Του Δημήτρη Πετρόπουλου
Εδώ και κάνα μήνα στο μέιλ μου έφθανε επίμονα ειδοποίηση για τη συναυλία των Dubrovniks στην Αθήνα στο Gagarin. Το έβλεπα με αδιαφορία. Το έσβηνα και συνέχιζα τη ζωή μου κανονικά.
Τις τελευταίες μέρες βαρέθηκα και να το σβήνω. Μια μέρα πριν από τη συναυλία, φθάνει ένα κατεπείγον μέηλ. «Επειδή στο Gagarin δεν ολοκληρώθηκαν εργασίες ανακαίνισης η συναυλία θα γίνει στο Κύτταρο, οπότε επειδή ο χώρος είναι μικρότερος προμηθευτείτε έγκαιρα το εισιτήριό σας».
Στο διεστραμμένα δημοσιογραφικό μυαλό μου, αυτό σήμαινε ότι δεν πάταγε ψυχή οπότε θα γινόταν σε μικρότερο χώρο. Κρίμα σκέφτηκα, ένα τόσο αξιοσέβαστο συγκρότημα των 90s, να μην έχει προσέλευση. Σταμάτησα να σκέφτομαι και στο πρώτο μαγαζί που πούλαγε εισιτήρια, αγόρασα δύο. Μετά από μερικά χρόνια θα ξαναπήγαινα σε συναυλία και μετά από μερικούς αιώνες που είχα να δω τον χώρο, θα ξαναπήγαινα στο Κύτταρο.
Το χρώσταγα στους Dubrovniks. Ένα συγκρότημα που ήρθε μετά την εποχή των ντίσκο. Τότε που η Αθήνα γέμισε με τεράστια κλαμπ που έπαιζαν την σπαστική house, που μου προκαλούσε πονοκέφαλο, αλλά που αλλού να πηγαίναμε στα 19 μας; Εκεί πήγαιναν όλοι. Τέτοια μουσική με καθαρό ήχο και αυθεντικές κιθάρες έπαιζαν μόνο μικρά μπαρ στα Εξάρχεια όπως η Οκτάνα. Τα λέγαμε και γκέι μπαρ, γιατί στους εξήντα θαμώνες, οι πενήντα ήμασταν άνδρες. Λεβέντες δε λέω, αλλά καλό ήταν όταν βγαίναμε να βλέπαμε και κάνα κορίτσι. Στα μεγάλα κλαμπ είχε αρκετά, αλλά μουσική άκουγες μόνο με συνοδεία panadol.
Tέλος πάντων οι Dubrovniks ήταν ηχητική όαση. Μετά από χρόνια ενώθηκαν ξανά και ήθελαν να έρθουν και στη Ελλάδα, όπου το 1992 είχαν γνωρίσει την αποθέωση στο Ρόδον. Το Ρόδον έγινε σούπερ μάρκετ, όπως και μεγάλο μέρος της μουσικής παραγωγής. To όνομά τους κυριαρχούσε στο νου μου τη δεκαετία του ενενήντα λόγω και του βομβαρδισμού που υπέστη η πόλη Dubrovnik, μια από τις ωραιότερες της Κροατίας. Μετά από επτάμηνη πολιορκία οι φιλοσερβικές δυνάμεις τη βομβάρδισαν και κατέστρεψαν σχεδόν τα μισά κτίρια. Οι νεκροί ήταν από 20 μέχρι 140, αναλόγως ποια πλευρά ρώταγες.
Η Δύση θρήνησε κυρίως για τα κτίρια! Το συγκρότημα πάντως είναι από την Αυστραλία. Απλά κάποια μέλη του είχαν καταγωγή από την πρώην Γιουγκοσλαβία και σχεδόν κατά τύχη ονομάστηκαν Dubrovniks. Το Σάββατο, όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο γούσταρα. Συναυλία σε ένα μικρό χώρο όπου θα βλέπω όλους τους θαμώνες και το γκρουπ. Λύτρωση από event τύπου σαχλαμάρα wavefestival. «Οι πόρτες ανοίγουν στις 8:30 έλεγε το εισιτήριο» και αγχώθηκα να είμαι στην ώρα μου. Ευτυχώς κατά τις 8:00, θυμήθηκα ότι αυτά είναι τυπικά και οι συναυλίες αρχίζουν κατά τις δέκα. Στις εννιάμιση ήμασταν εκεί. Παρκάραμε εύκολα, αφού η Αθήνα μάλλον έχει αδειάσει τα τελευταία χρόνια. Περπατήσαμε εκατό μέτρα και φθάσαμε στο Κύτταρο. Ουαου, που θα έλεγε και ο εν λόγω. Μαύρες μπλούζες με στάμπες, από ACDC μέχρι Ρink Floyd. Aξιοσέβαστοι άνθρωποι της ηλικίας μου και στριφτά τσιγάρα. Θυμήθηκα τις άπειρες συναυλίες που είχα πάει στο Ρόδον. Σα να τους ήξερα όλους αυτούς. Reunion λοιπόν.
Κοίταγα για κάνα συμμαθητή μου. Τζίφος. Μάλλον δεν τους είχε έρθει το μέηλ ή είχαν να πάνε σε παιδικά πάρτι. Άλλοι μπορεί να μην είχαν 19 ευρώ (επί δύο, γιατί η συναυλία θέλει και παρέα) λόγω ανεργίας. Δεν πειράζει. Μεταξύ μας, και τότε δε συναντούσα πολλούς συμμαθητές μου. Με την καθιερωμένη καθυστέρηση, βγήκε πρώτα το support group. Ένα μπάσο, μια κιθάρα μια ντραμς και πολύ βαρεμάρα. Ουδείς κούναγε έστω το κεφάλι. Μπορεί να φταίει και η ηλικία σκέφτηκα. Ευτυχώς, συμπτωματικά το πρωί είχα κάνει τον ετήσιο υπέρηχο άνω κάτω κοιλίας και ήμουν περίφημα. Αυτοπεποίθηση λοιπόν. Υποθέτω ότι οι μισοί που ήταν εκεί, πρόσφατα θα είχαν πάρει και τις ετήσιες εξετάσεις αίματος. Τι να κάνουμε, ο πανδαμάτωρ χρόνος.
Επιτέλους τελείωσε το γκρουπάκι και μετά από ένα τέταρτο βγήκαν οι Dubrovniks. 55 άρηδες μάλλον και γλυκύτατοι. Χωρίς καμία σκηνοθεσία. Ανέβηκαν όλοι μαζί στη σκηνή, έκαναν ότι κούρδιζαν, χαμογέλασαν, είπαν το καθιερωμένο «γκειά σου», ο κόσμος γέλασε και άρχισαν να βαράνε. Ξαφνικά τα κεφάλια κουνήθηκαν, τα σώματα ηλεκτρίστηκαν, τα χέρια σηκώθηκαν. Η συναυλία άρχισε. Δεν θυμάμαι τη σειρά των τραγουδιών, αλλά άκουσα όλα όσα περίμενα. Δεν κράτησαν τίποτα για έκπληξη ή για την επόμενη φορά. Ανάμεσα στα τραγούδια, έλεγαν μερικά λόγια. Ως συνήθως ανούσια, αλλά ήταν χαριτωμένοι και έδειχναν ότι πέρναγαν καλά. Δίπλα μου ήταν κάτι πιτσιρικάδες κοντά στα 30!
«Γαμάτα τα παππούδια» είπε ο ένας και συμφώνησαν όλοι. Ήξεραν και τα λόγια και τα τραγουδούσαν. Η γενιά του Proficiency. Εμείς μόνο τα ρεφραίν ξέραμε και πολύ ήταν. Οι Dubrovniks, στην ώρα επάνω, χαιρέτησαν και έφυγαν. Ο κόσμος φώναζε και άλλο και άλλο. Σε τριάντα δευτερόλεπτα γύρισαν. Sorry about this, είπε ο ένας τους και άρχισαν πάλι να παίζουν. Τα κεφάλια κουνήθηκαν, τα σώματα ηλεκτρίστηκαν, τα χέρια σηκώθηκαν. Η συναυλία συνεχίστηκε. Μετά από είκοσι λεπτά τελείωσαν πάλι και ευχαρίστησαν. Μore, more, φώναζε ο κόσμος. Σε ένα λεπτό επέστρεψαν, γελώντας πάλι με το αστείο των ανκόρ, που εμφανώς ειρωνεύονταν.
Έπαιξαν κανά δύο ακόμη και την έκαναν οριστικά. Θυμήθηκα γιατί στο Ρόδον περνάγαμε καλά. Οι χαοτικοί χώροι είναι κατάλληλοι για τα μεγάλα συγκροτήματα, που θέλουν πολλά λεφτά για να έρθουν, αλλά είναι ακατάλληλοι για το κοινό. Περισσότερο υποθέτεις τι γίνεται και αντιλαμβάνεσαι ελάχιστα. Είσαι πελάτης και όχι κοινό. Στους Dubrovniks δεν χάσαμε ούτε νότα, επειδή ήμασταν μακριά ή επειδή μπροστά μας ήταν η εξέδρα του ηχολήπτη. Όλα δίπλα μας ήταν… Ωραία περάσαμε. Είχα αντέξει δυόμιση ώρες όρθιος αδιαμαρτύρητα, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να το ξανακάνω. Τότε κατάλαβα γιατί στο Μέγαρο έχουν καθίσματα για το κοινό. Απλά την άλλη φορά καλό είναι να μην υπάρχει support, γιατί έχουμε και μηνίσκο…
Όπως λέει και το τραγούδι: You´re gonna get what´s comin´
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr