έπρεπε να λάβουν θέση δίπλα στους Έλληνες. Ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας, Ρεσάτ πασάς, κάθισε ακριβώς δίπλα στον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι, Άθω Ρωμάνο.
Στην αίθουσα επικρατούσε απόλυτη σιγή, την οποία διέκοψε ο Μιλεράν, καλώντας την τουρκική αντιπροσωπεία να υπογράψει τις συνθήκες. Μετά τους Τούρκους, σειρά είχαν οι Άγγλοι πληρεξούσιοι· έπειτα οι αντιπρόσωποι των αγγλικών κτήσεων, κατόπιν ο πρωθυπουργός της Γαλλίας και εν συνεχεία οι αντιπρόσωποι της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Ιαπωνίας, της Αρμενίας, της Πολωνίας, της Πορτογαλίας, της Ρουμανίας και της Τσεχοσλοβακίας.
Όταν έφτασε η ώρα της Ελλάδας, δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερ και κινηματογραφικά συνεργεία συνωστίστηκαν για να απαθανατίσουν τη μεγάλη στιγμή του Βενιζέλου. Εκείνος, με ζωηρό βήμα, κατευθύνθηκε στο τραπέζι όπου ήταν απλωμένες οι περγαμηνές των συνθηκών.
Πρώτα υπέγραψε την ελληνοτουρκική συνθήκη και κατόπιν τη σύμβαση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας, που καθόριζε τις ζώνες επιρροής στη Μικρά Ασία. Μετά υπέγραψε το πρωτόκολλο παραχώρησης της δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, την ελληνοϊταλική σύμβαση για τα Δωδεκάνησα, τη συνθήκη για την ανεξαρτησία της Αρμενίας κ.ά.
Για την υπογραφή των συνθηκών ο Βενιζέλος χρησιμοποίησε τέσσερις πένες. Η πρώτη ήταν χρυσή και είχε αποσταλεί στον Έλληνα πρωθυπουργό από την Ελληνική Λέσχη Κωνσταντινουπόλεως. Τη δεύτερη του την είχε δωρίσει ο σύλλογος Κρητών Πειραιά “Ομόνοια”.
Η τρίτη ήταν δώρο των μαθητών του Ζαππείου Ιδρύματος της Κωνσταντινούπολης. Η τέταρτη ανήκε στον Δωδεκανήσιο Σκεύο Ζερβό, ο οποίος του την είχε προσφέρει προκειμένου να υπογράψει τη συνθήκη με τους Ιταλούς για την παραχώρηση των Δωδεκανήσων.
Στο τραπέζι των υπογραφών οι Γάλλοι είχαν τοποθετήσει ένα μεγάλο μελανοδοχείο με εγχάρακτη τη θεά Αθηνά, το οποίο είχε παραγγείλει ο αυτοκράτορας της Γερμανίας στις Σέβρες, αλλά δεν είχε προλάβει να το παραλάβει λόγω της κήρυξης του πολέμου. Στην τελετή της υπογραφής ο Βενιζέλος είχε προσκαλέσει και την κυπριακή ηγεσία. Ενα από τα μέλη της κυπριακής αποστολής, ο Νικόλαος Λανίτης, σημειώνει στα απομνημονεύματά του:
«Ὁ γράφων τὰς γραμμὰς αὐτὰς εὑρίσκετο εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν Σεβρῶν κατὰ τὴν ὑπογραφὴν τῆς Ἑλληνοτουρκικῆς συνθήκης καὶ τοῦ συμφώνου Βενιζέλου-Τιτόνι. Ὁ Βενιζέλος, μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης καὶ τοῦ συμφώνου, στραφεὶς πρὸς ἐμέ, εἶπε μεγαλοφώνως ἐπὶ παρουσίᾳ ἐξεχουσῶν προσωπικοτήτων: “Ἡ Ἕνωσις τῆς Κύπρου θὰ γίνῃ. Καὶ θὰ γίνῃ συντόμως”».
Ορισμένοι μελετητές θεωρούν την αισιοδοξία αυτή του Έλληνα πρωθυπουργού υπερβολική, αφού οι αντιδράσεις των βρετανικών υπουργείων Αποικιών και Στρατιωτικών ήταν ισχυρές. Ταυτόχρονα, ωστόσο, υπήρχε η γενική εκτίμηση ότι το κύρος του Βενιζέλου, σε συνδυασμό με την προσεκτική πολιτική του έναντι του Λονδίνου, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την επιθυμητή λύση του Κυπριακού.
Ας μην ξεχνάμε ότι το φθινόπωρο του 1920 ο ελληνικός στρατός διαδραμάτιζε κρίσιμο ρόλο σε σχέση με την παρουσία της Αγγλίας στα Στενά των Δαρδανελλίων. Αυτός, άλλωστε, είχε νικήσει προηγουμένως τις δυνάμεις του Κεμάλ, σώζοντας τα βρετανικά στρατεύματα από μια ταπεινωτική ήττα και φυγή προς τη θάλασσα.
Η κατάσταση αυτή τρόμαζε τη συντηρητική πτέρυγα της αγγλικής κυβέρνησης, που διαπίστωνε ότι, όσο περνούσαν οι μέρες, οι δεσμεύσεις απέναντι στον Βενιζέλο μεγάλωναν: η Αγγλία ήταν ο βασικός σύμμαχος της Ελλάδας στη Μικρά Ασία και η προοπτική της παραχώρησης της Κύπρου διαγραφόταν στον ορίζοντα.
Αναμφισβήτητο επίτευγμα της πολιτικής αυτής υπήρξε η επίσημη δήλωση του Λόιντ Τζορτζ, ενώπιον των ηγετών των Μεγάλων Δυνάμεων, τον Μάιο του 1919, σύμφωνα με την οποία θα παραχωρούσε την Κύπρο στην Ελλάδα. Το πόσο κοντά είχε φτάσει η ένωση τότε, κανείς φυσικά δεν μπορεί να το απαντήσει. Για μια τέτοια προοπτική, πάντως, ήταν αναγκαία η παρουσία του Βενιζέλου στο τιμόνι της χώρας.
Μια χώρα αθεράπευτα διχασμένη
Ο χάρτης της Εγγύς Ανατολής μεταμορφωνόταν. Η Θράκη (ανατολική και δυτική), η χερσόνησος της Καλλίπολης και η βόρεια ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά, όπως και τα νησιά του Αιγαίου, παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Η Σμύρνη και η ενδοχώρα της παρέμενε υπό την κυριαρχία της Ελλάδας και μετά από πέντε χρόνια, με δημοψήφισμα, θα μπορούσε να ενωθεί με το ελληνικό κράτος.
Η Ιταλία είχε δεχθεί, με βάση το σύμφωνο Βενιζέλου-Τιτόνι, να δώσει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα εκτός από τη Ρόδο, η τύχη της οποίας θα κρινόταν με δημοψήφισμα έπειτα από δεκαπέντε χρόνια, εφόσον στο μεταξύ η Μεγάλη Βρετανία είχε παραχωρήσει την Κύπρο στην Ελλάδα. Οι συνθήκες, οι συμβάσεις και τα πρωτόκολλα που υπογράφηκαν την ίδια μέρα στις Σέβρες προέβλεπαν την ίδρυση ανεξάρτητου αρμενικού και αυτόνομου κουρδικού κράτους, διεθνοποίηση των Στενών και σύσταση ζωνών οικονομικής επιρροής στην Κιλικία για τη Γαλλία και στην Αττάλεια για την Ιταλία.
Την επομένη της Συνθήκης των Σεβρών η Ελλάδα ζούσε έναν εθνικό θρίαμβο. Είχε εκπληρώσει σχεδόν όλες τις διεκδικήσεις της και ολοκλήρωνε την εθνική της αποκατάσταση
Ο Τσόρτσιλ, αν και αντίθετος στην επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία, έγραφε: “Έμοιαζε στο Παρίσι ότι η πολιτική της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ θα ήταν να αναπτυχθεί ουσιαστικά η ισχύς και η έκταση της Ελλάδας”.
Και απέδιδε τις μεγάλες επιτυχίες προσωπικά στον Βενιζέλο, για τον οποίο σημειώνει με θαυμασμό:
“Τα προσωπικά του προσόντα, το κύρος του και οι περίφημες υπηρεσίες, που είχε προσφέρει στους Συμμάχους, εξασφάλισαν σ’ αυτόν μια θέση σχεδόν ισότιμη με τους ηγέτες των μεγαλύτερων κρατών· και, μαζί με αυτόν, η χώρα του υψώθηκε σε μεθυστικά ύψη από όπου ατένιζε εκθαμβωτικούς ορίζοντες”.
Τα μεγάλα αυτά διεθνή γεγονότα, ωστόσο, δεν επέδρασαν στην ομαλοποίηση της εσωτερικής κατάστασης στην Ελλάδα. Κάτω από την αστραφτερή επιφάνεια των εθνικών επιτυχιών επιβίωναν τα εμφύλια πάθη, τα οποία συγκλόνιζαν την κοινωνία και καθιστούσαν αγεφύρωτο το χάσμα που χώριζε τις δύο αλληλομισούμενες μερίδες του ελληνικού λαού.
Δύο μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης, ο Βενιζέλος, ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει με το Orient Express, από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών στο Παρίσι, με προορισμό τη Μασσαλία και από εκεί τον Πειραιά, δέχθηκε δολοφονική επίθεση από δύο απότακτους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς: τον υποπλοίαρχο Απόστολο Τσερέπη και τον λοχαγό Γεώργιο Κυριάκη.
Ήταν άλλη μια συνωμοσία των βασιλοφρόνων, που σχεδίαζαν τη δολοφονία του πρωθυπουργού και την ταυτόχρονη εκδήλωση πραξικοπήματος στην Αθήνα. Πίσω από τους εκτελεστές υπήρχαν ηχηρά ονόματα της βασιλικής παράταξης και ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων., μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Ο Βενιζέλος σώθηκε την τελευταία στιγμή, χάρη στον μοίραρχο Τσάκωνα και έναν Γάλλο αστυνομικό.
Τα μέτρα ασφαλείας της ελληνικής και της γαλλικής αστυνομίας αποδείχθηκαν διάτρητα, μολονότι γνώριζαν ότι ο Βενιζέλος αποτελούσε, από το καλοκαίρι του 1920, τον υπ’ αριθμόν έναν στόχο τριών τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ευρώπη: μιας γερμανοβουλγαρικής, μιας αλβανικής και μιας τουρκικής, που καθεμιά ξεχωριστά σχεδίαζε τη δολοφονία του σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας, Τάκε Ιονέσκου, βρισκόταν μαζί με Γάλλους αξιωματικούς και Έλληνες φίλους του, όταν έφτασε στο Βουκουρέστι η είδηση της απόπειρας. Σηκώθηκε όρθιος και οργισμένος ξέσπασε: “Εἶναι ἀφάνταστο αὐτό! Τέτοιο στυγερὸ ἔγκλημα ἀπὸ συμπατριῶτες του! Τὴν ἑπομένη τῆς ὑπογραφῆς τῆς λαμπροτέρας συνθήκης ποὺ ἐπέβαλε ἀφ’ ὅτου ὑπάρχει ὁ Ἑλληνισμός… Τέτοιο γεγονός, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, δὲν ἀναφέρουν τὰ χρονικὰ τῆς Ἱστορίας (Les annales de L’Histoire)”.
Οι σφαίρες δεν σκότωσαν τον Βενιζέλο, ο οποίος γλίτωσε με επιπόλαια τραύματα στο αριστερό χέρι και τον ώμο. Τραυμάτισαν όμως θανάσιμα τις λιγοστές ελπίδες για γεφύρωση του χάσματος, που χώριζε τους Έλληνες σε δύο στρατόπεδα. Η φλόγα που άναψε στο Παρίσι έγινε πυρκαγιά στην Αθήνα. Οι πρώτες ειδήσεις έφερναν τον Βενιζέλο νεκρό. Ο βενιζελικός κόσμος συγκλονίστηκε. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Οι φανατικοί ξεχύθηκαν στους δρόμους και η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να τους τιθασεύσει.
Θύμα των δραματικών εκείνων ημερών υπήρξε ο Ίων Δραγούμης, από τα επιφανέστερα στελέχη της αντιπολίτευσης. Δολοφονήθηκε από εξτρεμιστικά στοιχεία της βενιζελικής παράταξης. Δεν ήταν μόνον η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου αυτή καθαυτή, αλλά και η χρονική στιγμή που έγινε. Στις ηγεσίες της Δύσης, φιλικές ή εχθρικές προς τον Βενιζέλο, η απόπειρα υπενθύμιζε ένα γεγονός: η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι μια χώρα αθεράπευτα διχασμένη.
Mε τη Συνθήκη των Σεβρών, αναλάμβανε την κρίσιμη αποστολή να περιφρουρήσει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Εγγύς Ανατολή. Το ερώτημα ήταν αμείλικτο: Μπορούσε να πραγματώσει ένα τόσο βαρύ έργο παγκόσμιας σημασίας; Τη μέρα της απόπειρας η Πηνελόπη Δέλτα έγραψε στο ημερολόγιό της: “Μὲ τόση πίκρα στὴν καρδιὰ οὔτε τὶς νίκες αὐτὲς τὶς μεγάλες δὲν μπορεῖς νὰ τὶς χαρῇς“. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα, τα πολιτικά πάθη, η αφόρητη πίεση, οι εσωτερικές και διεθνείς μηχανορραφίες υποχρέωναν τον Βενιζέλο να λάβει αποφάσεις.
Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, καθώς και οι προσωπικοί του πολιτικοί θρίαμβοι, του δημιουργούσαν την πεποίθηση ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού επιδοκίμαζε την πολιτική του. Στις 17 Αυγούστου γύρισε στην Ελλάδα με ειλημμένη την απόφαση να προκηρύξει εκλογές, ώστε να καθαρίσει το πολιτικό νέφος που σκέπαζε τον ουρανό της χώρας και, οπλισμένος με τη λαϊκή εμπιστοσύνη, να ολοκληρώσει το έργο του. Άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση.
Στις 25 Αυγούστου, σε πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων ανακηρυσσόταν “ἄξιος τῆς Ἑλλάδος, εὐεργέτης καὶ σωτὴρ τῆς Πατρίδος”. Αμέσως μετά, ανεβαίνοντας στο βήμα, ανακοίνωσε τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη των μοιραίων εκλογών, που θα διεξάγονταν στις 25 Οκτωβρίου και μετά τον θάνατο του Βασιλιά Αλέξανδρου ορίστηκαν για την 1η Νοεμβρίου 1920.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και δύο κορυφαίοι ιστορικοί για την πολιτική του Βενιζέλου στο Μικρασιατικό ζήτημα
Ο κορυφαίος ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος στο πολύτιμο βιβλίο του “Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία” πραγματοποίησε μια εμπεριστατωμένη έρευνα στα αγγλικά και γαλλικά αρχεία της εποχής εκείνης. Το συμπέρασμα του είναι ότι “η ιχνηλάτηση των γεγονότων μαρτυρεί έως τη λήξη της πρωθυπουργικής θητείας του Βενιζέλου δεν είχε σημειωθεί οποιαδήποτε υπαναχώρηση (των συμμάχων) έναντι των αρχικών κοινών προβλέψεων“.
Εξάλλου, τα ένοπλα τουρκικά σώματα δεν είχαν, οπουδήποτε, κατορθώσει να αμφισβητήσουν τα ελληνικά στρατεύματα. Ο Χ. Αρμοστρονγκ θεωρείται και από τους Τούρκους ο πλέον αξιόπιστος βιογράφος του Κεμάλ. Για εκείνη την περίοδο από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1920 γράφει:
“Ο Τούρκος ηγέτης διέθετε ελάχιστες δυνάμεις τακτικού στρατού, υποσιτισμένου και με ανεπαρκή εξοπλισμό, χωρίς πυροβολικό και μεταφορικά μέσα. Οι υπόλοιπες δυνάμεις του ήταν ομάδες ατάκτων, που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες. Στις αρχές του φθινοπώρου, η κατάσταση είχε αποκρυσταλλωθεί. Ο σουλτάνος δεν είχε τη δύναμη να επιβληθεί στους κεμαλικούς αντάρτες. Οι Σύμμαχοι, με μια χούφτα στρατευμάτων, ήταν εξίσου ανίσχυροι, με μοναδική τους προστασία, από όλες τις πλευρές, το τείχος που σχημάτιζαν τα ελληνικά στρατεύματα. Οι Τούρκοι, ηττημένοι και απωθημένοι, είχαν αποθαρρυνθεί, ενώ στα χωριά ακουγόταν η γνωστή “παλιά και κουρασμένη” κραυγή για ειρήνη”.
Αναφερόμενος στην ίδια περίοδο, ο Ισμέτ Ινονού, δεκαετίες αργότερα, σε μια αποκαλυπτική του συνομιλία με τον Μαρκεζίνη, του είπε ότι οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να μάχονται εναντίον των Γάλλων στην Κιλικία και εμμέσως εναντίον των Άγγλων, τους οποίους πάντοτε θεωρούσαν ότι βρίσκονται πίσω από τους Έλληνες. Αλλά και στον διπλωματικό τομέα, οι Σύμμαχοι υπέγραψαν ομόφωνα τη Συνθήκη των Σεβρών.
Επιπλέον, ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει ρητή δέσμευση του Βρετανού Πρωθυπουργού για τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας και πολεμικού υλικού προκειμένου να φέρει σε πέρας τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ο Λ. Τζωρτζ ήταν κατηγορηματικός: “Τίποτε λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά, ή της ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν ήταν δυνατόν να καταστήσει του Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα”.
Για τη Γαλλία έχει καλλιεργηθεί η εντελώς εσφαλμένη αντίληψη ότι συνήψε νωρίς συμβατικές σχέσεις με τον Κεμάλ, ενώ αυτό συνέβη μόλις τον Οκτώβριο του 1921, μετά την αποτυχία στο Σαγγάριο. Μέχρι τις παραμονές της πτώσης του Βενιζέλου, η γαλλική κυβέρνηση παρέμενε αταλάντευτη στην πιστή τήρηση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών.
Έτσι η φιλοτουρκική τάση που εκδηλώθηκε σε μερίδα του γαλλικού τύπου και εκπροσωπούσε γαλλικά οικονομικά συμφέροντα δεν είχε καμία επίδραση στις μείζονες αποφάσεις της κυβέρνησης των Παρισίων.
Ο ίδιος ο Κλεμανσώ, μετά από ένα ταξίδι του στο Λονδίνο, δήλωνε ότι: “ήταν ευτυχής έχοντας διαπιστώσει, κατά τις πρόσφατες συζητήσεις με τον Λόιντ Τζώρτζ και με τον βασιλιά της Αγγλίας, ότι εμπνεόταν από την πλέον ζωηρή επιθυμία να υποστηρίξουν τον κ. Βενιζέλο”. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι, μετά την εκλογική ήττα του Κλεμανσώ, ο νέος Πρωθυπουργός Μιλλεράν αμφιταλαντεύθηκε.
Όμως οι αποφασιστικές παρεμβάσεις Βενιζέλου και Λόιντ Τζωρτζ τον υποχρέωσαν να μην αποκλίνει από την κοινή συμμαχική γραμμή.
Εξάλλου και οι πρώην Πρωθυπουργοί Πουανκαρέ, Μπριάν και Λεγκ άσκησαν πίεση στον Μιλλεράν, ώστε η Γαλλία να μην αποκλίνει από τις δεσμεύσεις της απέναντι στην Ελλάδα. Έτσι ο νέος Πρωθυπουργός της Γαλλίας, ως Πρόεδρος του Ανωτάτου Συμμαχικού Συμβουλίου, όχι μόνο θα επιδώσει στους Τούρκους το σχέδιο της Συνθήκης Ειρήνης, αλλά θα καταδικάσει με σκληρά λόγια την τουρκική πολιτική (Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, σελ. 74, 76, 78, 79).
O Roderick Beaton ο διαπρεπέστερος σύγχρονος ελληνιστής στο βιβλίο του “Ελλάδα. Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους” αφιερώνει πολλές σελίδες στον Εθνικό Διχασμό και στο Μικρασιατικό Ζήτημα. Οι κρίσεις του για την πολιτική του Βενιζέλου έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παραθέτουμε αποσπάσματα:
“Το βασικό είναι πως ο Βενιζέλος αναλάμβανε δράση μόνο όταν είχε εξασφαλισμένη τη στήριξη μιας Μεγάλης Δύναμης. Το 1919 είχε αυτή τη στήριξη. Την είχε και το 1920, όταν διέταξε τα στρατεύματά του να διευρύνουν την ζώνη κατοχής τόσο στην Ανατολία όσο και στη Θράκη. Το επιδίωκε και πάλι όταν δεν ήταν πια Πρωθυπουργός.
Αν ο Βενιζέλος δεν είχε ισχυρές εγγυήσεις, δεν θα προχωρούσε στις επιθέσεις του 1921, όπως έκαναν εκείνοι που τον διαδέχτηκαν, και μάλιστα χωρίς εγγυήσεις από κάποια Μεγάλη Δύναμη. Όμως ακόμη και χωρίς αυτές τις εγγυήσεις είναι αξιοσημείωτο πόσο κοντά έφτασε στην επιτυχία αυτή η εκστρατεία. Οι Έλληνες ήταν κοντά στη νίκη στη μάχη στον Σαγγάριο. Οι Τούρκοι προετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν την Άγκυρα. Ακόμη και ο ίδιος ο Κεμάλ φαίνεται πως είχε στιγμές απελπισίας και μπορεί να είχε εγκαταλείψει τον αγώνα. […]
Επομένως, τρία χρόνια μετά την αρχική αποστολή ελληνικών στρατευμάτων από τον Βενιζέλο και σχεδόν δύο χρόνια μετά την πτώση του Βενιζέλου από την εξουσία, η ήττα στην Ανατολία δεν ήταν ακόμη αναπόφευκτη. Ακόμη και χωρίς τα πλεονεκτήματα στο πεδίο της επιμελητείας και της διπλωματίας που θα είχε η Ελλάδα αν ο Βενιζέλος είχε παραμείνει στην πρωθυπουργία, η υποτιθέμενη «καταδικασμένη» τακτική να ηττηθεί ο Κεμάλ με στρατιωτική βία έφτασε κοντινότερα στην επιτυχία απ’ ό,τι γίνεται συχνά αντιληπτό. […]
Όμως για ένα πράγμα δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Βενιζέλο: Είχε κατανοήσει πλήρως τα διδάγματα του 1897. Όλες οι στρατιωτικές πρόοδοι και τα διπλωματικά κέρδη της Ελλάδας από το 1912 έως το 1920 επιτεύχθηκαν σε συμμαχία με ξένους εταίρους. Στρατιωτικές και διπλωματικές εκστρατείες διεξάγονταν παράλληλα και αλληλοτροφοδοτούνταν, ενώ οι ευκαιρίες και οι περιορισμοί στο πεδίο της διπλωματίας επηρέαζαν στο στρατιωτικό πεδίο και το αντίστροφο.
Το 1921 και το 1922 η απροθυμία ή η ανικανότητα της φιλοβασιλικής ελληνικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει συμμαχίες με ξένες δυνάμεις ήταν η μεγάλη διαφορά με την πολιτική του Βενιζέλου, και αυτή η απουσία συμμαχιών θα πρέπει να επηρέασε αρνητικά το ηθικό και του τελευταίου στρατιώτη που αντιμετώπισε την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1922.
Η Ελλάδα είχε δημιουργηθεί και στη συνέχεια είχε επεκτείνει τα σύνορα της τόσο μέσω της διπλωματίας όσο και στο πεδίο των μαχών. Η άμεση αίτια της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν η αποτυχία της διπλωματίας. Και αυτό ήταν ένα λάθος που ο Βενιζέλος δεν θα είχε κάνει ποτέ.”
Σημ.: Ο Roderick Beaton από το 1981 έως τη συνταξιοδότησή του δίδαξε σύγχρονη ελληνική και βυζαντινή ιστορία, γλώσσα και λογοτεχνία στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου και κατείχε από το 1988 την έδρα Κοραή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών. Έχει γράψει εκτενώς για θέματα σύγχρονης και μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας.
“Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η ανθρώπινη πλευρά του“, είναι ένα βιβλίο της Εύας Νικολαΐδου, που περιλαμβάνει εκμυστηρεύσεις του ίδιου του Καραμανλή.
Είναι γνωστό ότι η οικογένεια του Μακεδόνα πολιτικού ήταν αντιβενιζελική και ο ίδιος προερχόταν από την παραδοσιακή Δεξιά. Αυτό δεν τον εμπόδισε αργότερα να προσεταιριστεί και να εντάξει στην παράταξή του κορυφαία στελέχη του βενιζελικού χώρου. Οπωσδήποτε η τοποθέτησή του για την Συνθήκη των Σεβρών αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον. Παραθέτουμε απόσπασμα με τις θέσεις του:
“Η Βουλγαρία μετά πολλούς δισταγμούς εισήρχετο τον Οκτώβριον του 1915 εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν των κεντρικών δυνάμεων. Η γνωστή διαφωνία Κωνσταντίνου – Βενιζέλου έπαιρνε οξυτέραν αλλά και ουσιαστικωτέραν μορφήν και οδηγούσε μεταξύ των άλλων και εις την κατάληψιν υπό των Βουλγάρων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
Για την διαφωνίαν αυτή η οποία εξελήχθη εις εθνικόν διχασμόν και παρακολουθεί μέχρι σήμερον σαν κατάρα την ζωή του Έθνους, εγράφησαν πολλά. Και απεδείχθη ότι η θέσις του Βενιζέλου υπήρξεν η ορθή. Η ορθότης άλλωστε της θέσεως αυτής δεν απεδείχθη μόνον από το αποτέλεσμα. Ήτο εξ υπαρχής λογικώς θεμελιωμένη. Η γεωγραφική θέσις της Ελλάδος, ο συσχετισμός των δυνάμεων των εμπολέμων, η ύπαρξις αλύτρωτων τμημάτων του ελληνισμού και τέλος αι πάγιαι διαφοραί μας με την Τουρκίαν και την Βουλγαρίαν, προσδιόριζαν σαφώς και επιτακτικώς την θέσιν της Ελλάδος.
Πάντως, υπό την επήρειαν των παθών τα οποία ανεπτύχθησαν, το κατ’ εξοχήν αυτό εθνικό θέμα οδήγησε εις εμφύλιον σπαραγμόν. Οι αθλιότητες που διεπράχθησαν κατά την περίοδον εκείνη από Έλληνες και ξένους υπήρξαν πρωτοφανείς.
Συνωμοσίαι, προδοσίαι, δολοφονίαι, ενθαρρυνόμενοι και από τους ξένους οι οποίοι βαναύσως επενέβαιναν εις τα εσωτερικά της χώρας, συνθέτουν την εικόνα της εποχής εκείνης. Και είναι μεν αληθές, ότι διά μέσου των αθλιοτήτων αυτών εφθάσαμεν χάρις εις την πολιτικήν ικανότητα του Βενιζέλου εις τον θρίαμβον των Σεβρών, αλλά είναι εξ’ ίσου αληθές ότι ο θρίαμβος περιέκλειε το σπέρμα της καταστροφής.
Στα θεμέλιά του υπήρχεν ο διχασμός που οδήγησεν εις το 1920 και τελικά στην εθνική τραγωδία του 1922. Για να αποδειχθεί για άλλη μια φορά ότι και η καλλίτερη πολιτική αποτυγχάνει όταν διασπά την ενότητα του έθνους, με αποτέλεσμα να εκριζωθεί ο πανάρχαιος και ακμαίων ελληνισμός της Ιωνίας και να αναγκασθεί η πτωχή Ελλάς των 6,000,000 κατοίκων να υποδεχθεί και να αφομοιώσει 1.500.000 προσφύγων”.
Αντί Επιλόγου
Σε πρόσφατο άρθρο του ο ιστορικός Α. Κλάψης τονίζει ότι ο Βενιζέλος δεν έτρεφε αυταπάτες ούτε ονειρευόταν την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πίστευε όμως ότι για την Ελλάδα η Συνθήκη των Σεβρών ήταν κάτι πολύ σημαντικότερο: ήταν μια κολοσσιαίων διαστάσεων γεωπολιτική αλλαγή, που συνεπαγόταν την μετατροπή της Ελλάδας από μικρή σε μεγάλη περιφερειακή Δύναμη, κυρίαρχη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ένα ελληνικό κράτος που θα ξεκινούσε από τις παρυφές της Αδριατικής Θάλασσας και θα κατέληγε ανατολικά στον Εύξεινο Πόντο, έχοντας υπό τον έλεγχό του τις δύο ακτές και τα νησιά του Αιγαίου, θα μετέτρεπε το Αρχιπέλαγος σε ελληνική λίμνη. «Η Ελλάδα θα μπορέσει να βρει το αληθινό της μέλλον από τη στιγμή που θα κυριαρχήσει στο Αιγαίο»: είχε πει ο Βενιζέλος μιλώντας στην ηγεσία των Μεγάλων Δυνάμεων.
Η ζώνη της Σμύρνης δεν αποτελούσε ένα μεμονωμένο κεφάλαιο, αλλά εντασσόταν στο πολύ ευρύτερο πλαίσιο της αναδιάταξης των ισορροπιών σε όλη την περιοχή. Το οθωμανικό κράτος προοριζόταν να είναι μικρό και αδύναμο, μεγάλα τμήματά του θα ελέγχονταν από ξένες Δυνάμεις (η Κιλικία από τη Γαλλία και η Αττάλεια από την Ιταλία), ενώ η Ελλάδα μπορούσε να υπολογίζει στη συνεργασία με φιλικές χώρες στην περιοχή, όπως η Αρμενία, προκειμένου να εξισορροπεί τυχόν τουρκικές βλέψεις.
Ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης, λίγο πριν από τον θάνατό του, αναδημοσίευσε μια “πολλαπλώς βαρύνουσα μαρτυρία”, από την εξάτομη ιστορία του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, η οποία είχε εκδοθεί από την Τουρκική Ιστορική Εταιρεία, το 2000. Σύμφωνα με τους Τούρκους ιστορικούς, οι συνθήκες των Σεβρών συνιστούσαν “έναν τρομερό θρίαμβο για την Ελλάδα, μια κορύφωση που άρμοζε στις πονηρές και δόλιες, αλλά λαμπρές και εύστοχες μεθόδους που είχε μετέλθει ο Βενιζέλος τα δύο προηγούμενα χρόνια. Αν είχαν πλήρως εφαρμοσθεί, η Ελλάδα θα είχε αναδειχθεί η κυριότερη δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου, όπως είχαν σχεδιάσει και ελπίσει ο Λόιντ Τζορτζ και ο Βενιζέλος”.
Είναι μία από τις πολλές απαντήσεις που ανιχνεύονται στην τουρκική βιβλιογραφία απέναντι στην αστήρικτη υπόθεση ότι η Μικρασιατική καταστροφή θα συνέβαινε οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνούσε. Αλλά και Τούρκοι πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες κάθε άλλο παρά συνηγορούν υπέρ της άποψης για τη “μοιραία και αναπόφευκτη έκβαση” της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ο Ισμέτ πασάς δεν δίστασε να διεκτραγωδήσει στον Μαρκεζίνη την απελπιστική κατάσταση των κεμαλικών και την ευθεία αμφισβήτηση της κεμαλικής εξουσίας στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο ο Βενιζέλος ήταν ακόμα πρωθυπουργός – άποψη, άλλωστε, που υποστηρίζουν και οι κυριότεροι βιογράφοι του Κεμάλ.
To κείμενο είναι του Νικόλαου Παπαδάκη, Γενικού Διευθυντή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr