6 Απριλίου 1941. Οι δυνάμεις του Χίτλερ έσπευσαν να βοηθήσουν τον ταπεινωμένο ιταλικό στρατό, εισβάλλοντας στην Ελλάδα. Έπρεπε πάση θυσία να προστατεύσουν τα πλευρά τους προς νότο από τους Άγγλους, ενόψει της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Τρεις μέρες αργότερα μπήκαν στη Θεσσαλονίκη. Ο ελληνικός στρατός που πολεμούσε σε δυο μέτωπα, υποχώρησε από τη Βόρειο Ήπειρο. Η προέλαση των Γερμανών προς τα Γιάννενα, με στόχο να αποκόψουν τις ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου, ήταν ταχύτατη. Ο ελληνικός στρατός κυκλώθηκε. Οι μονάδες, που βρίσκονταν στο ανατολικό μέτωπο της Αλβανίας μέχρι το Πόγραδετς, σύντομα διαλύθηκαν.
Οι Έλληνες φαντάροι διέρρευσαν ασύντακτα προς τα νότια.
Στις 18 Απριλίου, μετά από μια κρίσιμη σύσκεψη με τον βασιλιά ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, που είχε διαδεχθεί τον Ι.Μεταξά, επέστρεψε στο σπίτι του και αυτοκτόνησε με δυο σφαίρες στην καρδιά. Εντολή της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να συνεχιστεί η αντίσταση. Όμως, δυο μέρες μετά, συνέβη κάτι πρωτοφανές.
Ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων, οι αντιστράτηγοι Παναγιώτης Δεμέστιχας και Γεώργιος Μπάκος και ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου απήλλαξαν με την βία από τα καθήκοντά του τον διοικητή της Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα.
Η κοινή γνώμη παρακολουθούσε με αγωνία. Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κατήγγειλε τον Τσολάκογλου και διέταξε άμυνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων».
Η διαταγή ήταν μάταιη.
Ο Τσολάκογλου, που είχε αυτοδιοριστεί αρχηγός της Στρατιάς Ηπείρου χωρίς εντολή από τον βασιλιά και παρά την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης, αποφάσισε την άνευ όρων παράδοση στους Γερμανούς.
Η ανακωχή υπογράφτηκε στις 20 Απριλίου 1941.
Ο Τσολάκογλου στα απομνημονεύματα του δήλωνε περήφανος για την επιλογή του: «Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν’ αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τάς παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν’ αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… “Τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν».
Τρεις μέρες αργότερα, η κυβέρνηση Τσουδερού και η βασιλική οικογένεια εγκατέλειψαν την Αθήνα για την Κρήτη με τελικό προορισμό το Κάιρο. Τη νύχτα της 24ης προς 25η Απριλίου έσπασε η βρετανική γραμμή άμυνας στις Θερμοπύλες. Η Αθήνα γέμισε από βρετανικά οχήματα με ταλαιπωρημένους στρατιώτες, που υποχωρούσαν βιαστικά προς την Κόρινθο κάτω από τις επευφημίες των Αθηναίων και ευχές για καλή αντάμωση.
Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα
Στις 8 το πρωί της Κυριακής 27 Απριλίου 1941, μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ με αρχηγό τον ανθυπολοχαγό Φριτς Ντίρφλιγκ μπήκαν στην Αθήνα από τα βόρεια προάστια.
Η πλειοψηφία των Αθηναίων παρέμεινε κλεισμένη στα σπίτια της. Οι μοτοσυκλέτες, οι μπότες, τα περιβόητα γερμανικά κράνη προκαλούσαν φόβο και τρόμο. Ο πληθυσμός της πόλης, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ήταν αμήχανος, φοβισμένος, εχθρικός απέναντι στα γερμανικά στρατεύματα. Για την Αθήνα, αν η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν συνδεδεμένη με τον ήχο των σειρήνων, η 27η Απριλίου 1941 συνδέθηκε με το κλείσιμο των παραθύρων…
Στους δρόμους, μόνο κάποιοι περίεργοι συγκεντρώθηκαν για να δουν τι είναι οι τρομεροί Γερμανοί. Η πόλη ήταν αφιλόξενη απέναντι στους κατακτητές.
Ο επίτιμος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, 16 ετών το 1941, περιγράφει την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα στη “Μηχανή του Χρόνου”:
“Ήταν μια πολύ ωραία ημέρα. Ήμουν στο σπίτι μου το πατρικό, κοντά στο Λαϊκό νοσοκομείο, σε μια μικρή εκκλησία που λεγόταν Άγιος Θωμάς, όπου τώρα έχει χτιστεί ίσως η μεγαλύτερη εκκλησία των Αθηνών.
Το ακούσαμε εις το ραδιόφωνο ότι η Ελλάς συνθηκολόγησε, ότι έπαψαν οι εχθροπραξίες και πράγματι κατά τις 10 η ώρα εμφανίστηκε στην περιοχή μας μια μικρή γερμανική στρατιωτική μονάδα. Μηχανοκίνητου πεζικού. Μας έκανε εντύπωση η συγκρότησή της. Ήταν νέοι στρατιώτες με κάτι γκρίζες στολές, ενθουσιασμένοι, χαρούμενοι και φιλικοί.
Γιατί ήρθαν εκεί; Γιατί σε ένα άλσος που υπήρχε μπροστά στην εκκλησία, οι Εγγλέζοι είχαν μια μεγάλη επίγεια αποθήκη πετρελαίου, ύψους 5-6 μέτρων και μεγάλου πλάτους. Φαίνεται ότι είχαν πληροφορίες ασφαλώς από κατασκόπους ότι υπάρχει αυτή η αποθήκη και ήρθαν να την εξασφαλίσουν.
Εν συνεχεία μάθαμε για την παράδοση των Αθηνών στους Γερμανούς που έγινε στους Αμπελοκήπους, με ένα έγγραφο που έλεγε ότι η Αθήνα είναι ανοχύρωτη πόλις και δεν θα προβληθεί αντίστασις…”
Στο ρεπορτάζ τους οι φιλογερμανικές εφημερίδες έκαναν αναφορές σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού και πανηγυρισμού στη θέα των κατακτητών. Όμως, οι μεταπολεμικές μαρτυρίες απέδωσαν αυτές τις όποιες τέτοιες εκδηλώσεις μόνον στους δοσίλογους και σε όσους συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς.
Λίγο αργότερα το ίδιο απόσπασμα κατέλαβε τις ραδιοφωνικές εγκαταστάσεις της Αθήνας στο Ζάππειο. Από εκεί μετέδωσε ένα μήνυμα στη γερμανική γλώσσα για την κατάληψη της πόλης, το οποίο απευθυνόταν στον Αδόλφο Χίτλερ.
Τις ίδιες ώρες, η συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα έγραφε τις τελευταίες της λέξεις. “Κυριακή 27 Απριλίου. Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Καημένη Ελλάδα. Η ώρα 10 π.μ. …”. Η υμνήτρια του Μακεδονικού αγώνα ήπιε ένα μπουκαλάκι με δηλητήριο και αυτοκτόνησε.
Κωνσταντίνος Κουκίδης: Αλήθεια ή θρύλος;
Οι άνδρες ενός άλλου μηχανοκίνητου αποσπάσματος με επικεφαλής τον ίλαρχο Γιάκομπι έφτασαν στα προπύλαια της Ακρόπολης και ύψωσαν τη γερμανική σημαία στον Ιερό Βράχο.
Ο έλληνας φρουρός της σημαίας στην Ακρόπολη, Κωνσταντίνος Κουκίδης, δεν άντεξε την προσβολή. Τυλίχθηκε με τη σημαία και ρίχτηκε στο κενό από ύψος 200 μέτρων.
Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση της Αθήνας υποχρέωσε την κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία, ο Κουκίδης υπέστη έμφραγμα από τη συγκίνηση. Οι στρατιώτες όμως του γερμανικού αποσπάσματος έχουν συγκλονιστεί απ’ αυτό που είδαν και δεν μπορούν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.
Η βρετανική εφημερίδα Daily Mail επιβεβαίωσε το γεγονός με τον τίτλο: «A Greek carries his flag to the death». Ένας Έλληνας φυλά τη σημαία μέχρι θανάτου. Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στα απομνημονεύματά του, αναφέρει:
«Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων…».
Ωστόσο, για πολλούς ερευνητές η ιστορία του Κουκίδη είναι ένας ανεπιβεβαίωτος θρύλος. Η αιτία είναι ότι δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν κανέναν στρατιώτη ή εύζωνο στα στρατιωτικά αρχεία, με το όνομα «Κωνσταντίνος Κουκίδης». Ακόμη και αν κάποιοι αμφισβητούν το γεγονός, η είδηση ήταν αντίστοιχη των συναισθημάτων που είχαν οι Έλληνες στη θέα του κατακτητή.
Η παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς. Η αντίσταση του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου
Την επόμενη μέρα στους Αμπελοκήπους, στο καφενείο «Παρθενών», Αλεξάνδρας και Κηφισίας, υπογράφτηκε η παράδοση της ελληνικής πρωτεύουσας στους Γερμανούς.
Τον Γερμανό συνταγματάρχη Φον Σέφεν προσφώνησε στο καφενείο ο στρατιωτικός διοικητής Αττικής, υποστράτηγος Καβράκος. Ο υποστράτηγος κάλεσε τους σπουδαστές του πρώτου έτους της σχολής Ευελπίδων να αναλάβουν το έργο της χωροφυλακής και να διαφυλάξουν την τάξη.
Οι ευέλπιδες δικαίωσαν το όνομα τους. Αρνήθηκαν οποιαδήποτε συνεργασία με τον κατακτητή. Πήραν τη σημαία τους και έφυγαν από την Αθήνα με προορισμό την Κρήτη κι από εκεί στην Μέση Ανατολή.
Ο δήμαρχος της Αθήνας Αμβρόσιος Πλυτάς συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του κατόπιν εντολής του Φον Σέφεν.
Σε ραδιοφωνικό του μήνυμα προς τους πολίτες της Αθήνας συνέστησε απόλυτη πειθαρχία στις διαταγές των αρχών, ενώ σε δηλώσεις του προς δημοσιογράφους των αθηναϊκών εφημερίδων εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς το γερμανικό στρατό, επειδή σεβάστηκε την πόλη των Αθηνών η οποία έδωσε πρώτη τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος δέχθηκε τρία μηνύματα.
Το πρώτο ήταν να συμμετάσχει στην παράδοση της πόλης. Η απάντηση του ήταν: “Οι Έλληνες ιεράρχες δεν παραδίδουν τις πόλεις εις τον εχθρόν. Καθήκον τους είναι να αγωνιστούν για την απελευθέρωση”.
Το δεύτερο ήταν να κάνει δοξολογία υπέρ των γερμανικών στρατευμάτων. Η απάντηση του ήταν αποστομωτική: “Η ελληνική εκκλησία παρίσταται και τελεί τελετές για την απελευθέρωση των λαών και όχι για την σκλαβιά τους…”.
Το τρίτο μήνυμα ήταν ότι θα τον επισκεφτεί ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής, ο οποίος τού ζήτησε να ορκίσει την πρώτη κυβέρνηση δοσίλογων. Η συζήτηση έγινε στα γερμανικά. Ο ιεράρχης ήταν και πάλι απόλυτα αρνητικός.
Στις 2 Ιουλίου 1941 με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του.
Αντικαταστάθηκε αμέσως από τον μεγάλο του ανταγωνιστή, τον Δαμασκηνό. Ο Τσολάκογλου ορκίστηκε πρωθυπουργος από τον εφημέριο της ενορίας του Αγίου Γεωργίου, όπου υπάγεται η Βουλή. Ήταν ο πρώτος δοσίλογος ηγέτης της χώρας. Τον διαδέχθηκαν άλλοι δύο.
Διαβάστε επίσης: Οι Γερμανοί κατεβάζουν τη σβάστιγγα από την Ακρόπολη και εγκαταλείπουν την Αθήνα, η μαύρη νύχτα της κατοχής τελειώνει…
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr