7 Σεπτεμβρίου 1955. Λίγες ώρες μετά τα Σεπτεμβριανά οι ελληνικές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης ήταν μαραζωμένες. Τίποτα δεν θύμιζε την ευμάρεια των προηγούμενων ημερών.
Σπίτια, καταστήματα, σχολεία, ιδρύματα, ναοί και νεκροταφεία είχαν γίνει συντρίμμια. Εκατοντάδες Κωνσταντινουπολίτες είδαν ό,τι με κόπο είχαν χτίσει να καταστρέφεται. Ακόμη και σήμερα η νύχτα των κρυστάλλων της Κωνσταντινούπολης βασανίζει όσους έζησαν τα γεγονότα. Ανάμεσα τους, ήταν η Αλκμήνη Σταυρίδου, μια πρωτοδιόριστη τότε δασκάλα, στο σχολείο της Αγίας Τριάδας, που περιέγραψε στη Μηχανή του Χρόνου με λεπτομέρεια τις εικόνες της καταστροφής.
«Η πρώτη εικόνα που αντικρίσαμε με τον πατέρα μου στο Πέρα ήταν το ζαχαροπλαστείο «Λεμπόν». Αυτό ήταν ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο που σύχναζαν το απόγευμα οι κυρίες και έπαιρναν το απογευματινό τους τσάι. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα στο μαγαζί, οι καθρέφτες και οι βιτρίνες σπασμένες, οι καρέκλες πεταμένες, οι βελούδινες παρατημένες στο δρόμο. Απέναντι ήταν ένα άλλο ζαχαροπλαστείο, το «Μαρκίζ». Ήταν και εκείνο στη ίδια κατάσταση.
Προχωρήσαμε στο Πέρα, ανεβαίνοντας προς το Ταξίμ. Πατούσαμε πάνω σε πράγματα, ρούχα, παπούτσια, γλυκά. Όλα τα ελληνικά καταστήματα ήταν σπασμένα. Τα ρολά τους ήταν τραβηγμένα προς τα έξω, τα εμπορεύματα χυμένα.
Η Αλκμήνη Σταυρίδου τα έφερε όλα μπροστά στα μάτια της.
Το κατάστημα του Ζαχαριάδη, που είχε είδη προίκας, το κατάστημα «Λάζαρο Φράνγκο», το κατάστημα του Κηφίδη, το «Παζάρ ντε Μπε Μπε», το «Καρμάν, το «Λυόν», το «Μπεκιέρ», τα καταστήματα υποδημάτων του Παλαβίδη, του Κουρούπη, του Πατσικάκη, του Αμιράλη.
Το «Ρεκόρ», το «Ντεκόρ», το «Λυοντόρ», το κατάστημα που πουλούσε κλωστές, κεντήματα, μαλλιά, ο «Μολοκότος», ο «Πλημυρίδης», το «Ελίτ». Ήταν όλα διαλυμένα.
Τα φέρνω μπροστά στα μάτια μου και νομίζω ότι ζω εκείνη την κατάσταση. Θυμάμαι το ανθοπωλείο του Σαπουντζάκη, το τσαντάδικο του Παυλίδη.
Από το Πέρα φτάσαμε στο Γαλατασαράι, στο πιο εμπορικό μέρος του Πέρα. Πιο πάνω άρχιζαν οι κινηματογράφοι και υπήρχαν και τουρκικά μαγαζιά. Όλοι οι καταστηματάρχες μπροστά στα μαγαζιά τους είχαν μείνει άναυδοι».
Το εργαστήριο καθαριστηρίου που διέθετε η οικογένεια της είχε και αυτό καταστραφεί. “Χύθηκαν στο δρόμο ρούχα και καθαριστικά υλικά. Ο δρόμος άρχισε να μυρίζει βενζίνη”.
Συντρίμμια είδε και στο κατάστημα του γαμπρού της.
«Ήταν παραγγελιοδόχος πουκαμισάς. Τον βρήκε έξω από το μαγαζί του. Ένας γείτονας προσπάθησε να του σώσει ό,τι μπορούσε. Ήταν ο θυρωρός από την πολυκατοικία του γιατρού του Σγουρδαίου».
«Γείτονα αυτά τα υφάσματα μόνο πρόλαβα να σε γλιτώσω. Μέχρι να πάω τα τόπια αυτά μέσα στο σπίτι μου ήρθε μία ομάδα και σε έσπασε το μαγαζί», θυμάται να του λέει.
Στη συνέχεια προχώρησαν προς την Αγία Τριάδα.«Η εκκλησία μέσα δεν είχε τίποτα, τα πάντα ήταν χυμένα, τα στασίδια, ο άμβωνας, η ωραία Πύλη, η Αγία Τράπεζα, η Κολυμβήθρα».
Η τελευταία στάση της δασκάλας ήταν στο σχολείο, όπου δίδασκε.
«Τα θρανία ήταν σπασμένα στην αυλή, οι σόμπες ήταν πεταμένες έξω». Σε ένα σπασμένο θρανίο αντίκρισε τον διευθυντή της.
«Τι ήρθες να κάνουμε; Εγγραφές;» τη ρώτησε θλιμμένος.
«Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος της καταστροφής. Όποιος δεν το είδε δεν μπορεί να το νοιώσει και δεν μπορεί και να το ξεχάσει δυστυχώς», συμπληρώνει.
Αυτή ήταν η κατάσταση στην Πόλη, το πρωινό της 7ης Σεπτεμβρίου.
Διαβάστε επίσης στη “ΜτΧ”: Είδε τη γυναίκα του να αποβάλει την νύχτα των Σεπτεμβριανών. Το πογκρόμ των Τούρκων και η καταστροφή της ρωμέικης κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη
Ακολουθήστε την mixanitouxronou.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Διαβάστε τις σημαντικότερες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στη mixanitouxronou.gr