Η Ίντιρα Γκάντι και η Μπεναζίρ Μπούτο ήταν δύο πολιτικοί που έγραψαν ιστορία.
Η Γκάντι υπήρξε η πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα γυναίκα πρωθυπουργός της Ινδίας και η δεύτερη γυναίκα πρωθυπουργός στον κόσμο, μετά την Σιριμάβο Μπανταρανάικε από τη Σρι Λάνκα. Η Μπούτο αποτέλεσε την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό μουσουλμανικής χώρας και τη μοναδική μέχρι σήμερα στην ιστορία του Πακιστάν.
Αμφότερες είχαν πατέρες πρωθυπουργούς και μεγάλωσαν σε έντονα πατριαρχικές κοινωνίες, οι οποίες ήθελαν τις γυναίκες υποταγμένες στους άνδρες και άβουλες στα σπίτια. Η Ινδή πολιτικός διετέλεσε πρωθυπουργός για 15 χρόνια (1966-1977, 1980-1984), ενώ η Πακιστανή πολιτικός για 5 έτη (1988-1990, 1993-1996).
Ήταν δυναμικές, χαρισματικές αλλά και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, που κυβέρνησαν τις χώρες τους με “σιδερένια πυγμή”, προσπαθώντας να αλλάξουν κατεστημένες νοοτροπίες και να βελτιώσουν τη θέση των φτωχότερων συμπατριωτών τους.
Εφάρμοσαν μεταρρυθμίσεις, υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν χρόνιες εσωτερικές αντιθέσεις και δυνάμεις που αντιμάχονταν τον εκσυγχρονισμό.
Δημιούργησαν φανατικούς οπαδούς αλλά και ορκισμένους εχθρούς, κατηγορήθηκαν για εξουσιομανία και διαφθορά και το τέλος τους “γράφτηκε” με αίμα.
«Αν πεθάνω σήμερα, κάθε σταγόνα του αίματός μου θα ενδυναμώσει το έθνος»
Η Ίντιρα Πριγιανταρσίνι Νεχρού, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό της, γεννήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1917 και προερχόταν από οικογένεια με ισχυρή πολιτική παράδοση. Ο πατέρας της, Τζαβαχαρλάλ Νεχρού ήταν εξέχων μέλος του κινήματος για την ανεξαρτησία της Ινδίας και πρώτος πρωθυπουργός της χώρας από το 1947 μέχρι το 1964. Ο παππούς της, Μοτιλάλ Νεχρού ήταν δικηγόρος, ακτιβιστής και είχε διατελέσει πρόεδρος του Ινδικού Κογκρέσου.
Η Ίντιρα δεν είχε καμία συγγένεια με τον Μαχάτμα Γκάντι ούτε και ο σύζυγός της, Φερόζ Γκάντι, από τον οποίο κληρονόμησε το επώνυμο. Λέγεται πως, όταν προβλήθηκε η βιογραφική ταινία “Gandhi” (1982) στο Λευκό Οίκο, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν πλησίασε τον σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Ατένμπορο και τον συνεχάρη λέγοντας: «Θαυμάσια ταινία. Ήταν μεγάλος άντρας. Όπως ακριβώς η κόρη του».
Από μικρή η Γκάντι έδειξε ενδιαφέρον για την πολιτική και τη διπλωματία, με αποτέλεσμα να συνοδεύει συχνά τον πατέρα της στα ταξίδια του. Παράλληλα, θυμόταν συνεχώς τη συμβουλή του παππού της: «Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: εκείνοι που κάνουν τη δουλειά και εκείνοι που την πιστώνονται. Να προσπαθείς να είσαι στην πρώτη κατηγορία, γιατί εκεί ο ανταγωνισμός είναι μικρότερος».
Η Γκάντι σπούδασε στην Οξφόρδη, επέστρεψε στην πατρίδα της και φυλακίστηκε για οκτώ μήνες από τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Ο θάνατος του πατέρα της από καρδιακή προσβολή, το Μάιο του 1964, ήταν ο καταλύτης που την οδήγησε να ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική.
Έγινε επικεφαλής του κόμματος (INC), ορίστηκε υπουργός Πληροφοριών-Ραδιοφωνίας και ανέλαβε για πρώτη φορά το “τιμόνι” της Ινδίας στις 19 Ιανουαρίου 1966, μετά το θάνατο του πρωθυπουργού Λαλ Μπαχαντούρ Σάστρι. Επικράτησε με μεγάλη διαφορά στις εκλογές του 1967 και του 1971, ηττήθηκε σε αυτές του 1977, φυλακίστηκε και επανήλθε θριαμβευτικά το 1980.
Στο διάστημα της διακυβέρνησής της, εθνικοποίησε τις τράπεζες και τις πετρελαϊκές εταιρείες, πήρε μέτρα για την καταπολέμηση του υποσιτισμού και εισήγαγε τη λεγόμενη «Πράσινη Επανάσταση», δηλαδή ένα πρόγραμμα βιομηχανοποίησης της γεωργίας και εντατικής μονοκαλλιέργειας, με στόχο να κάνει τη χώρα της αυτάρκη σε σιτηρά.
Διατηρούσε διπλωματικές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και συνέχισε το πυρηνικό πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει ο πατέρας της, προκειμένου να εξισορροπήσει την απειλή της Κίνας. Το 1971, οδήγησε την Ινδία σε πόλεμο εναντίον του γειτονικού Πακιστάν, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη του ινδικού στρατού και την ίδρυση του κράτους του Μπαγκλαντές.
Οι επικριτές της υποστήριξαν ότι τα μέτρα που υιοθέτησε για την εξάλειψη των καστών δεν απέδωσαν, οι οικονομικές ανισότητες και οι θρησκευτικές διενέξεις δεν μειώθηκαν, ενώ οι αυτονομιστικές τάσεις οξύνθηκαν. Επιπλέον, η Γκάντι κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για παραβίαση του εκλογικού νόμου και διασπάθιση δημόσιου χρήματος. Αρνήθηκε, όμως, να παραιτηθεί και τον Ιούνιο του 1975 κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Για τους επόμενους 21 μήνες, η «Σιδηρά Κυρία της Ινδίας» κυβέρνησε απολυταρχικά: κατήργησε τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, λογόκρινε τον Τύπο, προέβη σε εκτεταμένες διώξεις, φυλακίσεις και βασανισμούς των πολιτικών της αντιπάλων και αντιτάχθηκε στα αποσχιστικά κινήματα. Διέταξε ακόμη και υποχρεωτική στείρωση, προκειμένου να ελέγξει τον υπερπληθυσμό.
Η Ίντιρα Γκάντι δολοφονήθηκε με δεκάδες σφαίρες από δύο σωματοφύλακές της στον κήπο του σπιτιού της στο Νέο Δελχί, στις 31 Οκτωβρίου 1984. Οι αυτουργοί ήταν εξτρεμιστές Σιχ, με τους οποίους η Ινδή πρωθυπουργός είχε έρθει σε σύγκρουση λίγους μήνες νωρίτερα, όταν έστειλε στρατεύματα να καταπνίξουν μια εξέγερσή τους στο Χρυσό Ναό της ιερής πόλης Αμριτσάρ.
Η στυγερή δολοφονία της 66χρονης «Μητέρας της Ινδίας» έγινε πρώτη είδηση στα έντυπα και τηλεοπτικά ΜΜΕ. Οι Σοβιετικοί άφησαν υπαινιγμούς για ανάμιξη της CIA, εκατομμύρια Ινδοί “βυθίστηκαν” στην οδύνη και τις επόμενες τέσσερις ημέρες ξέσπασαν σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα σε Ινδουιστές και Σιχ σε όλη την Ινδία, με αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων Σιχ.
Η Γκάντι είχε δύο γιους: τον Σαντζάι και τον Ρατζίβ. Ο πρώτος, που βρισκόταν στο πλευρό της ως πολιτικός σύμβουλος, σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, σε ηλικία 33 ετών, ενώ ο δεύτερος την διαδέχθηκε στον πρωθυπουργικό θώκο για μία πενταετία (1984-1989) και δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης αυτοκτονίας, το Μάιο του 1991.
Το 1999, η Ινδή πολιτικός ανακηρύχθηκε «Γυναίκα της Χιλιετίας» σε διαδικτυακή δημοσκόπηση του BBC. Σε μία από τις τελευταίες της ομιλίες, είχε αναφέρει: «Δεν φιλοδοξώ να ζήσω πολύ. Ακόμα κι αν πέθαινα υπηρετώντας την πατρίδα μου, θα ένιωθα υπερήφανη. Αν πεθάνω σήμερα, κάθε σταγόνα του αίματός μου θα ενδυναμώσει το έθνος».
«Ένα καράβι δεμένο στο λιμάνι είναι ασφαλές, όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός, για τον οποίο κατασκευάστηκε»
Τον Ιούλιο του 1972, στον απόηχο του Ινδοπακιστανικού Πολέμου και του σχηματισμού του ανεξάρτητου Μπαγκλαντές, η Ίντιρα Γκάντι συναντήθηκε με τον πρόεδρο του Πακιστάν, Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο στην ινδική πόλη Σίμλα, όπου συνυπέγραψαν την ομώνυμη συμφωνία ειρήνης.
Ο Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο, που διετέλεσε όχι μόνο πρόεδρος (1971-1973) αλλά και πρωθυπουργός του Πακιστάν (1973-1977), ήταν ο πατέρας της Μπεναζίρ Μπούτο, της πρώτης γυναίκας αρχηγού κράτους στον ισλαμικό κόσμο.
Γεννημένη στις 21 Ιουνίου 1953 και μεγαλωμένη σε αριστοκρατικό περιβάλλον, η Μπούτο ξεχώρισε από νωρίς για το θάρρος της, το ασυμβίβαστο πνεύμα της και την ικανότητά της να κινητοποιεί τα πλήθη με φράσεις όπως: «Ένα καράβι δεμένο στο λιμάνι είναι ασφαλές, όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός, για τον οποίο το κατασκευάσαμε».
Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Χάρβαρντ, πολιτική οικονομία, διπλωματία και διεθνές δίκαιο στην Οξφόρδη. «Όταν ήμουν μικρή, είχα πειστεί ότι μια γυναίκα μπορεί να πετύχει οποιονδήποτε στόχο. Κι αυτό είναι αλήθεια, όμως μετά κατάλαβα ότι θα πρέπει να πληρώσει το αντίστοιχο τίμημα», είχε πει.
Το καλοκαίρι του 1977, η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Ζουλφικάρ Αλί Μπούτο ανατράπηκε από τους άνδρες του στρατηγού Μουχαμάντ Ζία Ουλ Χακ. Δύο χρόνια μετά, ο Μπούτο εκτελέστηκε δια απαγχονισμού, με την κατηγορία ότι υπήρξε ιθύνων νους στη δολοφονία πολιτικού του αντιπάλου, γεγονός που προκάλεσε διεθνή κατακραυγή.
Η κόρη του ήταν 26 ετών, βρισκόταν στην απομόνωση από τη δικτατορία του Ζία Ουλ Χακ και όπως έγραψε στην αυτοβιογραφία της, είδε τον πατέρα της για τελευταία φορά ελάχιστα λεπτά πριν οδηγηθεί στην αγχόνη.
Πολύ σύντομα, η Μπούτο έγινε επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος του Πακιστάν (PPP), το οποίο ίδρυσε ο πατέρας της. Εργάστηκε για την πτώση της χούντας και την ενίσχυση της δημοτικότητάς της, ενώ, παράλληλα, έβαλε στόχο ζωής να κάνει το Πακιστάν ένα κοσμικό κράτος στα πρότυπα των δυτικών δημοκρατιών.
Τον Αύγουστο του 1988, ο Ζία Ουλ Χακ σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα και το καθεστώς του κατέρρευσε. Το Πακιστάν προκήρυξε εκλογές και η 35χρονη Μπούτο αναδείχθηκε μεγάλη νικήτρια. Στις 2 Δεκεμβρίου 1988, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, διακηρύττοντας ότι «θα δώσει δουλειά στους άνεργους, στέγη στους άστεγους και μόρφωση στους αναλφάβητους».
Η όμορφη, λαοφιλής, φιλελεύθερη και χειραφετημένη Μπούτο θεωρήθηκε, ωστόσο, απειλή για το θρησκευτικό και στρατιωτικό κατεστημένο του Πακιστάν. Οι φανατικοί ισλαμιστές, οι αξιωματικοί του στρατού και γενικότερα οι πολιτικοί της αντίπαλοι υπονόμευσαν την κυβέρνησή της και το 1990 πέτυχαν την καθαίρεσή της, εν μέσω έντονων κατηγοριών για διαφθορά, οικογενειοκρατία, μυστικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό και περιουσιακά στοιχεία ύψους 1,5 δισ. δολαρίων.
Στο επίκεντρο βρέθηκε, επίσης, ο σύζυγος της Μπούτο, Ασίφ Αλί Ζαρντάρι. Φέρεται να λάμβανε ως “μίζα” το 10% από διάφορες περιπτώσεις υπεξαίρεσης κρατικών κονδυλίων, με αποτέλεσμα να τον αποκαλούν «Κύριο 10%». Την ίδια στιγμή, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξακολουθούσε να ζει στην ανέχεια.
Παρά ταύτα, η Πακιστανή πολιτικός έκανε δυναμική επιστροφή και το 1993 εξελέγη για δεύτερη φορά πρωθυπουργός. Τρία χρόνια αργότερα, όμως, αποπέμφθηκε ξανά, με την επιπλέον κατηγορία της δολοφονίας του αδερφού της και πολιτικού της αντιπάλου, Μουρτάζα, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με αστυνομικούς. Για να αποφύγει το δικαστήριο, η Μπούτο αυτοεξορίστηκε στο Λονδίνο και στο Ντουμπάι, όπου έζησε μαζί με τα τρία της παιδιά για σχεδόν μία δεκαετία.
Από το 2006, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή των ΗΠΑ, προκειμένου η κυβέρνηση του Πακιστάν να αμνηστεύσει την Μπούτο και να ανοίξει ο δρόμος της επιστροφής της. Γνώριζε ότι ο γυρισμός της θα έθετε τη ζωή της σε μόνιμο κίνδυνο, αλλά η αποφασιστικότητά της να πρωταγωνιστήσει ξανά στα πολιτικά πράγματα ήταν αταλάντευτη.
Στις 18 Οκτωβρίου 2007, κατά τη διάρκεια αυτοκινητοπομπής και με χιλιάδες οπαδούς της Μπούτο να την αποθεώνουν στη γενέτειρά της, Καράτσι, σημειώθηκαν δύο εκρήξεις με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Η 54χρονη Μπούτο επέζησε της απόπειρας δολοφονίας, αλλά, δύο μήνες μετά, δεν στάθηκε τυχερή.
Στις 27 Δεκεμβρίου 2007, στο πλαίσιο προεκλογικής συγκέντρωσης στην πόλη Ραβαλπίντι, δέχθηκε τα πυρά ενός ανήλικου φανατικού, ο οποίος ακολούθως πυροδότησε εκρηκτικά, σκοτώνοντας τουλάχιστον 24 άτομα. Η Μπούτο υπέκυψε στα τραύματά της στο νοσοκομείο την ίδια ημέρα και οι οπαδοί της θρήνησαν το χαμό της. Τα διεθνή ΜΜΕ έκαναν πρώτη είδηση τη δολοφονία και μαζικές ταραχές ξέσπασαν σε όλο το Πακιστάν, με νεκρούς, τραυματίες και εκτεταμένες καταστροφές.
Διάφορα άτομα θεωρήθηκαν ύποπτα ως ενορχηστρωτές του φόνου της «Σιδηράς Κυρίας του Πακιστάν». Ανάμεσά τους και ο σύζυγός της, ο οποίος, ένα χρόνο μετά το θάνατό της, έγινε πρόεδρος της χώρας. Δεν βρέθηκε, πάντως, κανένα αδιάσειστο στοιχείο εναντίον του, ενώ στο “κάδρο” των υπόπτων μπήκαν τόσο η Αλ Κάιντα όσο και ο τότε πρόεδρος της χώρας και δικτάτορας, Περβέζ Μουσάραφ.
Μία έκθεση των Ηνωμένων Εθνών που δημοσιεύτηκε το 2010 κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι «η δολοφονία της κυρίας Μπούτο θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, εάν είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας».
Το Μάιο του 2013, ο ειδικός εισαγγελέας που ερευνούσε την υπόθεση, Τσοντρί Ζουλφικάρ δολοφονήθηκε στο αυτοκίνητό του, ενώ κατευθυνόταν προς το δικαστήριο στο Ισλαμαμπάντ.
Ο “εγκέφαλος” της δολοφονίας της Μπεναζίρ Μπούτο δεν εντοπίστηκε ποτέ. Οι μόνοι που τιμωρήθηκαν ήταν δύο αστυνομικοί που διέταξαν να καθαριστεί με λάστιχο ο τόπος του εγκλήματος.
Πηγές εικόνων κεντρικής φωτογραφίας: EPA/OLIVIER MATTHYS (μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ) και WikimediamtxCommons
Ειδήσεις σήμερα:
- Πειθαρχική έρευνα για τους ψυχολόγους που εξέτασαν τον αστυνομικό της Βουλής. Ίδια τα ψυχομετρικά τεστ από το 1950
- Νότια Κορέα. Φιάσκο ο στρατιωτικός νόμος του προέδρου. Αποχώρησαν οι στρατιώτες από το κοινοβούλιο
- ΟΣΕ. Αποκαθίσταται η σιδηροδρομική γραμμή στη σήραγγα των Τεμπών. Πότε ξεκινούν τα δρομολόγια
- Εξαρθρώθηκε συμμορία που διακινούσε ναρκωτικά σε σχολεία της Αθήνας. Δέκα συλλήψεις
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ