Τις πρώτες ημέρες του 1941, ο Σμηναγός Δημήτριος Παληατσέας ανέλαβε να συνοδεύσει μία ομάδα Ελλήνων και ξένων ανταποκριτών στην Κορυτσά που κάλυπταν τον πόλεμο από τις ελληνικές γραμμές. Δεν υπήρξε τυχαία η επιλογή του.
Ο Παληατσέας ήταν ήδη γνωστός από δημοσιεύματα των ελληνικών εφημερίδων που τον ανέφεραν με το παρατσούκλι του, “Δερβίσης”. Αυτό το είχε αποκτήσει εξαιτίας των θεαματικών ελιγμών που έκανε με το αεροπλάνο του στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων εναντίον των Ιταλών και θύμιζαν τα στροβιλίσματα των δερβίσηδων.
του συνεργάτη ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού
Ο Παληατσέας πιθανόν γνώριζε αγγλικά και έτσι μπορούσε να συνεννοηθεί με τους ξένους δημοσιογράφους που ήταν κυρίως Αγγλοσάξωνες.
Οι «ξεναγήσεις» του «Δερβίση» στους ανταποκριτές διακόπηκαν απότομα και οριστικά το μεσημέρι της 6ης Ιανουαρίου 1941, όταν το αεροπλάνο του δεν επέστρεψε πίσω στη βάση του στην Κορυτσά από την τελευταία αποστολή στην πρώτη γραμμή.
Ιταλικά αντιαεροπορικά τον είχαν καταρρίψει πάνω από το Πόγραδετς.
Μαζί με τον Παληατσέα ήταν ο συνάδελφός του, Σπυρίδων Νανόπουλος, που εκείνη την ημέρα ήταν ο χειριστής του αεροπλάνου. Το αντιαεροπορικό βλήμα χτύπησε την άτρακτο του αεροπλάνου τους, τύπου Henschel 126, με αποτέλεσμα να εκραγεί στον αέρα και οι δύο αεροπόροι να σκοτωθούν ακαριαία.
Οι ξένοι και Έλληνες δημοσιογράφοι στην Κορυτσά πληροφορήθηκαν ότι το αεροπλάνο του “Δερβίση” είχε καταπέσει πίσω από τις ιταλικές γραμμές, αλλά όχι ότι είχε σκοτωθεί.
Μια εβδομάδα αργότερα, στις 13 Ιανουαρίου 1941, τα «Αθηναϊκά Νέα» δημοσίευσαν ένα κείμενο που είχε γράψει για τον Παληατσέα η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Nella Cook, που τον περίμενε να γυρίσει από την τελευταία αποστολή του.
«….Έχετε ακούσει για τη γελοιοποίηση των Ιταλών από τον Ντερβίση; Για τους τενεκέδες που έριχνε στις γραμμές τους από το αεροπλάνο; Έριχνε παλιά παπούτσια, κούτσουρα κι επιστολές.
Μία ημέρα ξεκίνησε με μία επιστολή δεμένη σε κουραμάνα που έγραφε ιταλικά: Επειδή στα ανακοινωθέντα σας αναγγέλλετε ότι πεινάμε, σας πληροφορούμε ότι περισσεύει και αυτή η κουραμάνα για σας.
Αφού έριξε τις βόμβες του, τον κυνήγησαν τα εχθρικά καταδιωκτικά, αλλά τους ξέφυγε μέσα σε μία χαράδρα (…..) Είδε όμως ότι είχε ξεχάσει την κουραμάνα. Γύρισε και την έριξε.
-Πως εκτίθεσαι έτσι ασκόπως; Τον μαλώσαμε.
Εκείνος απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο μόνο, σαν να μας έλεγε: Το μόνο που μπορεί να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο είναι το γέλιο.
Στο πρόσωπο του Ντερβίση η ευφυία των Ελλήνων ήταν καταρράκτης. Ό,τι είχε το χάριζε, τα ρούχα του, το φαγητό του, το γέλιο του, τον εαυτό του ολόκληρο. Μεγάλος μόρτης και μεγάλος κύριος συγχρόνως. Ιππότης σπάταλος. Ξενυχτήσαμε μαζί του, μας είχε μαγέψει τόσο με το κέφι του που είχε χθες το βράδυ. Έως τις 5 το πρωί φωνάζαμε γύρω του, με εκείνο στο θρόνο του αντιβασιλιά, τη ράχη μιας καρέκλας. Το πρωί, έδεσε πέτρες σ’ ένα μεταξωτό βρακί, που κάποιος του είχε στείλει ανώνυμα με γράμμα, και το έριξε (στους Ιταλούς).
-Εντάξει, μας είπε το μεσημέρι.
Μόλις μίλησε, ακούστηκε βαριά βοή βομβαρδιστικών αεροπλάνων και πήγαμε στο καταφύγιο (…) Όταν αργότερα έμαθε ο Ντερβίσης ότι οι βόμβες έπεσαν στην εκκλησία και σ’ ένα σωρό σπίτια γύρω της, συνοφρυώθηκε.
-Θα μου το πληρώσουν, είπε.
Και κοιτώντας τον σύντροφό του ήρωα Νανόπουλο, συνεννοήθηκαν χωρίς να ανταλλάξουν λέξη, και γραμμή για το αεροδρόμιο.
Και εμείς περιμένουμε. Το παρατηρητήριο δεν άκουσε βολή αντιαεροπορικού ούτε κανενός είδους βολή. «Έκρηξη μηχανής», λένε. Πως μπορούσε να είναι; Ποιος ξέρει; Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι πιστεύουμε τη χαρτορίχτρα.
-Για τον Ντερβίση θα υπήρχε σίγουρα φιλικό σπίτι στο εχθρικό έδαφος. Γιατί ο ουρανός έβλεπε πως αγαπούσε τα φτωχόσπιτα και δεν είχε πειράξει κανένα στη ζωή του
-Και να μου έλεγαν να ρίξω βόμβες σε γυναικόπαιδα -έλεγε- δεν θα το έκανα. Θα τις άδειαζα σε εκείνους που θα μου το έλεγαν.
Ο Ντερβίσης διαρκώς κατέβαινε χαμηλά για να χτυπήσει μόνο στρατιωτικούς στόχους και να μην πειράζει «τα κουκλόσπιτα και τις κούκλες».
(…) Ο Ντερβίσης ήταν ιππότης, γιατί δεν άξιζε να είναι τίποτα άλλο. Ήταν όλος καλοσύνη, και πάντοτε με κέφι, γιατί αν δεν γύριζε αύριο, ας ήταν τουλάχιστον ωραίο το σήμερα…
-Ω Ντερβίση! Που είσαι; Κλαίμε όλοι…..Σε περιμένουμε να ξαναρθείς…»
«Αθηναϊκά Νέα», 13 Ιανουαρίου 1941.
Τη δεκαετία του 1930, η Nella Cook ζούσε στην Ινδία και ήταν μαθήτρια του Γκάντι. Όταν ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήλθε στην Ελλάδα για να τη βοηθήσει όπως μπορούσε. Στο πλαίσιο αυτό έστελνε ανταποκρίσεις από το μέτωπο της Αλβανίας στις μεγαλύτερες αμερικανικές εφημερίδες. Πέθανε το 1982 στην Αυστρία και η τελευταία της επιθυμία ήταν να ταφεί στους Δελφούς. Πράγματι, ο τάφος της σήμερα είναι στο νεκροταφείο του χωριού
Ειδήσεις σήμερα:
- Εξαρθρώθηκε συμμορία που διακινούσε ναρκωτικά σε σχολεία της Αθήνας. Δέκα συλλήψεις
- Έρχονται τα καλάθια των εορτών. Ποια προϊόντα θα περιλαμβάνουν
- Πτώχευση για τη Stoli. Η βότκα και οι οικονομικές πιέσεις μετά τις ρωσικές αντιπαραθέσεις
- Κέιτ Μίντλετον. Εντυπωσιακή εμφάνιση στη νέα δημόσια εμφάνιση μετά την διάγνωσή της με καρκίνο
Ακολουθήστε τη mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ